Το ναυάγιο του "Τιτανικού" είναι μια τραγωδία γνωστή σε όλο τον κόσμο. Λίγοι όμως γνωρίζουν ότι μέσα σε όλη αυτή την τεράστια καταστροφή συνέβη και κάτι καλό.
Ας δούμε μια ιστορία για έναν πατέρα που δεν κατάφερε να απαγάγει τα παιδιά του από τη μητέρα τους, κατάφερε όμως να τα σώσει σπρώχνοντάς τα στην τελευταία σωσίβια λέμβο στο ναυάγιο του Τιτανικού.
Η απαγωγή των ίδιων του των παιδιών
Στις 10 Απριλίου του 1912, το τεράστιο βρετανικό υπερατλαντικό πλοιο «Τιτανικός» απέπλευσε από το λιμάνι του Σαουθάμπτον προς τη Νέα Υόρκη. Πάνω του βρίσκονταν 908 μέλη πληρώματος και 1.317 επιβάτες, οι οποίοι ήταν χωρισμένοι σε τρεις κατηγορίες.
Το πιο ακριβό εισιτήριο κόστισε 2.560 δολάρια, δηλαδή περίπου 61.000 δολάρια σε σημερινά δεδομένα.
Τέτοια εισιτήρια αγόραζαν άνθρωποι της ανώτερης τάξης, μεγαλοαστοί, μεγαλοεπιχειρηματίες, πολιτικοί και πρέσβεις. Είχαν στη διάθεσή τους ένα γήπεδο σκουός, εστιατόρια και γυμναστήρια.
Οι καμπίνες τους ήταν διακοσμημένες με επιχρύσωση, μετάξι και μαόνι. Με τα εισιτήρια της δεύτερης θέσης ταξίδευαν κυρίως οι καθηγητές και οι ιερείς.
Οι καμπίνες τους ήταν πολύ πιο απλές. Μπορούσαν να επισκεφθούν τραπεζαρίες, κλειστούς χώρους για περίπατο και αίθουσες για καπνιστές. Οι μετανάστες ταξίδευαν στην τρίτη θέση.
Μεταξύ τους βρισκόταν και ο ράφτης Μισέλ Ναβρατίλ. Πριν από λίγο καιρό, είχε βιώσει ένα οικογενειακό δράμα.
Η σύζυγός του Μαρσέλα αποφάσισε να τον εγκαταλείψει, παρόλο που είχαν μαζί δύο μικρά παιδιά, επειδή έμαθε για την εξωσυζυγική του σχέση. Εκείνες τις μέρες, οι διαδικασίες διαζυγίου θεωρούνταν ανοησίες.
Η Μαρσέλα δεν απαγόρευσε στον άντρα της να βλέπει τα παιδιά. Σε γενικές γραμμές, θεωρούσε ότι ο ρόλος του πατέρα είναι πολύ σημαντικός στην ανατροφή των αγοριών.
Οπότε, το 1912, η γυναίκα, χωρίς κάποιο άγχος και δεύτερη σκέψη έδωσε τους γιους της στον σύζυγό της για να περάσουν μαζί τις διακοπές του Πάσχα. Τα παιδιά όμως δεν επέστρεψαν στο σπίτι.
Ο Μισέλ είχε καταστρώσει σχέδιο. Απήγαγε τα παιδιά και αγόρασε τρία εισιτήρια στον Τιτανικό, χρησιμοποιώντας άλλα ονόματα και έγγραφα άλλων ανθρώπων, τα οποία δανείστηκε από την οικογένεια του φίλου του. Δανείστηκε επίσης και τα χρήματα για την αγορά των εισιτηρίων.
Έτσι, ο Μισέλ απλώς εξαφανίστηκε από προσώπου γης, μαζί με δύο μικρά παιδιά. Τον καιρό που ο άντρας ταξίδευε με το πλοίο, η γυναίκα αναζητούσε τα εξαφανισμένα παιδιά της.
Απευθύνθηκε στην αστυνομία, ρώτησε τους φίλους του συζύγου της, αλλά κανείς δεν ήξερε προς τα πού είχε πάει.
Στο πλοίο, ο Μισέλ έλεγε στους άλλους επιβάτες ότι πρόσφατα έμεινε χήρος και μεγάλωνε μόνος τους γιους του.
«Τα ορφανά του πλοίου»
Στις 14 Απριλίου, στις 23:39, ο καπετάνιος του Τιτανικού ενημερώθηκε ότι ένα παγόβουνο βρισκόταν ακριβώς ευθεία μπροστά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, έγινε η σύγκρουση. Το πλοίο γέμισε τρύπες και άρχισε να βουλιάζει.
Αρχικά στις σωσίβιες λέμβους μπήκαν οι επιβάτες της πρώτης θέσης, στη συνέχεια ήρθε η σειρά εκείνων της δεύτερης θέσης. Δεν υπήρχε όμως αρκετός χώρος για όλους. Όταν ο Μισέλ είδε την τελευταία λέμβο να πέφτει στο νερό, κυριολεκτικά πέταξε εκεί μέσα τα μικρά παιδιά του.
«Ο πατέρας μου μπήκε στην καμπίνα μας ενώ κοιμόμασταν. Μου έβαλε ζεστά ρούχα και με αγκάλιασε. Κάποιος άγνωστος σε μένα έκανε το ίδιο στον αδερφό μου. Ακόμη και σήμερα όταν το θυμάμαι, ανατριχιάζω. Ήξερε ότι θα πεθάνουμε» είπε αργότερα το μεγαλύτερο αγόρι.
Τα μοναδικά παιδιά που κατάφεραν να επιβιώσουν χωρίς γονείς ή κηδεμόνες εκείνη τη νύχτα ήταν οι μικροί Μισέλ και Έντμοντ. Χάρη σε αυτό το γεγονός τους ονόμασαν «τα ορφανά του πλοίου». Ο πατέρας τους πέθανε μέσα στο παγωμένο νερό.
«Δεν θυμάμαι να τρομάζω. Ήμουν ευτυχισμένος που μπήκα στη λέμβο διάσωσης. Καθόμασταν δίπλα στην κόρη ενός Αμερικανού τραπεζίτη, η οποία προσπαθούσε να σώσει τον σκύλο της, και κανείς δεν μας έλεγε τίποτα. Σ’ εκείνη τη λέμβο είχαν συγκεντρωθεί άνθρωποι από διαφορετικές χώρες και διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Αργότερα κατάλαβα ότι αν δεν ήμασταν στη δεύτερη τάξη, θα ήμασταν νεκροί. Δεν θα είχαμε ούτε μια ευκαιρία» ανέφερε ο Μισέλ.
Πώς η μητέρα τους εντόπισε τα αξιολάτρευτα αγοράκια με τα σγουρά μαλλιά
Αφότου η σωσίβια λέμβος έφτασε στην ακτή, η επιβάτισσα της πρώτης θέσης Μάργκαρετ Χέιζ πήρε να φροντίσει τα αγόρια. Τα μετέφερε στο σπίτι της στη Νέα Υόρκη.
Το γεγονός ότι ο Μισέλ Τζούνιορ και ο Έντμοντ ταξίδεψαν με τον «Τιτανικό» χρησιμοποιώντας πλαστά έγγραφα και ξένα ονόματα δυσκόλεψε την εντόπιση των συγγενών τους. Η γυναίκα όμως δεν παρατούσε την προσπάθεια.
Λόγω της νότιας γαλλικής προφοράς των αγοριών, η Μαργαρίτα αποφάσισε να επικοινωνήσει με τον Γάλλο Πρόξενο για να τον ενημερώσει σχετικά με τα παιδιά που σώθηκαν.
Ταυτόχρονα, η Μαρσέλα, η μητέρα των αγοριών, συνέχισε απεγνωσμένα να αναζητάει τους γιους της. Μια μέρα άνοιξε μια καθημερινή εφημερίδα και είδε στο εξώφυλλο τη φωτογραφία των αγοριών με τα σγουρά μαλλιά.
Στη συνέχεια διάβασε μια καταπληκτική ιστορία για το πώς κάποιος χήρος έριξε τα παιδιά του στην τελευταία σωσίβια λέμβο για να τα σώσει. Αναγνώρισε τους γιους της και το ανέφερε στην αστυνομία.
Στη συνέχεια η Μαρσέλα πήγε στη Νέα Υόρκη να πάρει τα αγόρια της. Ευχαρίστησε τη Μάργκαρετ που τα φρόντισε και επέστρεψε στο σπίτι μαζί τους.
Η μοίρα των δύο αγοριών
Ο Έντμοντ σπούδασε αρχιτεκτονική και άρχισε να εργάζεται στη Λούρδη. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Ναζί.
Στη φυλακή τραυματίστηκε σοβαρά και δεν κατάφερε ποτέ να αναρρώσει εντελώς. Πέθανε σε ηλικία 43 ετών.
Ο Μισέλ Τζούνιορ σπούδασε φιλοσοφία και στη συνέχεια βρήκε δουλειά στο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ.
Ήταν ο τελευταίος επιζών που διασώθηκε από το ναυάγιο του «Τιτανικού» αφού έζησε μέχρι τα 92 του χρόνια.