Ο Γιάννης Θεοφιλόπουλος γεννήθηκε στα Λαγκάδια της Γορτυνίας, το 1790 και πέθανε πικραμένος στην Αθήνα το 1885, σε ηλικία 95 ετών.
Όταν ήταν 18 ετών, στα 1808 έφυγε από τα Λαγκάδια, εξ αιτίας της διαμάχης που είχε με τον τοπικό Τούρκο αγά, και κατέφυγε αρχικά στο Ναύπλιο, και στη συνέχεια στα Ψαρά. Εκεί διδάχτηκε την τέχνη των πυρπολικών από το Πατατούκο, και έτσι άρχισε τα ηρωικά του κατορθώματα για τα οποία λίγες «επίσημες» αναφορές υπάρχουν.
Οι εξορμήσεις του Καραβόγιαννου με το στόλο των Ψαριανών διαδέχονται η μία την άλλη, κατά μήκος του Ανατολικού Αιγαίου και προς Βορράν μέχρι τα Δαρδανέλλια και τον Ελλήσποντο, την Άβυδο, τα Κατάστενα και Νίμπροτζε, καθώς και σε Κασσάνδρα, Αίνο και Τένεδο, και Σάμο.
Στις 20 Φεβρουαρίου 1822 πήρε μέρος στη Ναυμαχία των Πατρών, όπως βεβαιώνει και ο Ναύαρχος Νικολής Αποστόλης. Σε όλες ανεξαιρέτως τις βεβαιώσεις της Βουλής των Ψαρών γίνεται μνεία των αρετών του Καραβόγιαννη. Όπως αναφέρει επί λέξη ο Κωνσταντής Κανάριος, για πολεμικά του κατορθώματα «δεν έλαβεν ούτε οβολόν, παραμερίζοντας έτσι και τις διχόνοιες».
Πρωταγωνίστησε σε δύο από τις κορυφαίες στιγμές του Αγώνα του 1821 και συγκεκριμένα στην πρώτη πυρπόληση του εχθρικού στόλου με μπουρλότο στην Ερεσό, στις 27 Μαΐου 1821, σε ένα τουρκικό πολεμικό πλοίο. Πρόκειται για ένα δίκροτο ντελίνι, με κυβερνήτη τον Αρναούτ Μπαϊραχτάρη.
Ο Ιωάννης Θεοφιλόπουλος ως σημαιοφόρος στο πλευρό του Κωνσταντίνου Κανάρη
Η δεύτερη πυρπόληση έγινε ένα χρόνο αργότερα, στη Χίο, στις 6 Ιουνίου 1822, μετά τις φοβερές σφαγές του ελληνικού πληθυσμού. Τίναξε στον αέρα τη ναυαρχίδα του οθωμανικού πολεμικού στόλου «Κινούμενο Όρος», μαζί με τον αρχιναύαρχο του οθωμανικού ναυτικού (Καπουδάν Πασά) Καρά Αλή.
Ο καπετάν Γιάννης Θεοφιλόπουλος ή Τσάκαλος έδρασε ως πηδαλιούχος και δαδούχος στο πλευρό των Παπανικολή και Κανάρη
Σύμφωνα με τον ιστορικό Δημήτρη Φωτιάδη ο Γιάννης «Τσάκαλος» Θεοφιλόπουλος με την καθοριστική του συμβολή ως πηδαλιούχος, οδήγησε το πυρπολικό σε μία από τις μπουκαπόρτες της οθωμανικής ναυαρχίδας και μαζί με τον Κανάρη έδεσαν το τιμόνι και εγκατέλειψαν τελευταίοι το πυρπολικό για να σιγουρέψουν την επιτυχία τους.
«Κείνα τα λίγα δευτερόλεπτα φτάνανε για να μας καταστρέψουν», έλεγε «μετ’ απεριγράπτου μειδιάματος» μετά από πολλά χρόνια ο γέρος πια Κανάρης στο ποιητή Βαλαωρίτη. «Είτανε τόσοι εκεί πάνω, που μονάχα να φτύνανε θα μας έπνιγαν».
Από τα ιστορικά κείμενα όμως δεν υπάρχει αξιομνημόνευτη αναφορά στην συμβολή του καπετάν Τσάκαλου. Όπως φαίνεται υποβαθμίστηκε ή αποκρύφτηκε.
Αυτός ήταν ο λόγος που ο Καραβόγιαννος, λίγους μήνες μετά την ανατίναξη της ναυαρχίδας του Καρά Αλή, δυσαρεστημένος για την παραγκώνιση του, αφού ζήτησε και πήρε τα πιστοποιητικά των Ψαριανών, άφησε τη θάλασσα για τη στεριά και έγινε τελικά βαθμοφόρος.
Πήρε μέρος στις μάχες του Μοριά και της Ρούμελης και διακρίθηκε στη μάχη των Τρικόρφων (23 Ιουνίου 1825), όπου έλαβε την προσωνυμία «Τσάκαλος» λόγω της παλικαριάς του. Μετά την Ανεξαρτησία τοποθετήθηκε ως αρχηγός της πολιτοφυλακής στην Τριπολιτσά (1830).
Το 1865 με τον ερχομό του βασιλιά Γεωργίου του Α΄, όταν ορίστηκε η τελευταία επιτροπή καταγραφής των αγωνιστών του 1821 – αν και οι περισσότεροι δεν ζούσαν πια – ο Θεοφιλόπουλος υπογράφει αρκετά πιστοποιητικά ως ταγματάρχης της Φάλαγγας, τιμητικός βαθμός που του αποδόθηκε χωρίς την αντίστοιχη προικοδότηση.
Ο Ιωάννης Θεοφιλόπουλος έζησε ξεχασμένος και πάμπτωχος σε ένα ταπεινό σπιτάκι σε μια πάροδο της οδού Αιόλου των Αθηνών, κοντά στη «Βρύση του Βορρά». Εκεί τον ανακάλυψαν ο δημοσιογράφος Γεώργιος Βαλασόπουλος και ο καθηγητής Εμμανουήλ Βροΐλης, που προσπάθησαν να τον βγάλουν από τη λήθη και να γνωστοποιήσουν τα κατορθώματά του.
Και πράγματι το 1884, επί κυβερνήσεως Χαριλάου Τρικούπη, που οργανώθηκε στο νεόδμητο Πολυτεχνείο η πρώτη έκθεση κειμηλίων του Αγώνα, ο λαός αντί να πάει στην έκθεση συνέρρευσε στο σπίτι του Καραβόγιαννου για να τον τιμήσει και πολλοί ήταν αυτοί που έσκυψαν και του φίλησαν με σεβασμό το χέρι, ζητώντας να τους διηγηθεί τη συγκλονιστική ιστορία του.
Ο καπετάν Γιάννης πέθανε την 1η Δεκεμβρίου 1885 σε ηλικία 95 ετών. Στην κηδεία του παραβρέθηκε το εγγόνι του Γέρου του Μοριά ο Θεόδωρος Γενναίου Κολοκοτρώνης, που αναλύθηκε σε δάκρυα όταν παρακλήθηκε από κάποιους να εκφωνήσει τον επικήδειό του.
Είπε χαρακτηριστικά: «Τι να είπω εγώ εις τον Καπετάν Γιάννη; Μπορεί ο λύχνος να φέξη τον ήλιον; Ο Καπετάν Γιάννης ήτο και του πάππου μου ανώτερος».
Και αντί επικήδειου στιχούργησε το εξής επιτύμβιο:
Ήταν λιοντάρι της ξηράς
της θάλασσας δελφίνι
τον τρέμαν σαν τον άκουγαν
και Τούρκοι και Αλτζερίνοι.
Το Πολεμικό Ναυτικό έδωσε το όνομά του στο Πλοίο Φαρικών Αποστολών ΠΦΑ ΚΑΡΑΒΟΓΙΑΝΝΟΣ (Α-479).