Είχαμε διαβάσει γι’ αυτόν στη «ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ (1914-2007)» του Στάθη Βαλούκου και στον «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ», των Άγγελου Ρούβα και Χρήστου Σταθοκόπουλου, καθώς ήταν ο ήρωας της ταινίας «Τσακιτζής», ο Προστάτης των Φτωχών» του 1960 με πρωταγωνιστή τον αξέχαστο Ανδρέα Μπάρκουλη. Στα βιβλία αυτά υπάρχει μια μικρή περίληψη της υπόθεσης της ταινίας, σύμφωνα με την οποία ο Τσακιτζής ήταν θρυλικός Χριστιανός ληστής, προστάτης των φτωχών Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Βέβαια τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι όπως θα δούμε. Ας ξεκινήσουμε με τα πραγματικά γεγονότα της ζωής του Τσακιτζή, που ήταν όντως υπαρκτό πρόσωπο, και στο τέλος του άρθρου θα επανέλθουμε στην ταινία του 1960.
του Μιχάλη Στούκα
Οι ζεϊμπέκοι (ή ζεϊμπέκηδες)
Όπως έχουμε γράψει σε σχετικό άρθρο μας στις 21/6/2022, από τα τέλη ήδη του 16ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αρχίσει να παρουσιάζει σημάδια διάλυσης. Τον 17ο αιώνα αυτά τα σημάδια έγιναν εντονότερα. Ανίκανοι σουλτάνοι, μηχανορράφοι αξιωματούχοι, λήψη αποφάσεων παρασκηνιακά από τις ευνοούμενες γυναίκες του χαρεμιού του σουλτάνου, του «Σουλτανάτου των Γυναικών» (1536-1651) και εξεγέρσεις στρατιωτικών τμημάτων, ιδιαίτερα των γενίτσαρων, επέφεραν καίρια πλήγματα στην Αυτοκρατορία.
Η βαριά φορολογία των υπηκόων της αυτοκρατορίας, συνεχώς αυξανόταν και προκαλούσε σφοδρή δυσαρέσκεια στον λαό. Έτσι το 1683 περίπου, δημιουργήθηκαν στη δυτική Ανατολία ένοπλες ομάδες που ξεκινώντας από τα βουνά λήστευαν φεουδάρχες, φοροεισπράκτορες, αλλά και ταξιδιώτες. Τα μέλη αυτών των ομάδων ονομάστηκαν ζεϊμπέκηδες ή ζεϊμπέκοι (Zeybeks) και ήταν κυρίως εξισλαμισμένοι Οθωμανοί υπήκοοι ελληνικής καταγωγής. Η λέξη προέρχεται από την τουρκική Subek < Su= στρατιώτης + bek/bey= αφέντης. Σύμφωνα βέβαια με τους νόμους επρόκειτο για συμμορίες ληστών, όμως οι ζεϊμπέκηδες μοίραζαν τη λεία τους στους οικονομικά ασθενέστερους και υπεράσπιζαν τους απλούς πολίτες από την κρατική αυθαιρεσία. Ο αρχηγός μιας τέτοιας ομάδας ονομαζόταν Εφές (Efes). Η λέξη προέρχεται από το παλαιό τουρκικό Ege (μεγάλος αδελφός), ενώ τα πιο νεαρά μέλη ονομάζονταν κιζάν (kizan), δηλαδή αγόρι και κατ’ επέκταση νεοσύλλεκτος. Υπήρχαν διάφορες τελετής μύησης και ανόδου των ζεϊμπέκηδων και ένα κατάλοιπο αυτών των παραδόσεων ήταν ο ζεϊμπέκικος χορός, που κατά τον Λευτέρη Καντζίνο εμιμείτο το πέταγμα του γερακιού, ενώ το ελληνικό ζεϊμπέκικο δεν σχετίζεται ούτε χορευτικά, ούτε μετρικά με τον χορό αυτό. Γίνονταν συνελεύσεις μεταξύ των ζεϊμπέκηδων για τη λήψη των αποφάσεων, όμως ο Εφές ήταν αυτός που αποφάσιζε τελικά.
Ο Τσακιτζής Αχμέτ
Στα τέλη του 19ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν φανερό ότι σύντομα θα κατέρρεε. Οι ζεϊμπέκηδες όχι μόνο δεν είχαν εκλείψει, αλλά είχαν εντείνει τη δράση τους.
Μόνο στο βιλαέτι της Σμύρνης δρούσαν στις αρχές του 20ου αιώνα περίπου 40.000 ζεϊμπέκηδες. Για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα η Υψηλή Πύλη εξαγόρασε κάποιους Εφέδες για να εξοντώσουν τους άλλους. Ένας από αυτούς ήταν ο Τσακιτζής Αχμέτ, στον οποίο οι Αρχές είχαν υποσχεθεί αμνηστία για να εξοντώνει τους άλλους ζεϊμπέκηδες. Κάποια στιγμή όμως ο Τσακιτζής «ξέφυγε» και ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β’ έδωσε εντολή για την εξόντωσή του. Ήταν το 1883. Ο βαλής της περιφέρειας της Σμύρνης οργάνωσε τους ζαπτιέδες (χωροφύλακες) και έστησε ενέδρα στο χωριό Αγιά Σουλούκ (Παλαιά Έφεσος), που ήταν έδρα του Τσακιτζή και των ζεϊμπέκων του. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκε ο Τσακιτζής και η σύζυγός του βιάστηκε.
Τη συμπλοκή και όσα ακολούθησαν είδε ο 11χρονος τότε γιος του Τσακιτζή Μεχμέτ, που ορκίστηκε ότι κάποια μέρα θα πάρει εκδίκηση. Ήταν πολύ μικρός όμως ακόμα και βγήκε στην παρανομία ως κιζάν.
Η δράση του Τσακιτζή
Λίγα χρόνια αργότερα ο νεαρός Μεχμέτ οργάνωσε τη δική του ομάδα ζεϊμπέκηδων. Στοχοποίησε αρχικά τους κρατικούς αξιωματούχους της περιοχής του, παρακινώντας τον αγροτικό πληθυσμό να μην πληρώνει φόρους, ενώ απαγόρευσε στους φοροεισπράκτορες να μπαίνουν στην περιοχή που έλεγχε ο ίδιος. Αρχικά κινήθηκε για λόγους εκδίκησης, σταδιακά όμως ανέλαβε να αποδώσει «προσωπική δικαιοσύνη» απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία. Άρχισε να ληστεύει πλούσιους, τραπεζίτες και τσιφλικάδες και να δίνει τα περισσότερα από τα λάφυρά του στους φτωχούς και για τη δημιουργία έργων κοινής ωφελείας. Έτσι προικοδοτούσε φτωχά κορίτσια, έδινε χρήματα σε χωρικούς για την αγορά ζώων και ακόμα για να φτιαχτούν γεφύρια, κρήνες κλπ.
Ο Τσακιτζής λήστευε πλούσιους, ανεξάρτητα από τη φυλετική τους καταγωγή, τη θρησκεία τους και το επάγγελμά τους. Τούρκοι, Έλληνες, Εβραίοι και Αρμένιοι με πολλά πλούτη έμπαιναν στο στόχαστρό του, καθώς θεωρούσε ότι οι περιουσίες τους προήλθαν από αθέμιτο πλουτισμό σε βάρος των φτωχών. Παράλληλα, βοηθούσε χωρίς εξαιρέσεις όλους τους φτωχούς και ήταν ιδιαίτερα αγαπητός σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Οι απλοί άνθρωποι τον προστάτευαν όταν τον καταδίωκαν οι Αρχές και το όνομά του έγινε θρύλος που πέρασε από τις περιοχές της Προύσας και του Αϊδινίου και έφτασε στην Ανατολική Ρωμυλία και την Ελλάδα.
Η ιδιότυπη «δικαιοσύνη» του Τσακιτζή επεκτεινόταν και σε άλλους. Όταν έμαθε κάποτε ότι εννιά άνδρες της ομάδας του κακοποίησαν μια χωριατοπούλα, τους θανάτωσε καίγοντάς τους ζωντανούς. Άλλη φορά χάρισε τη ζωή σε αντίπαλο μετά από συμπλοκή μαζί του, αποκαλώντας τον «λεβέντη» και αφήνοντας τον ελεύθερο. Μάλιστα πυροβόλησε το φέσι του ώστε ο «εχθρός» του να έχει «ενθύμιο» το βόλι που προοριζόταν για εκείνον. Και όταν ο Σαΐντ Χαλίμ πασάς, εγγονός του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, πατέρα (;) του γνωστού μας από το 1821 Ιμπραήμ (ίσως ήταν θετός πατέρας του) τον κυνηγούσε στα βουνά της Ανατολίας, ο Τσακιτζής αν και μπορούσε δύο φορές να τον σκοτώσει του «χαρίστηκε», καθώς δεν πυροβολούσε ποτέ πισώπλατα τους αντιπάλους του. Για την ιστορία, ο Σαΐντ τον οποίο ο Τσακιτζής εκτιμούσε ιδιαίτερα, ως Μεγάλος Βεζίρης το 1913-1917 πρωταγωνίστησε στις διώξεις εναντίον των Αρμενίων…
Το τέλος του Τσακιτζή
Το 1911 η δράση του Τσακιτζή είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο.
Υπολογίζεται ότι ως τότε είχε σκοτώσει 800-1.200 ανθρώπους. Έτσι μετά από σουλτανική διαταγή, ο Ριουστού Κομπάς μπέης ανέλαβε την εξόντωσή του.
Ο Ριουστού Κομπάς κινήθηκε πολύ έξυπνα, καθώς «κατασκόπευσε» τις κινήσεις του Τσακιτζή και συγκέντρωσε πολύτιμες πληροφορίες γι’ αυτόν. Ανάμεσα σε όσα «ανακάλυψε», ήταν ότι ο Εφές είχε επαφές με οικογένειες επιφανών Βρετανών στη Σμύρνη, απ’ όπου λάμβανε πληροφορίες για τις κινήσεις των οθωμανικών Αρχών και κατάφερνε να τους ξεφεύγει. Έτσι ο Ριουστού Κομπάς έμαθε μετά από μερικούς μήνες, πού βρισκόταν το ορεινό κρησφύγετο του Τσακιτζή. Οι οθωμανικές δυνάμεις το περικύκλωσαν και το πολιόρκησαν για 48 ώρες. Την εξόντωση του Τσακιτζή ανέλαβε ο αδελφός του Ριουστού. Μπήκε σ’ ένα νερόλακκο και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να δράσει. Όταν βρήκε την ευκαιρία, μπήκε στο αρχηγείο του Τσακιτζή και τον σκότωσε. Ήταν 17 Νοεμβρίου 1911. Ο Τσακιτζής ήταν τότε 39 χρονών.
Αν και οι σύντροφοί του, μετά από εντολή του ίδιου, αποκεφάλισαν και έγδαραν το πτώμα του, ο Τσακιτζής αναγνωρίστηκε από την πρώτη σύζυγό του Ιράζ. Μετά την επιβεβαίωση της ταυτότητάς του, η σορός του κρεμάστηκε ανάποδα για παραδειγματισμό, στην κεντρική πλατεία της πόλης Ναζιλί που βρίσκεται 47 χιλιόμετρα ανατολικά του Αϊδινίου.
Οι ζεϊμπέκηδες εναντίον των Ελλήνων
Οι ζεϊμπέκηδες ήταν ουσιαστικά σώματα ατάκτων με αντιεξουσιαστική και ληστρική δράση. Όταν όμως το 1919 ο Ελληνικός Στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Μουσουλμάνοι, συσπειρώθηκαν γύρω από τον Κεμάλ και πολέμησαν στο πλευρό του. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που τερμάτισαν τη δράση τους ή τάχθηκαν με το μέρος των Ελλήνων. Μετά το 1922 και τη μικρασιατική καταστροφή, ο Κεμάλ αντάμειψε τους ζεϊμπέκηδες με πλουσιοπάροχες αμοιβές και εγκατάστασή τους στα χωριά που είχαν εγκαταλείψει οι Έλληνες. Εξαίρεση αποτέλεσε το χωριό Λιβίσι (Kayakoy), όπου μετά την εγκατάλειψή του από τους Έλληνες κατοίκους του (υπολογίζεται ότι 4.000-6.500 σφαγιάστηκαν ή εξορίστηκαν από το 1914 ως το 1922), δεν κατοικήθηκε ποτέ από Τούρκους, οι οποίοι, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πίστευαν ότι είναι στοιχειωμένο από τα πνεύματα των σφαγιασθέντων Ελλήνων. Το χωριό διατηρείται ως μουσείο σήμερα, ενώ σε αυτό βρίσκεται, ανακαινισμένο, το σπίτι του Τσακιτζή.
Όσο για τους ζεϊμπέκηδες, ένας από αυτούς, ο Γιορούκ Αλή εφές τιμάται σήμερα από τους Τούρκους ως εθνικός ήρωας…
Ο θρύλος του Τσακιτζή στην Ελλάδα
Με τον ερχομό στην Ελλάδα των Μικρασιατικών προσφύγων, ο μύθος του Τσακιτζή άρχισε να αναβιώνει. Παλαιά δημοτικά τραγούδια που τον αφορούσαν έγιναν πολύ δημοφιλή στις προσφυγικές συνοικίες. Ένα από αυτά: «Τσακιτζή, δεν εβαρέθης στα σμυρνάιικα χωριά;/Δεν περνάς και στην Ελλάδα να παντρέψεις ορφανά»; Ο Τσακιτζής στην Ελλάδα έγινε ο «προστάτης» των αδύναμων και φτωχών από την ασυδοσία της κρατικής εξουσίας. Ο Μάρκος Βαμβακάρης τραγούδησε ένα από τα πρωτότυπα τουρκικά τραγούδια με θέμα τον Τσακιτζή, ενώ η Ρόζα Εσκενάζυ μία από τις πρώτες παραλλαγές των ασμάτων αυτών, με ελληνικό όμως στίχο (αρχές της δεκαετίας του 1930). Τέλος μεταπολεμικά, ο Στράτος Διονυσίου, ερμήνευσε το τραγούδι «Ο Τσακιτζής», σε μουσική Μπάμπη Μπακάλη και στίχους Δημήτρη Γκούτη (δεκαετία του 1960).
Ο Τσακιτζής στον κινηματογράφο
Όπως αναφέραμε και στην αρχή του άρθρου, το 1960 ο Τσακιτζής έγινε και ταινία. Σκηνοθέτης της ήταν ο Κώστας Ανδρίτσος και σεναριογράφος ο Νίκος Φώσκολος.
Πρωταγωνιστές της ταινίας ήταν οι: Ανδρέας Μπάρκουλης (στον ρόλο του Τσακιτζή), Γκέλυ Μαυροπούλου, Στέφανος Στρατηγός, Τάκης Μηλιάδης, Νάσος Κεδράκας κά.
Στην ταινία υπάρχει και love story, του Τσακιτζή με τη Ζεχτρά, κόρη του Τούρκου πασά της περιοχής «δράσης» του Τσακιτζή. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό έχει ιστορική βάση ή ήταν σεναριακή έμπνευση του αξέχαστου Νίκου Φώσκολου.
Και βέβαια, ανάλογη ταινία γυρίστηκε και στην Τουρκία το 1950 με τίτλο «Cakircali Mehmet Efe» με πρωταγωνιστές τους Bulent Ufuk και Gulstan Giuzey.
Εισπρακτικά η ελληνική ταινία είχε μία μάλλον μέτρια απόδοση, καθώς έκοψε 14.426 εισιτήρια και ήταν 37η στην κατάταξη της περιόδου 1960-61 ανάμεσα στις 58 ταινίες της σεζόν. Πρώτη σε εισιτήρια ήταν τότε «Η Αλίκη στο Ναυτικό» (213.409), δεύτερη η «Μανταλένα» (192.378) και τρίτο το «Ποτέ την Κυριακή» (184.524).
Όπως γράφει εύστοχα ο Λευτέρης Καντζίνος, «ο μύθος των λαϊκών ληστών των εφέδων και των ζεϊμπέκων δημιουργήθηκε, γιγαντώθηκε και επιβίωσε μόνο στις φεουδαρχικές αγροτικές ομάδες. Η αστική κοινωνία δεν μπορούσε να κατανοήσει ούτε και να συγκινηθεί από τα φαινόμενα τύπου Τσακιτζή. Ακολούθως, όταν η φεουδαρχία/τσιφλίκια έπαψε να υφίσταται, οι μύθοι αυτοί πέρασαν στη σφαίρα του θρύλου και ιστορικά πρόσωπα ξεχάστηκαν».
Βασική πηγή μας ήταν το άρθρο του Λευτέρη Καντζίνου «ΤΣΑΚΙΤΖΗΣ: Ο «Ρομπέν της Ανατολής», στο περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ, ΤΕΥΧΟΣ 633, ΜΑΡΤΙΟΣ 2021.
protothema.gr