Οι επενδύσεις αυτές κατά την εκτίμησή του, θα έθεταν την Ελλάδα σε αναπτυξιακή οικονομική τροχιά επιλύοντας και το οξύ προσφυγικό πρόβλημα που της είχε κληροδοτήσει η Μικρασιατική Καταστροφή. Παράλληλα όμως, αναγνώρισε πως η χώρα δεν διέθετε την κεφαλαιακή επάρκεια για να χρηματοδοτήσει αυτό το πρόγραμμα και εκδήλωσε την πρόθεσή του να στραφεί σε εξωτερικό δανεισμό ο οποίος θα καλυπτόταν κυρίως από Άγγλους κεφαλαιούχους που ήδη είχαν επενδύσει κάποια κεφάλαια μετά το 1922, αλλά ήταν πρόθυμοι να διευρύνουν την παρουσία τους στην Ελλάδα, καθώς φαινόταν να αποκαθίσταται η πολιτική της σταθερότητα.
γράφει ο Ιωάννης Δασκαρόλης
Αρχικά, οι οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα έδειχναν θετικές. Η δραχμή, μετά από 15 χρόνια συνεχούς υποτίμησης, σταθεροποιήθηκε στη διετία της Οικουμενικής Κυβέρνησης με σταθερή ισοτιμία (1) προς την αγγλική λίρα και εντάχθηκε στον «κανόνα του χρυσού» (2) στις 12 Μαΐου 1928. Στα πρώτα τρία χρόνια βενιζελικής διακυβέρνησης η Ελλάδα είχε συνεχόμενους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και επικρατούσε διάχυτη αισιοδοξία ότι η οικονομική κατάσταση είχε εξομαλυνθεί πλήρως. Πάντως, το ελληνικό εξωτερικό χρέος κατά την τριετία αυτή διογκώθηκε από 27.800.000.000 σε 32.700.000.000 δραχμές λόγω δανείων που είχε συνάψει η κυβέρνηση κυρίως στο Λονδίνο.
Σημαντική εξέλιξη για την οικονομία της Ελλάδας αποτέλεσε μετά από πολλές και επίπονες διαπραγματεύσεις (3) και παροτρύνσεις από το εξωτερικό, η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) η οποία, εκτός από το αποκλειστικό εκδοτικό προνόμιο τύπωσης νομίσματος (που είχε ως τότε η Εθνική Τράπεζα), ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο της εθνικής νομισματικής πολιτικής και των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Πρώτος πρόεδρος της ΤτΕ ορίστηκε ο οικονομολόγος Αλέξανδρος Διομήδης και η «κάλυψη» σε συνάλλαγμα που διέθετε η ΤτΕ ήταν 10.000.000 αγγλικές λίρες για αξία κυκλοφορούντος χαρτονομίσματος αξίας περίπου 4.000.000.000 δραχμών. Αυτό σήμαινε πως η «κάλυψη» σε χρυσό μέσω μετατροπής αντιστοιχούσε στο 1/4 του ποσού των δραχμών που βρίσκονταν σε κυκλοφορία, κάλυψη ικανοποιητική για τη διεθνή χρηματοπιστωτική πρακτική της εποχής.
Πρώτες επιπτώσεις της κρίσης στην ελληνική οικονομία
Η μεγάλη διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ξεκίνησε με την αδυναμία της Γερμανίας να συνεχίσει να εξυπηρετεί τις δυσβάστακτες οικονομικές της υποχρεώσεις από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εντάθηκε τη «Μαύρη Τρίτη» (29 Οκτωβρίου 1929), με την κατάρρευση των τιμών των μετοχών στο Χρηματιστήριο της Wall Street. Στις αρχές του 1930, η ελληνική οικονομία βρέθηκε υπό πίεση, αφού χάθηκαν όλες οι οικονομικές επανορθώσεις που της είχαν επιδικασθεί από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (καθώς η Γερμανία αδυνατούσε να τις πληρώσει), μειώθηκαν δραστικά οι εξαγωγές της (καπνά, σταφίδα και άλλα γεωργικά προϊόντα) προς τις χώρες που επλήγησαν από την κρίση, ενώ μειώθηκαν σημαντικά και τα εμβάσματα από Έλληνες της Αμερικής που αποτελούσαν εκείνη την εποχή υπολογίσιμο έσοδο για τη χώρα.
Αυτές οι δυσμενείς εξελίξεις επιδείνωσαν το εξωτερικό ισοζύγιο συναλλαγών, ασκώντας αφόρητες πιέσεις στη δραχμή. Ταυτόχρονα, η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα παρουσίασε ραγδαία μείωση (4), αυξήθηκε η ανεργία και η χρεοκοπία εταιριών, ενώ μειώθηκαν τα ημερομίσθια.
Η πολιτική της διατήρησης των υφιστάμενων νομισματικών ισορροπιών ανάγκαζε την ΤτΕ να χρησιμοποιεί τα αποθέματά της σε χρυσό και ξένο συνάλλαγμα για να στηρίζει τη δραχμή και την ισοτιμία της σε χρυσό. Μέσα σε ένα τραγικό εξαήμερο (21 – 26 Σεπτεμβρίου), η «κάλυψη» της ΤτΕ μειώθηκε κατά 30%, καθώς όλοι ζητούσαν να αγοράσουν συνάλλαγμα εξαργυρώνοντας ελληνικά χαρτονομίσματα. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1931, ο πρόεδρος της ΤτΕ παραιτήθηκε μετά από ένα επεισόδιο με τον Βενιζέλο (5) και αντικαταστάθηκε (μετά από έντονο πολυήμερο πολιτικό παρασκήνιο) από τον Εμμανουήλ Τσουδερό. Στις αρχές του 1932, η οικονομική και πολιτική ηγεσία της Ελλάδας είχε βρεθεί σε δεινή θέση, καθώς τα συναλλαγματικά κρατικά αποθεματικά δεν επαρκούσαν για την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων δανείων παλαιότερων ετών. Η μοναδική λύση ήταν ο εξωτερικός δανεισμός για τη στήριξη της δραχμής με συνάλλαγμα έναντι των κερδοσκοπικών πιέσεων.
Προσπάθειες για αναχρηματοδότηση του χρέους
Ο Βενιζέλος αποφάσισε να χειριστεί το θέμα προσωπικά και να εξασφαλίσει τα εξωτερικά δάνεια που θα στήριζαν τη νομισματική του πολιτική. Ταξίδεψε τον Ιανουάριο του 1932 (6) στη Ρώμη, το Παρίσι και το Λονδίνο ζητώντας ένα δάνειο 50.000.000 δολλαρίων για τα επόμενα τέσσερα χρόνια και προειδοποιώντας πως, αν αυτό δεν εξασφαλιζόταν, η Ελλάδα θα εγκατέλειπε τον «κανόνα του χρυσού» και θα κήρυσσε παύση πληρωμών, με αποτέλεσμα να χάσει τη διεθνή αναξιοπιστία της και να προκληθούν κοινωνικές ταραχές. Κατά τους επόμενους τρεις μήνες όλες οι ελληνικές εξαγωγές «πάγωσαν» και, παρά τα έκτακτα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση (7), η ΤτΕ αναγκάστηκε να παραχωρήσει το 1/3 του αποθεματικού της σε συνάλλαγμα στο κράτος, προκειμένου αυτό να ανταπεξέλθει στις δανειακές του υποχρεώσεις.
Τον Μάρτιο συνεδρίασε στο Παρίσι η Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών (ΚΤΕ) και, μεταξύ άλλων, συζήτησε και το θέμα της Ελλάδας. Ο τρόπος παρουσίασης των ελληνικών προβλημάτων και αναγκών από τον ίδιο τον Βενιζέλο δεν έπεισε την Επιτροπή, που θεώρησε ότι η Ελλάδα δεν έκανε καμία θυσία, αλλά αντίθετα ήθελε να μεταβιβάσει τα προβλήματά της στους πιστωτές της δανειζόμενη πέρα από τις αντοχές της οικονομίας της. Η τελική εισήγηση της Επιτροπής περιείχε, μεταξύ άλλων, προτάσεις για αύξηση της φορολογίας, περικοπή δημοσίων δαπανών, αναστολή πληρωμών των δανείων επί έναν χρόνο και διορισμό ξένου συμβούλου στο Υπουργείο Οικονομικών.
Ο Βενιζέλος ζήτησε για τελευταία φορά απεγνωσμένα οικονομική βοήθεια τον Απρίλιο του 1932 στο Συμβούλιο της ΚΤΕ από τους αντιπροσώπους της Αγγλίας και της Γαλλίας, απειλώντας ότι σε αντίθετη περίπτωση, η Ελλάδα θα κήρυσσε παύση πληρωμών τον επόμενο μήνα. Οι προειδοποιήσεις αυτές δεν είχαν αποτελέσματα, εκτός από αόριστες υποσχέσεις από τους αντιπροσώπους των δύο χωρών. Η τελική απόφαση της ΚΤΕ αναγνώριζε τη δύσκολη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας αλλά δεν αναφερόταν καθόλου στην παροχή νέου δανείου.
Η απόφαση αυτή έδωσε τη χαριστική βολή στην ελληνική οικονομία. Στις 21 Απριλίου, στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ο υπουργός Οικονομικών Γεώργιος Μαρής ζήτησε να προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές και, μετά από ένα οξύτατο λεκτικό επεισόδιο με τον Βενιζέλο, παραιτήθηκε. Ο αντικαταστάτης του, Κυριάκος Βαρβαρέσος, κήρυξε πτώχευση και αναστολή πληρωμών από το ελληνικό δημόσιο. Την Τετάρτη 27 Απριλίου 1932, η Ελλάδα εγκατέλειψε επίσημα τον «κανόνα του χρυσού». Η δραχμή υποτιμήθηκε ραγδαία και στις 5 Μαΐου η ισοτιμία της με τη στερλίνα έπεσε από τις 456 δραχμές στις 539. Στις 21 Μαΐου 1932, μετά την αποτυχία της οικονομικής του πολιτικής, ο Βενιζέλος παραιτήθηκε και τον διαδέχθηκε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου επικεφαλής μιας βραχύβιας κυβέρνησης, ενώ ένα πανελλαδικό απεργιακό κύμα παρέλυε τη χώρα.
Η πολιτική κρίση είχε μόλις αρχίσει…
Οι ευθύνες του Βενιζέλου
Παρά την κλιμάκωση της ελληνικής οικονομικής κρίσης και την πτώχευση, η ανάκαμψη ακολούθησε σχεδόν αμέσως μετά την υποτίμηση της δραχμής, χωρίς οι επόμενες κυβερνήσεις (του Λαϊκού Κόμματος) να λάβουν σοβαρές πρωτοβουλίες. Η υποτίμηση κατέστησε ξανά τα ελληνικά προϊόντα φθηνά (άρα ελκυστικά), οι εξαγωγές αυξήθηκαν βελτιώνοντας το ισοζύγιο πληρωμών, το κράτος απέφυγε προσωρινά τα δυσβάστακτα βάρη των δόσεων των δανείων, ενώ η κρίση σταδιακά ξεπερνιόταν στην Ευρώπη. Το 1937 ο Μεταξάς, μετά από αγγλικές πιέσεις, ήλθε σε τελική συμφωνία με τους διεθνείς οίκους που είχαν δανείσει την Ελλάδα για την καταβολή των οφειλών σε δόσεις, τερματίζοντας την τελευταία εκκρεμότητα που παρέμενε από τη χρεοκοπία του 1932.
Αναμφίβολα, θα ήταν πολύ δύσκολο για κάθε Έλληνα πρωθυπουργό να προβλέψει την επερχόμενη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Παρόλα αυτά, ο Βενιζέλος φέρει μεγάλες ευθύνες για τη χρεοκοπία. Το πρώτο μεγάλο λάθος του ήταν ότι αύξησε υπέρμετρα τον εξωτερικό δανεισμό, για να χρηματοδοτήσει μακρόπνοα κρατικά επενδυτικά έργα τα οποία όμως δεν απέδωσαν βραχυπρόθεσμα τα αναμενόμενα έσοδα. Το δεύτερο σημαντικό σφάλμα του ήταν ότι, ενώ έβλεπε το μέγεθος της διεθνούς οικονομικής κρίσης και την αδυναμία της δραχμής να διατηρηθεί στον «κανόνα του χρυσού», συνέχισε πεισματικά αυτή την αδιέξοδη πολιτική, χωρίς να δίνει σημασία στις συμβουλές πολλών Ελλήνων και ξένων τεχνοκρατών, αλλά και της αντιπολίτευσης. Η πολιτική αυτή εξάντλησε τα συναλλαγματικά αποθεματικά του κράτους, ενώ εμπόδιζε την αναθέρμανση των εξαγωγών μέσω μιας υποτίμησης της δραχμής η οποία αποδείχθηκε το κλειδί για την ανάκαμψη. Τέλος, παρά το αδιαμφισβήτητο διεθνές κύρος του, ο Βενιζέλος απέτυχε να πείσει τα μέλη της ΚΤΕ για την ανάγκη οικονομικής στήριξης της ελληνικής οικονομίας και να εξασφαλίσει ένα μεγάλο δάνειο που θα έσωζε την Ελλάδα από τη χρεοκοπία.
Σημειώσεις
1) Μία αγγλική λίρα αντιστοιχούσε σε 375 δρχ.
2) Ο «κανόνας του χρυσού» ήταν ένας διεθνώς αποδεκτός τρόπος υπολογισμού της εις «χρυσόν περιεκτικότητας» κάθε νομίσματος που έμμεσα καθόριζε και τις ισοτιμίες των νομισμάτων μεταξύ τους. Υποτίθεται πως η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρούσε στο θησαυροφυλάκιό της ποσότητες καθαρού χρυσού αντίστοιχες με τις δραχμές που βρίσκονταν σε κυκλοφορία. Επειδή η ΤτΕ δεν διέθετε αποθέματα σε καθαρό χρυσό, διατηρούσε μια «κάλυψη» από συνάλλαγμα σε αγγλικές λίρες. Έτσι πλήρωνε τους κατόχους χαρτονομίσματος σε αγγλικές λίρες που ήταν διεθνώς άμεσα μετατρέψιμες σε χρυσό.
3) Με τη διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας, η οποία έχανε ανάμεσα στα άλλα, το εκδοτικό προνόμιο νομίσματος.
4) Το 1930 η οικονομική δραστηριότητα μειώθηκε κατά 3,48%, το 1931 κατά 4,6% και το 1932 κατά 3,98%.
5) Ο Διομήδης πώλησε συνάλλαγμα 7.000.000 γαλλικών φράγκων στον καπνοβιομήχανο Παπαστράτο, παρά τη ρητή απαγόρευση του Βενιζέλου για οποιαδήποτε αγοραπωλησία συναλλάγματος.
6) Εποχή κατά την οποία η κάλυψη της Ελλάδας σε συνάλλαγμα είχε περιοριστεί στο 60% της αξίας του πριν την κρίση.
7) Τα μέτρα αυτά περιόριζαν δραστικά τη διάθεση συναλλάγματος από την ΤτΕ, κατά σαφή παράβαση του «κανόνα του χρυσού».
Βιβλιογραφία
1) Γρηγόριος Δαφνής: Η ΕΛΛΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΠΟΛΕΜΩΝ, Εκδόσεις Κάκτος.
2) Μαρκ Μαζάουερ: Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ, Εκδόσεις ΜΙΕΤ.
3) Κωνσταντίνος Βεργόπουλος: «Η ελληνική οικονομία από το 1926 έως το 1935», ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ. ΙΕ’, Εκδοτική Αθηνών.
4) Αλέξης Φραγκιαδής: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 19ος – 20ός ΑΙΩΝΑΣ, Εκδόσεις Νεφέλη.
5) Θάνος Κονδύλης: Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ (1928-1932), Εκδόσεις Ίαμβος.
6) Ηλίας Βενέζης: ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.