Το πρωτοσέλιδο των «ΝΕΩΝ» της 3ης Σεπτεμβρίου 1984, αναγγέλλει την είδηση του χαμού του με τον τίτλο «Ο ΛεβεντοΜάνος μας έφυγε…»
«Ο Μάνος Κατράκης, ο ΛεβεντοΜάνος, απόσωσε χτες την κλεψύδρα της ζωής του, σβήνοντας στο νοσοκομείο “Αλεξάνδρα” στις 4.30 το απόγευμα. Ήταν 75 χρονών.
»Παλεύοντας 6 μήνες με το θάνατο, κατάφερνε να του ξεφύγει κάθε τόσο, για λίγο όμως, καθώς ο καρκίνος τον χτύπησε στο συκώτι.
»Τον είπαν και ήταν “η ζωντανή φωνή της Ρωμιοσύνης”, ένας από τους 13 μεγαλύτερους Έλληνες ηθοποιούς της εποχής μας, μαζί με τον Μινωτή και τον Χορν, και ένας από τους κορυφαίους του αιώνα.
»Ακριβώς αυτόν τον αιώνα τον εικοστό, τον ήπιε σε όλες του τις μεγάλες στιγμές. Είναι γνωστό το Μακρονησιώτικο ΟΧΙ του Κατράκη και γνωστή η ιδεολογική του συνέπεια προς το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
»Μέτρησε δεκαπέντε χιλιάδες μερόνυχτα πάνω στη σκηνή, ώσπου το θέατρο έγινε ένα με το πετσί του.
»Στην υπέροχη διαστολή της 75χρονης ζωής του, ήταν ένας σταλακτίτης ελπίδας για τον άθλιο κόσμο μας.
»Η σορός του Μάνου Κατράκη θα εκτεθεί από σήμερα το μεσημέρι για λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης. Η κηδεία του θα γίνει αύριο το απόγευμα, στις 5, στο Α’ Νεκροταφείο. Ο Μάνος Κατράκης θα κηδευτεί δημοσία δαπάνη.
Τη χρονιά εκείνη ο Μάνος Κατράκης σχεδίαζε να γιορτάσει τα 75α γενέθλιά του στο Ηρώδειο με το έργο του Σαίξπηρ «Βασιλιάς Ληρ», καθώς και τη συμπλήρωση 30 χρόνων από την ίδρυση του «Ελληνικού Λαϊκού Θεάτρου».
Το θέατρό του αυτό «στέγασε στη μακρά και κοπιώδη, όσο και φωτεινή, καλλιτεχνική του πορεία, τα επιτεύγματα αλλά και τα απραγματοποίητα όνειρά του».
Τα πρώτα βήματα
«Γεννημένος το 1909 στο Καστέλι Κισσάμου της Κρήτης, είχε έρθει μικρός ακόμη στην Αθήνα με τη χήρα μητέρα του, που αγωνιζόταν στη βιοπάλη για να ζήσει τέσσερα παιδιά.
»Πρωτοβγήκε στο θέατρο το 1928 (…). Εντυπωσιακή η εμφάνισή του νέου ηθοποιού – ταλέντο, παράστημα, φωνή – κέρδισε την πρώτη μάχη και τον έφερε στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη (1929 – 1930), όπου έπαιξε «Ερωτόκριτο».
»Από τότε η άνοδός του υπήρξε ραγδαία για να κατακτήσει σύντομα πρώτη θέση στο καλλιτεχνικό στερέωμα της χώρας και τη μεγάλη αγάπη του κοινού.
Στα Αλβανικά βουνά και τον Εμφύλιο
«Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου βρέθηκε στην πρώτη γραμμή στα βουνά της Αλβανίας και συνέχισε να βρίσκεται αγωνιστής στο μέτωπο ως την εισβολή των Γερμανών. Αγωνιστής. Να ένας χαρακτηρισμός που αυτός και μόνο – με όλη τη σημασία του – θα έφτανε να χαρακτηρίσει το μεγάλο ηθοποιό.
»Στα ταραγμένα χρόνια της Κατοχής και του Εμφύλιου που ακουλουθούν, ο Μάνος Κατράκης παράλληλα με το θέατρο αγωνίζεται στην Εθνική Αντίσταση και βρίσκεται από τους πρώτους μαχητής στους λαϊκούς αγώνες. (…)
»Παίζει και αγωνίζεται ως το 1949 οπότε συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Μακρόνησο, όπου πέρασε και αυτός όπως τόσοι ανώνυμοι και επώνυμοι τότε, “του λιναριού τα πάθη” επί τέσσερα χρόνια. Αφέθηκε ελεύθερος το 1952 και αμέσως παίζει στον «Προμηθέα Δεσμώτη» με το Θυμελικό Θίασο. (…)
»Δεκάδες έργα και ρόλοι ζωντάνεψαν με τη θεία πνοή του. (…) Παράλληλα με το θέατρο, γύρισε πολλές κινηματογραφικές ταινίες που τον έφεραν κοντά στο πλατύ κοινό που τον περιέβαλε με μεγάλη αγάπη. (…)
Μία από τις σπουδαιότερες στιγμές στην καριέρα του, η συμμετοχή του, στον ρόλο του Αναγνώστη, στο Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη και του Μίκη Θεοδωράκη.
«Εκτός από τα πολλά βραβεία για τους ρόλους που ερμήνευσε, τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α’, Αργυρό Μετάλλιο Τιμής Πόλεως Αθηνών, με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1981) καθώς και με χρυσά μετάλλια πολλών δήμων και νομαρχιών της χώρας»
Λίγους μήνες μετά τον θάνατό του βγήκε στις αίθουσες η κινηματογραφική ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, στην οποία πρωταγωνιστούσε, «Ταξίδι στα Κύθηρα». Σε μια από τις πιο αξέχαστες σκηνές της ταινίας ο Μάνος Κατράκης απευθύνεται στον θάνατο. «Σε ακούω που έρχεσαι…»
Όταν ο Δημήτρης Χορν πληροφορήθηκε τον θάνατο του Μάνου Κατράκη είπε: «Χάνεται ένας φίλος, ένας συνάδελφος, ένας αγαπητός άνθρωπος και το μαθαίνω ξαφνικά. Τα όμορφα λόγια είναι περιττά».