Με το πρώτο φως του ήλιου την 8η Μαΐου 1821, οι Έλληνες που ήταν συγκεντρωμένοι στο Χάνι της Γραβιάς, είδαν τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη να πλησιάζουν από τη μεριά της Λαμίας. 7.000 πεζοί και 1.000 ιππείς. Αμέσως συγκλήθηκε σύσκεψη. Παρόντες οι οπλαρχηγοί Ανδρούτσος, Πανουργιάς, Δυοβουνιώτης και Γκούρας.
Οι οπλαρχηγοί είχαν τρεις μέρες που διαφωνούσαν στη Γραβιά για το τι έπρεπε να γίνει ώστε να ανακοπεί η κάθοδος του Ομέρ Βρυώνη προς την Άμφισσα. Τελικά, αποφασίστηκε Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης να «πιάσουν» τα αριστερά του δρόμου δηλαδή τα υψώματα του Χλωμού. Τη δεξιά μεριά του δρόμου κοντά στη βρύση Σόντσικα θα την «κρατούσαν» ο Σουλιώτης και ο Κατσικογιάννης, όπως γράφει το gnomipoliton.com.
Ξαφνικά ο Οδυσσέας Ανδρούτσος σηκώνεται όρθιος ξεκινάει να χορεύει το τσάμικο «Κάτω στου βάλτου τα χωριά» και ζητάει από τους συμπολεμιστές του να πιαστούν μαζί του στο χορό, να οχυρωθούν στο Χάνι της Γραβιάς και να δώσουν ένα μάθημα στον Ομέρ Βρυώνη και σε όλη την Τουρκιά. Τραγουδώντας και χορεύοντας 117 παλικάρια με πρώτον τον Γιάννη Γκούρα τον ακολουθούν και οχυρώνονται μαζί του πίσω από τους πλινθόκτιστους τοίχους.
Το Χάνι της Γραβιάς ήταν ένα μικρό κτήριο, «έχον περίβολον με πλίνθους ηλιοψήτους», όπως περιγράφει ο Χριστόφορος Περραιβός. Ήταν όμως τοποθετημένο σε εξαιρετικά στρατηγική θέση, στο στόμιο ακριβώς του περάσματος από τη Δρυόπιδα προς την Άμφισσα.
Ο Ανδρούτσος και οι άνδρες του μέχρι να έρθει ο Ομέρ Βρυώνης οχύρωσαν όσο μπορούσαν καλύτερα το πανδοχείο. Άλλοι μετέφεραν νερό, άλλοι έφραξαν τις πόρτες με πέτρες, άλλοι άνοιγαν τις απαραίτητες οπές στους τοίχους για να πυροβολούν.
Η στρατιά του Ομέρ Βρυώνη πλησιάζοντας στη Γραβιά διαιρέθηκε σε τρία τμήματα. Τα δύο πρώτα επιτέθηκαν στα ελληνικά σώματα που όπως είπαμε παραπάνω είχαν πιάσει τα υψώματα εκατέρωθεν του δρόμου που οδηγούσε στην Άμφισσα. Τους έτρεψαν εύκολα σε φυγή. Το τρίτο τμήμα στράφηκε προς το Χάνι όπου είχε οχυρωθεί ο Ανδρούτσος.
Ο Βρυώνης έστειλε ένα απόσπασμα του στρατού του να επιτεθεί στο χάνι με επικεφαλής τον Χασάν δερβίση. Οι αξιωματικοί των Τουρκαλβανών περιγελούσαν το χάνι και πίστευαν πως θα νικούσαν πανεύκολα. Ήταν πολύ αργά μέχρι να καταλάβουν το λάθος τους το οποίο στο τέλος θα τους στοίχιζε πολλά…
Η στιχομυθία του δερβίση με τον Ανδρούτσο κατέληξε σε εκατέρωθεν ύβρεις και κατόπιν στο θάνατο του ιερέα. Έξαλλοι οι Τουρκαλαβανοί όρμισαν για εκδίκηση. Ο Ανδρούτσος το εκμεταλλεύτηκε και διέταξε γενική ομοβροντία. Κάμποσοι Τουρκαλβανοί έπεσαν νεκροί και οι υπόλοιποι υποχώρησαν κατατρομαγμένοι.
Ακολούθησε κι άλλη, κι άλλη έφοδος. Ακάλυπτοι όμως οι στρατιώτες του Βρυώνη έπεφταν νεκροί, σαν τα στάχυα. Λες και ένα τεράστιο δρεπάνι θανάτου τους «θέριζε» ασταμάτητα. Κι ο λόγος για αυτό; Ο Ανδρούτσος είχε διατάξει τους άνδρες του να πυροβολάνε με ευρωπαϊκή μέθοδο δηλαδή συγχρονισμένα με ομοβροντίες. Έτσι οι Τουρκαλβανοί έπεφταν ανά ομάδες μπροστά από το χάνι. Ακολούθησε επίθεση του ιππικού, αλλά τα πράγματα έγιναν χειρότερα για τον Ομέρ Βρυώνη, όταν οι καβαλαραίοι που έπεφταν νεκροί σχημάτιζαν ένα τείχος από πτώματα μπροστά στο χάνι.
Το απόγευμα ακολούθησαν άλλες δύο έφοδοι οι οποίες στέφθηκαν με πλήρη αποτυχία και αυτές. Οι νεκροί στρατιώτες του Βρυώνη είχαν ξεπεράσει τους 300, οι τραυματίες αμέτρητοι και το ηθικό του στρατεύματος ήταν καταβαραθρωμένο.
Απελπισμένος όσο και εξοργισμένος ο Ομέρ Βρυώνης συγκάλεσε συμβούλιο. Εκεί, ένας Έλληνας ο Χρήστος Παλάσκας πετάει την ιδέα: Να φέρουμε κανόνια από την Λαμία να γκρεμίσουμε το Χάνι! Ο Ομέρ Βρυώνης ντρέπεται, διστάζει στην αρχή, αλλά τελικά δέχεται τη λύση του Παλάσκα και στέλνει αμέσως ανθρώπους του στη Λαμία.
Ποιος ήταν όμως ο Χρήστος Παλάσκας;
Ο Χρήστος Παλάσκας
Είχε γεννηθεί στη Γότιτσα Ιωαννίνων το 1788 και είχε υπηρετήσει στην αυλή του Αλή Πασά μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Ομέρ Βρυώνη. Μαζί τους, ο γιατρός του Αλή Ιωάννης Κωλέττης. Ο Παλάσκας ήταν παντρεμένος με την Μαρία Παλάσκα και είχε δύο παιδιά όταν ξέσπασε η Επανάσταση. Με το φόβο για την τύχη της οικογένειάς του στα Ιωάννινα, να τον διακατέχει έμεινε κοντά στον Ομέρ Βρυώνη. Ωστόσο, η καρδιά του χτυπούσε για την πατρίδα του, αφού ήταν μυημένος στην Φιλική Εταιρεία μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Έτσι εκείνο το βράδυ της 8ης Μαΐου, στη Γραβιά, αφού έχει πείσει τον Βρυώνη να δεχτεί την πρότασή του για να φέρει κανόνια από την Λαμία, σελώνει το άλογό του και ορμάει στα υψώματα γύρω από το Χάνι φωνάζοντας δυνατά, αλαζονικά και περιπαικτικά στον Ανδρούτσο: «Ορέ Αντρούτσο, καλά σ’ έχουμε κλεισμένο. Πού θα μας πάς; Αλίμονό σου, ταχιά μας έρχονται δυο κανόνια απ’ το Ζητούνι και θα σε κάνουμε στάχτη».
Ο Ανδρούτσος πίσω από τους πλινθόχτιστους τοίχους του πανδοχείου γνωρίζει τη φωνή του Παλάσκα και παίρνει το μήνυμα. Νωρίς τα ξημερώματα, όταν το φως της αυγής δεν έχει φτάσει στην κοιλάδα της Γραβιάς, οι Έλληνες βγαίνουν από το Χάνι αθόρυβα μέσα στα χωράφια με τα αθέριστα στάχυα και παρά το γεγονός ότι γίνονται κάποια στιγμή αντιληπτοί, καταφέρνουν να ανέβουν στα υψώματα του Χλωμού και να κρυφτούν.
Το ξημέρωμα αποκαλύπτει στον Ομέρ Βρυώνη την απελπιστική κατάσταση. Εκατοντάδες νεκροί και τραυματίες στο στράτευμά του, αλλά το κυριότερο, ο αντίπαλος αλώβητος με ηθικό ακμαιότατο. Ο Τούρκος στρατηγός διστάζει να συνεχίσει την πορεία του προς την Άμφισσα. Τα στενά περάσματα της οδού που πρέπει να πάρει τον ανησυχούν για τα στρατεύματα των ατάκτων επαναστατημένων Ελλήνων που μπορεί να συναντήσει. Έτσι στρέφεται κατά τη Λιβαδειά.
Εκεί ο Χρήστος Παλάσκας θα παίξει πάλι το ρόλο του. Καταφέρνει να πείσει τους Οθωμανούς να μην επιτεθούν αιφνιδιαστικά, γιατί μια τέτοια τακτική δεν αξίζει σε ένα μεγαλοπρεπές στράτευμα(!), καθυστερεί σημαντικά την κατάληψη του φρουρίου της Λιβαδειάς σώζοντας από βέβαιο θάνατο χιλιάδες γυναικόπαιδα.
Τελικά στα τέλη Ιουλίου 1821 ο Παλάσκας αφήνει οριστικά τα τουρκικά στρατόπεδα και προσχωρεί στην Ελληνική Επανάσταση. Αρνείται την πρόταση του Ανδρούτσου για συνδιοίκηση της Ανατολικής Ρούμελης και αγωνίζεται να απελευθερώσει την οικογένειά του από τα Γιάννενα.
Τελικά καταφέρνει στις αρχές του 1822 να ενωθεί με την οικογένειά του, την οποία αποφασίζει να οδηγήσει στην Κόρινθο, όπου ο παλιός γνωστός του από την αυλή του Αλή Πασά, Ιωάννης Κωλέττης είναι ο πρώτος τη τάξει υπουργός της Προσωρινής Διοίκησης!
Το μοιραίο ταξίδι στην Κόρινθο
Στις 23 Μαρτίου 1822 ο Παλάσκας εφοδιάζεται με διαβατήριο από το Βραχώρι όπου βρίσκεται με την οικόγενειά του. Το έγγραφο τού ανοίγει όλους τους δρόμους για να μεταφέρει τη γυναίκα του Μαρία και τα παιδιά του Ανθούσα και Λεωνίδα στην Κόρινθο.
Εκεί τον περιμένει ο Ιωάννης Κωλέττης, που, όπως είπαμε τον γνωρίζει από την αυλή του Αλή Πασά. Η στοργή και η αγάπη του Κωλέττη για την οικογένεια του Παλάσκα, όμως, έχει πιο ταπεινά κίνητρα από τη φιλία.
Ιωάννης Κωλέττης
Όπως παραδέχονται αρκετοί ιστορικοί και όπως απέδειξε εν συνεχεία η εξέλιξη της ιστορίας, ο δαιμόνιος Κωλέττης είναι ερωτευμένος με τη γυναίκα του Παλάσκα, τη Μαρία. Τη θέλει κοντά του. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Χρήστος Παλάσκας είναι ένα εμπόδιο στο δρόμο του.
Έτσι, αμέσως μόλις εγκαθίσταται στην Κόρινθο η Μαρία με τα παιδιά της, ο Κωλέττης στέλνει τον Παλάσκα στην Ρούμελη να «μιλήσει» με τον Ανδρούτσο, που έχει έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Άρειο Πάγο είχε δηλώσει την παραίτησή του χωρίς όμως να παραδώσει την αρχηγία του στρατεύματός του. Την ίδια στιγμή, όπως παραδέχονται ο Οικονόμου, ο Σπηλιάδης, ο Τρικούπης αλλά ακόμη και ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά τους ο Κωλέττης φροντίζει να φτάσουν στα αυτιά του Ανδρούτσου φήμες ότι οι δύο άνδρες έρχονται να τον συλλάβουν ή και να τον σκοτώσουν.
Στις 25 Μαΐου στη Δρακοσπηλιά οι άνδρες του Ανδρούτσου, εξαγριωμένοι, σκοτώνουν τον Χρήστο Παλάσκα και τον Αλέξη Νούτσο.
Το εμπόδιο για τον Κωλέττη έχει εκλείψει, ενώ ταυτόχρονα άλλος στόχος του, ο Ανδρούτσος περιέρχεται σε δυσμένεια στα μάτια πολλών συμπολεμιστών του με τις φήμες για τις δύο δολοφονίες να οργιάζουν.
Μετά τη δολοφονία του Παλάσκα, ο Κωλέττης πήρε υπό την προστασία του τη Μαρία, αν και δεν την παντρεύτηκε ποτέ, προστάτευε τα παιδιά της ως υιοθετημένα. Η ιστορία τους διατηρήθηκε ολοζώντανη, μέσα στο διήγημα «Ο φόνος (Χρονικό του 1831)».
Η Ανθούσα παντρεύτηκε το Γάλλο διπλωμάτη Αλέξανδρο Ρουζιού και έμεινε γνωστή για τη θορυβώδη παρουσία της στον εξώστη των συνεδριάσεων της Βουλής.
Λεωνίδας Παλάσκας
Ο Λεωνίδας Παλάσκας εκπαιδεύτηκε στο Γαλλικό Πολεμικό Ναυτικό, στη ναυτική σχολή της Βρέστης. Ήταν από τους πρώτους Έλληνες που πήραν επίσημη ναυτική ευρωπαϊκή ναυτική εκπαίδευση. Γυρίζοντας στην Ελλάδα, μετά την εκπαίδευσή του, του ανατέθηκε το πρώτο ναυτικό παιδευτήριο, η κατοπινή Σχολής Ναυτικών Δοκίμων.
Ακόμη και σήμερα όσοι υπηρετούν στο Ναυτικό περνούν από το Κέντρο Εκπαίδευσης Παλάσκας στο Σκαραμαγκά…
Κι έτσι, ακόμη και μ’ αυτόν τον περίεργο τρόπο, μέσα από τον γιο του, το όνομα του ήρωα που έσωσε τον Ανδρούτσο στη βουνόκλειστη Γραβιά και πέθανε εξαιτίας δολοπλοκίας, αφού άφησε την οικογένειά του στα χέρια του Κωλέττη στην Κόρινθο, επιβιώνει σε κάθε Ναύτη που εκπαιδεύεται για να υπερασπιστεί τα δίκαια της πατρίδας μας!