Ο πρώτος Έλληνας Ολυμπιονίκης που χάραξε την πορεία για να ακολουθήσουν πολλά μετάλλια προς τιμήν της χώρας. Το όνομά του μπορεί να έμεινε στην ιστορία αλλά ο ίδιος βρέθηκε στην απόλυτη ένδεια.
Η περιφερειακή λεωφόρος που κυκλώνει το Ολυμπιακό Στάδιο, έχει το όνομά του, η φορεσιά του με το σκούρο γιλέκο και την άσπρη φουστανέλα με την οποία νίκησε τον πρώτο και μοναδικό του αγώνα φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.
Ο Σπύρος Λούης ο πρώτος Έλληνας Ολυμπιονίκης ήταν και ο πρώτος που μπήκε στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, στον πρώτο Μαραθώνιο που πραγματοποιήθηκε, στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες που έλαβαν χώρα, υπό τις επευφημίες του πλήθους.
Ήταν 29 Μαρτίου (10 Απριλίου με το νέο Γρηγοριανό ημερολόγιο), ένα λεπτό πριν τις πέντε το απόγευμα.
Η Ελλάδα είχε έναν ακόμα ήρωα και ο κόσμος πανηγύριζε έξαλλα, ανάμεσα στο λαό και ο Βασιλιάς Γεώργιος και ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος, που έσπευσε να τον προϋπαντήσει.
Η διαδρομή του είχε ξεκινήσει 2 ώρες 58 λεπτά και 50 δεύτερα νωρίτερα από τον Μαραθώνα, μαζί άλλους 16 αθλητές, 12 Έλληνες και 4 ξένους.
Ο σύγχρονος Φειδιππίδης, ήταν ο πρώτος σε ένα άθλημα που είχε μπει μόλις εκείνη τη χρονιά στους Αγώνες, μια ιδέα του Γάλλου Μισέλ Μπρεάλ που εντυπωσιασμένος από το κατόρθωμα του αρχαίου Έλληνα αγγελιοφόρου θέλησε να το αναβιώσει.
Λένε σήμερα, ότι ο Λούης έτρεξε για τα μάτια μιας γυναίκας, καθώς μέχρι τότε δεν είχε καμία σχέση με τον αθλητισμό.
Γιος νερουλά από το Μαρούσι, ο Σπύρος Λούης γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου του 1873 από τον Θανάση και την Καλομοίρα, σε μια φτωχική οικογένεια, στα αγροτικά τότε βόρεια προάστια και το μόνο μέλημα του ήταν πως θα βοηθούσε τον πατέρα του κουβαλώντας νερό, σε μια εποχή που δεν υπήρχε κεντρικό σύστημα ύδρευσης στην πρωτεύουσα.
Το δύσκολο μεροκάματο ήταν αυτό που τον έκανε να έχει ταχύτητα και αντοχή.
Έτσι ο συνταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος που ήξερε την αντοχή και τη φυσική δύναμη του Λούη από τον στρατό τον κάλεσε να πάρει μέρος στους αγώνες.
Ο Λούης δέχτηκε για να δοκιμάσει την τύχη του αλλά και για να μπορέσει να παντρευτεί την Ελένη Κόντου, στης οποίας την οικογένεια θα παρουσιαζόταν αλλιώς, όχι ως μεροκαματιάρης νερουλάς.
Μετά τη νίκη του την παντρεύτηκε και μαζί της απέκτησε τρεις γιους, τον Παναγιώτη, τον Γιώργο και τον Νίκο.
Ο Λούης ήταν καλά προετοιμασμένος για τον αγώνα, άλλωστε σε όλη του την ζωή μέχρι τότε άλλωστε περπατούσε ή έτρεχε δίπλα στον γάιδαρο του, διασχίζοντας την μεγάλη απόσταση Μαρούσι -Αθήνα (μέχρι και 4 φορές την ημέρα), προμηθεύοντας με νερό τα πλούσια σπίτια των Αθηνών.
Στον αγώνα κατόρθωσε και έβγαλε "νοκ αόυτ" όλους τους αντιπάλους του, τον Γάλλο Αλμπέν Λερμιζιό και τον Αυστραλό Έντγουιν Φλακ που εγκατέλειψαν και δεν μπόρεσαν να τερματίσουν.
Το δώρο που ζήτησε ο Λούης ήταν τα εφόδια της δουλειάς του, αυτά λένε ζήτησε από τον βασιλιά όταν τον ρώτησε τι θέλει για τη νίκη του.
«Ένα γαιδαράκο να με βοηθάει με το κουβάλημα του νερού».
Και ένα κάρο.
Όλα τα υπόλοιπα δώρα λέγεται πως τα αρνήθηκε.
Το ότι κάλυψε τη διαδρομή του Μαραθωνίου σε λιγότερες από τρεις ώρες την απόσταση και να χαρίσει στους Έλληνες το πρώτο τους χρυσό μετάλλιο ήταν ένας άθλος.
Πάραυτα ο Λούης δεν έτρεξε ποτέ ξανά, αλλά αντίθετα έζησε το υπόλοιπο της ζωής του ήρεμα με την οικογένεια του, στο Μαρούσι, συνεχίζοντας να εργάζεται ως νερουλάς, αγρότης και αργότερα ως αστυνομικός.
Τα κουτσομπολιά που δεν αποδείχτηκαν ποτέ έλεγαν ότι ο Λούης έκοψε δρόμο.
Αυτά ειπώθηκαν κυρίως μετά την απόφασή του να αποσυρθεί.
Όμως για το φίλαθλο κοινό είναι ακόμα και σήμερα ένας ισχυρός μύθος.Στο Βερολίνο, το 1936
Από τις αλησμόνητες σελίδες της ζωής του είναι αυτή - το καλοκαίρι του 1936, όταν προσκλήθηκε από τον ίδιο τον Φύρερ της Ναζιστικής Γερμανίας, Αδόλφο Χίτλερ, να παραβρεθεί στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου στην 1η Αυγούστου.
Ο Λούης συναντήθηκε και φωτογραφήθηκε με τον Χίτλερ, προσφέροντας του ένα κλαδί ελιάς, πανάρχαιο σύμβολο της ειρήνης και τόσο απαραίτητο σε μια Ευρώπη που ήδη ένιωθε την προπολεμική ένταση από την άνοδο των Ναζί στην εξουσία.
Ο Λούης ήταν ο μόνος από την εθνική μας ομάδα που δεν σήκωσε το χέρι του στον Φυρερ κατά τον γνωστό ναζιστικό χαιρετισμό.
Πέθανε πάμφτωχος στις 26 Μαρτίου του 1940, λίγους μήνες πριν την κήρυξη του πολέμου μεταξύ της Ελλάδας και της Ιταλίας