Στην διαδικτυακή εκδήλωση του ΕΚΠΑ με θέμα: «Η γέννηση του Ελληνικού Συνταγματισμού: Η Ελληνική Συνταγματική Ιστορία κατά τα Επαναστατικά και Μεταεπαναστατικά χρόνια», μίλησε ο Προκόπης Παυλόπουλος.
Σε αυτή, ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, ανέπτυξε το ζήτημα του φιλελεύθερου χαρακτήρα του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος» του 1827, δηλαδή του Συντάγματος της Τροιζήνας. Στο πλαίσιο αυτό ο κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Ήδη από την 18η Απριλίου 1823, η Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους που ψήφισε -κατ’ αναθεώρηση του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος» του 1822- τον «Νόμον της Επιδαύρου», είχε προαναγγείλει την Γ΄ Εθνοσυνέλευση. Και τούτο διότι τότε αποφασίσθηκε «να προσδιορισθή Εθνική Συνέλευσις εις ανάκρισιν του Πολιτεύματος μετά διετίαν». Κατ’ εφαρμογή της ως άνω απόφασης, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση συγκλήθηκε για την 25η Σεπτεμβρίου 1825. Όμως, μετά από πολλές καθυστερήσεις εξαιτίας της κακής τροπής του Απελευθερωτικού Αγώνα, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση συνήλθε, την 6η Απριλίου 1826, στην Πιάδα. Είναι δε αξιοσημείωτο -φυσικά αρνητικώς, και για την εμπέδωση της θεσμικής θεμελίωσης του Νεότερου Ελληνικού Κράτους αλλά και για την πορεία του Αγώνα- ότι καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν υπήρχε ουσιαστικώς «συνταγματική τάξη» στην απελευθερωμένη Ελλάδα, λόγω μη εφαρμογής του «Νόμου της Επιδαύρου» του 1823, κατά τ’ ανωτέρω.
Τον Αύγουστο του 1826 η Γ΄ Εθνοσυνέλευση διασπάσθηκε, εξαιτίας της ανοιχτής αντιπαράθεσης μεταξύ «αγγλόφιλων» και «γαλλόφιλων». Και η μεν «αγγλόφιλη» τάση του συνήλθε στην Αίγινα, ενώ η «γαλλόφιλη» -στην οποία προστέθηκε η νεοσύστατη «ρωσόφιλη» τάση- συνήλθε στην Ερμιόνη. Στις κρίσιμες αυτές στιγμές οι εργασίες της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Ερμιόνη ολοκληρώθηκαν την 17η Μαρτίου 1827 και οι Πληρεξούσιοι, με πνεύμα πραγματικής εθνικής συμφιλίωσης, συνήλθαν στην Τροιζήνα, όπου την 1η Μαΐου 1827 ψηφίσθηκε το οριστικό «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος». Η αισιοδοξία που άρχισε να ξαναγεννιέται μετά τα τραγικά γεγονότα της πολιορκίας της Ακρόπολης των Αθηνών και τις διχαστικές τάσεις, οι οποίες είχαν επικρατήσει το προηγούμενο διάστημα, πέρασε στους στίχους που τραγουδιούνταν σε όλη την επαναστατημένη Ελλάδα: «Στην Αιγίνη δε θα γίνει./Στην Ερμιόνη δεν τελειώνει./Στο Δαμαλά [Τροιζήνα] πάει καλά./Εκεί θα τελειωθεί/και η Ελλάδα θα σωθεί» (Ιωάννου Ηρ. Μάλλωση, Η εν Ερμιόνη Γ’ Εθνοσυνέλευσις, Αθήναι 1930, σ. 18).
Το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 κατά γενική ομολογία -και ανεξάρτητα από τις μετέπειτα «περιπέτειες» εφαρμογής του, λόγω της αρνητικής συγκυρίας που διαμορφώθηκε -θεωρείται ως ένα από τα αρτιότερα στην συνταγματική μας ιστορία, και μάλιστα με βάση τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Τούτο οφείλεται, κατ’ εξοχήν, στα θεσμικά του χαρακτηριστικά, τα οποία αναδεικνύουν την πρώιμη επιρροή εξαιρετικά προωθημένων φιλελεύθερων δημοκρατικών ιδεωδών, όπως αυτά είχαν αρχίσει να δημιουργούνται από την θεσμική και πολιτική «μήτρα» της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 και της εξ αυτής προκύψασας Διακήρυξης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί -για λόγους που αφορούν την πορεία εξέλιξης του Νεότερου Ελληνικού Κράτους- ότι το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», ήταν εκείνο, το οποίο άνοιξε τον δρόμο για την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτου Κυβερνήτη του νεοσύστατου ακόμη Ελληνικού Κράτους. Και τούτο, διότι το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 προέβλεπε -δίχως όμως να προσδιορίζει τον τρόπο εκλογής του, παραπέμποντας απλώς σε ειδικό εκτελεστικό νόμο- ως επικεφαλής της Εκτελεστικής Εξουσίας, με ενισχυμένες εξουσίες, μονοπρόσωπο όργανο, τον «Κυβερνήτη», του οποίου η θητεία οριζόταν επταετής.
Οι ρυθμίσεις του Συντάγματος του 1827
Περαιτέρω, το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», διακρίνεται εντόνως και σαφώς για την προσήλωσή του στις προωθημένες φιλελεύθερες ιδέες της εποχής και όσον αφορά τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου. Οι ακόλουθες ρυθμίσεις του είναι άκρως ενδεικτικές εν προκειμένω:
Στο Α΄ Κεφάλαιο, και συγκεκριμένα με τις διατάξεις του άρθρου 1, καθιερώνεται μεν ως επικρατούσα θρησκεία εκείνη της «Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού», όμως εξίσου καθιερώνεται ρητώς, ως θεμελιώδες δικαίωμα, η Θρησκευτική Ελευθερία.
Στο Γ΄ Κεφάλαιο, και υπό τον τίτλο «Δημόσιον δίκαιον των Ελλήνων», εισάγεται, με εξαιρετικά προοδευτικό πνεύμα, σειρά ρυθμίσεων περί βασικών γενικών αρχών με συνταγματική ισχύ καθώς και περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως π.χ.:
Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 αρχής της Ισότητας.
Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 11 προσωπικής ελευθερίας.
Του κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 δικαιώματος στην ιδιοκτησία, με παράλληλη μάλιστα εισαγωγή εγγυήσεων όταν πρόκειται να γίνει αναγκαστική απαλλοτρίωση.
Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 αρχής της μη αναδρομικότητας του νόμου.
Του κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 δικαιώματος του αναφέρεσθαι.
Της κατά τις διατάξεις του άρθρου 26 ελευθερίας του Τύπου.
Η κατάσταση που αντιμετώπισε, ευθύς εξ αρχής, ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν, κατά την επιεικέστερη έκφραση, δραματική. Αντί άλλης περιγραφής αρκεί το εξής απόσπασμα από τα «Απόλογα του Καποδίστρια» του Γ. Τερτσέτη, όπου καταγράφεται συνομιλία του Κυβερνήτη με τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη: «Είναι καιροί που πρέπει να φορούμε όλοι ζώνη δερματένια και να τρώμε ακρίδες και μέλι άγριο. Είδα πολλά εις την ζωήν μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ στην Αίγινα δεν είδα κάτι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδεί… Ζήτω ο Κυβερνήτης, εφώναζαν γυναίκες αναμαλιασμένες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά, κατεβασμένα από σπηλιές. Δεν ήταν το συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος».
Ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε ν’ αντιμετωπίσει μια κατάσταση πραγματικής «έκτακτης ανάγκης»
Ουδείς, λοιπόν, μπορεί ν’ αμφισβητήσει, με τεκμηριωμένα ιστορικά δεδομένα, ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε ν’ αντιμετωπίσει μια κατάσταση πραγματικής «έκτακτης ανάγκης», μέσα στο πλαίσιο της οποίας έπρεπε να πάρει, χωρίς χρονοτριβή, αποφάσεις στοιχειώδους ανάταξης της Ελλάδας, προκειμένου να συνεχίσει τον Αγώνα της Απελευθέρωσης και να επιδιώξει την ανακούφιση του δεινώς χειμαζόμενου πληθυσμού.
Μια λύση θα ήταν η κατά περίπτωση εφαρμογή του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», κάτι όμως το οποίο αφενός δεν συνάδει προς την ίδια την φύση κάθε σύγχρονου Συντάγματος -αυθαίρετη εφαρμογή του Συντάγματος à la carte ισοδυναμεί με υποβάθμιση και, εν τέλει, αναίρεσή του στην πράξη- και, αφετέρου, ήταν εντελώς αντίθετη προς την νοοτροπία του Ιωάννη Καποδίστρια. Στην νοοτροπία του πρώτου «Κυβερνήτη της Ελλάδος», με βάση και τον ασυμβίβαστο -όπως είχε φανεί καθαρά σε όλη την πολιτική διαδρομή του- χαρακτήρα του, ταίριαζε το «salus populi suprema lex esto».
Μ’ επιδέξιους αποφασιστικούς χειρισμούς, ο Ιωάννης Καποδίστριας έπεισε την Βουλή για την «κρισιμότητα των καιρών». Και έτσι, με το Ψήφισμα ΝΗ΄ της 18ης Ιανουαρίου 1828, η Βουλή αποδέχθηκε και ενέκρινε την εισήγηση του Κυβερνήτη για «σχέδιον μεταβολής διοικήσεως προσωρινής», με το ακόλουθο αιτιολογικό: «Επειδή ο παρά του Ελληνικού Έθνους εμπεπιστευμένος τας ηνίας της Κυβερνήσεως Κύριος Ιωάννης Α. Καποδίστριας έφθασεν εις την Ελλάδα΄ Επειδή αι δειναί της Πατρίδος περιστάσεις και η διάρκεια του πολέμου δεν εσυγχώρησαν, ούτε συγχωρούσι την ενέργειαν του εν Τροιζήνι επικυρωθέντος και εκδοθέντος Πολιτικού Συντάγματος καθ’ όλην αυτού την έκτασιν΄ Επειδή η σωτηρία του Έθνους είναι ο υπέρτατος πάντων των Νόμων΄ και Επειδή η Βουλή ανεδέχθη παρά των Λαών την πρόνοιαν της εαυτών σωτηρίας΄ Η Βουλή μόνον σκοπόν έχουσα το να σωθή η Ελλάς, και ως ιερώτερόν της χρέος θεωρούσα τούτο, και την ευδαιμονίαν του Ελληνικού Έθνους του οποίου ενεπιστεύθη την φροντίδα΄ Και επειδή ο Κυβερνήτης επρόβαλε σχέδιον μεταβολής Διοικήσεως προσωρινώς΄».
Υπό τις συνθήκες αυτές ανεστάλη η εφαρμογή του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος». Η Βουλή ουσιαστικώς αυτοκαταργήθηκε –«αποτίθεται η Βουλή, το οποίον ανέλαβε χρέος της νομοδοτικής εξουσίας»- και οργανώθηκε «προσωρινή Διοίκησης της Επικρατείας». Η νομοθετική εξουσία περιήλθε στον Κυβερνήτη και ιδρύθηκε συμβουλευτικό συλλογικό όργανο, το «Πανελλήνιον». Το όργανο αυτό αποτελούσαν 27 μέλη που διόριζε ο Κυβερνήτης και διαιρείτο σε τρία τμήματα, με ειδικότερα για καθένα αντικείμενα τις γνωμοδοτήσεις προς τον Κυβερνήτη επί οικονομικών θεμάτων, θεμάτων περί τα εσωτερικά ζητήματα και περί τα ζητήματα για τις Ένοπλες Δυνάμεις, πριν από την λήψη εκ μέρους του των τελικών αποφάσεων με την μορφή «ψηφισμάτων». Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας λειτουργεί εφεξής ως μονοπρόσωπο κυβερνητικό όργανο, επικουρούμενος από τον «Γραμματέα της Επικρατείας» -πρώτος ορίσθηκε ο Σπυρίδων Τρικούπης, προσκείμενος στο «αγγλικό κόμμα»- και από ένα στοιχειώδες Υπουργικό Συμβούλιο, του οποίου τα μέλη «παραδέχονται την διεύθυνσιν του Κυβερνήτου της Ελλάδος εις τα εμπιστευθέντα εις αυτούς έργα». Όταν ολοκληρώθηκαν αυτές οι θεσμικές διεργασίες, ο Ιωάννης Καποδίστριας αποφάσισε την σύγκληση από κοινού με την Βουλή, της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, εντός του Απριλίου του 1828 για την θέσπιση νέου Συντάγματος. Στο μεταξύ διευκρινίσθηκε ότι γίνεται αποδεκτό «σύστημα προσωρινής Κυβερνήσεως, θεμελιωμένου, εν τοσούτω, επάνω εις τας βάσεις των πράξεων της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνος».