Γράφει ο Χαρίτος Αναστασίου
Παρόλο που οι Σοβιετικοί ήταν η κύρια απειλή για το GIUK (Greenland, Iceland, and the UK) Gap που ενώνει τον Αρκτικό Ωκεανό και το Νορβηγικό Πέλαγος με τον ανοικτό Ατλαντικό, η μεγαλύτερη σύγκρουση του Ψυχρού Πολέμου στην περιοχή συνέβη μεταξύ δύο μελών της Βορειο- Ατλαντικής Συμμαχίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ισλανδίας στον Πόλεμο του Μπακαλιάρου.
Τρεις συγκρούσεις ονομάστηκαν συνολικά Πόλεμοι του Μπακαλιάρου (Cod Wars) και αφορμή τους ήταν η διευθέτηση των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών, πρακτικά μιλώντας των αλιευτικών ζωνών, της Ισλανδίας σε μία περίοδο αναδιαμόρφωσης του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Στην Ισλανδία είναι γνωστοί με δύο ονομασίες Þorskastríðin (οι Πόλεμοι του Μπακαλιάρου) και Landhelgisstríðin (οι Πόλεμοι των Εγχώριων Υδάτων).
Η αλιεία αποτελούσε και αποτελεί τον βασικό αιμοδότη της ισλανδικής οικονομίας με τον μπακαλιάρο να συνιστά το κύριο εξαγώγιμο προϊόν για τους λαούς του κρύου Ατλαντικού. Το τέλος του Πολέμου έφερε την ραγδαία ανάπτυξη της αλιείας και παράλληλα την τρομερή μείωση του μπακαλιάρου στις αλιευτικές ζώνες της περιοχής. Το 1952 η Ισλανδία ανακοίνωσε την επέκταση της ΑΟΖ της από τα 3 στα 4 ναυτικά μίλια απαγορεύοντας την πρόσβαση στα βρετανικά αλιευτικά στον χώρο της, η Βρετανία απάντησε απαγορεύοντας στα ισλανδικά πλοία να δένουν στα λιμάνια της και κάνοντας εμπάργκο στις εισαγωγές ισλανδικού μπακαλιάρου, πολιτική που δεν οδήγησε πουθενά αφού οι Ισλανδοί ξεκίνησαν να εξάγουν την μεγάλη του μάζα σε Σοβιετική Ένωση και κυρίως Αμερική.
Το 1958 η Ισλανδία προχωράει σε επέκταση στα 12 ναυτικά μίλια, το Ηνωμένο Βασίλειο αρνείται να το αποδεχτεί και πλοία του πανίσχυρου Royal Navy συνοδεύουν τις βρετανικές τράτες στα ισλανδικά νερά. Ακολούθησε σκληρή διπλωματική σύγκρουση που έληξε με ισλανδική νίκη αφού σε σύμφωνο του 1961 η Βρετανία αναγνώρισε την νέα ισλανδική ΑΟΖ.
Το 1972 πυροδοτείται νέα κρίση αφού η Ισλανδία επέκτεινε την ΑΟΖ της στα 50 ναυτικά μίλια. Όντας το μόνο μέλος του ΝΑΤΟ δίχως Ένοπλες Δυνάμεις, η Ισλανδία ανέθεσε στην Ακτοφυλακή της την προστασία του θαλάσσιου της χώρου, μην θέλοντας δε να έρθουν σε ευθεία σύγκρουση με τα βρετανικά πολεμικά, τα πλοία της Ισλανδικής Ακτοφυλακής προσάρμοσαν μεγάλους γάντζους τους οποίας έριχναν σε μεγάλη απόσταση από τα ίδια και τραβώντας τους έκοβαν τα δίχτυα των βρετανικών αλιευτικών. Παρόλα αυτά δεν ήταν λίγες οι συγκρούσεις και οι επακουμβήσεις μεταξύ των εχθρικών πλοίων, πολεμικών κι αλιευτικών, οδηγώντας και στον τραγικό θάνατο ενός Ισλανδού μηχανικού, καθώς και σε μεγάλες ζημιές στα πλοία. Η Ισλανδία διέκοψε οριστικά τις διπλωματικές της σχέσεις με το Λονδίνο απείλησε δε ανοικτά με έξοδο της από το ΝΑΤΟ.
Τρομοκρατημενες από την προοπτική να χαθεί το νησί κλειδί του βορείου περάσματος οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ηγεσία του ΝΑΤΟ πίεσαν την Βρετανία να υποχωρήσει, οδηγώντας σε δεύτερη ισλανδική νίκη το 1973. Η Βρετανία αποδέχθηκε την νέα ισλανδική ΑΟΖ με αντάλλαγμα 150,000 τόνους αλιευμάτων μέχρι το 1975.
Τέλος το 1975 η Ισλανδία έκανε την τρίτη επέκταση της ΑΟΖ της αυτήν την φορά στα 200 ναυτικά μίλια. Συνέβησαν τα ίδια με την προηγούμενη σύγκρουση του μπακαλιάρου, με σημαντικές ζημιές σε πλοία και ισχυρές διπλωματικές πιέσεις, αλλά δίχως ανθρώπινες απώλειες. Η Ισλανδία βγήκε ξανά νικήτρια, με την Βρετανία να λαμβάνει κάποιες παραχωρήσεις στα αλιεύματα το 1976. Ακολούθησε και η θετική για την Ισλανδία απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου που επισφράγισε τον θρίαμβο του νάνου απέναντι στον γίγαντα.
Η Ισλανδία σταδιακά οικοδόμησε μία στρατιωτικοποιημένη Ακτοφυλακή για την θαλάσσια της ασφάλεια, ένα ισχυρό σύστημα εναέριας ασφάλειας με τέσσερα συστήματα RADAR, καθώς και μία εθελοντική χερσαία Μονάδα Αντιμετώπισης Κρίσεων με συμμετοχή σε διεθνείς ειρηνευτικές αποστολές. Παρόλα αυτά το κύριο βάρος της ασφάλειας της έφεραν οι Αμερικανικές Δυνάμεις επί της νήσου, καθώς και οι ΝΑΤΟϊκές δομές αέριας ασφάλειας και παρακολούθησης σε όλη την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου με επίκεντρο την αεροπορική βάση Keflavík του ΝΑΤΟ.