Η δημοσκόπηση της GPO για τα parapolitika.gr διαρθρώθηκε σε δύο ερευνητικές ενότητες: Η πρώτη στο σύνολο του πληθυσμού κατέγραψε τους προβληματισμούς των πολιτών για τα ζητήματα της πανδημικής κρίσης, καθώς και τους πολιτικούς συσχετισμούς που διαμορφώνονται σε αυτή τη χρονική συγκυρία. Η δεύτερη ενότητα διερεύνησε τις εξελισσόμενες τάσεις στο μεγάλο και κυρίαρχο πολιτικό γεγονός της περιόδου: τις εσωκομματικές εκλογές στο Κίνημα Αλλαγής.
Μια διαδικασία που τοποθετεί το άλλοτε κραταιό κόμμα της Κεντροαριστεράς ξανά στο επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος και επηρεάζει, όπως θα δούμε στη συνέχεια, και τον πίνακα των εκλογικών επιδόσεων. Ξεκινώντας από τη μεγάλη εικόνα, διαπιστώνουμε ότι η υγειονομική κρίση αποτελεί σε αυτή τη φάση τη μεγαλύτερη ανησυχία των πολιτών σε ποσοστό 60,9%, ενώ ακολουθεί το ζήτημα της ακρίβειας με 17,6%.
Χαρακτηριστικό της σφοδρότητας του νέου πανδημικού κύματος είναι ότι στην αμέσως προηγούμενη δημοσκόπηση της GPO, τον Οκτώβριο, η ακρίβεια απασχολούσε εξίσου με την πανδημία τους πολίτες. Σε αυτή τη φάση και παρά τη μεγάλη ανησυχία που έχουν προκαλέσει οι ανατιμήσεις υπηρεσιών και προϊόντων, ο αυξανόμενος αριθμός των κρουσμάτων υπερκαλύπτει όλα τα υπόλοιπα θέματα και συνιστά το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα. Πρόβλημα για το οποίο οι πολίτες επιρρίπτουν πλέον τις ευθύνες σε ποσοστό 41,5% στους κυβερνητικούς χειρισμούς, που χαρακτηρίζονται από παλινωδίες και έλλειψη σχεδιασμού. Ακολουθούν ως αιτίες αύξησης των κρουσμάτων το χαμηλό ποσοστό εμβολιασμού, με 32%, και η μη ορθή τήρηση των μέτρων από τους πολίτες με 25,4%.
Η επιδείνωση της κατάστασης έχει ως αποτέλεσμα, παρ’ όλη την κριτική που ασκείται προς την κυβέρνηση, την ίδια στιγμή να επιδοκιμάζεται με ποσοστό 66,8% η απόφαση που δεν επιτρέπει σε ανεμβολίαστους πολίτες την πρόσβαση σε κλειστούς χώρους, όσο και το μέτρο περί μη ισχύος του πιστοποιητικού εμβολιασμού των ατόμων άνω των 60 ετών επτά μήνες μετά την έκδοσή του, σε ποσοστό 65,3%.
Οσον αφορά τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα του εμβολιασμού, οι πολίτες την κρίνουν αρνητικά σε ποσοστό 59,7%, γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί από την επαμφοτερίζουσα στάση και τη διγλωσσία ορισμένων στελεχών του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας φαίνεται να έχουν αντίκτυπο στη δημοσκοπική εικόνα της κυβέρνησης, που καταγράφει μικρές απώλειες, της τάξης του 1,2% σε σχέση με την έρευνα του Οκτωβρίου (από 35,5% στο 34,3% σήμερα), αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ, που από το 24,5% βρίσκεται στο 23,6%. Μεγάλος κερδισμένος, αυξάνοντας σημαντικά την επιρροή του, είναι το ΚΙΝ.ΑΛ., που, από το 7,1% της τελευταίας μέτρησης, βρίσκεται τη δεδομένη στιγμή στο 9,4%, εκμεταλλευόμενο τo momentum και τον επικοινωνιακό αντίκτυπο που δημιουργεί η εσωκομματική του διαδικασία.
Οι εκλογές στο Κίνημα Αλλαγής
Η διαδικασία ανάδειξης του νέου προέδρου στο ΚΙΝ.ΑΛ. αποτελεί σίγουρα την πιο αμφίρροπη εκλογική αναμέτρηση εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ενώ το πολιτικό, δημοσιογραφικό, αλλά και κοινωνικό ενδιαφέρον που προκαλεί καταδεικνύει την αναντιστοιχία της εκλογικής επιρροής του κόμματος με την ευρύτερη επιρροή στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας. Το μόνο που μπορούμε να πούμε με σχετική ασφάλεια είναι ότι πρόκειται για μια εκλογική αναμέτρηση δύο γύρων με τρεις πρωταγωνιστές. Κανείς όμως δεν είναι σε θέση, μία εβδομάδα πριν από τις εκλογές, να εκτιμήσει το δίδυμο του β’ γύρου, με τις διαφορές μεταξύ των κ. Λοβέρδου, Παπανδρέου και Ανδρουλάκη να είναι πολύ μικρές και οι ισορροπίες αναστρέψιμες. Ο κ. Λοβέρδος συνεχίζει να διατηρεί μικρό προβάδισμα, το οποίο διευρύνεται στο ευρύτερο εκλογικό σώμα, τη στιγμή που οι διαφορές μεταξύ Παπανδρέου - Ανδρουλάκη είναι επί της ουσίας ανύπαρκτες και καθιστούν οποιαδήποτε εκτίμηση απολύτως αδύνατη.
Στα σενάρια του β’ γύρου, η πιο αμφίρροπη αναμέτρηση είναι αυτή ανάμεσα στον κ. Λοβέρδο και τον κ. Ανδρουλάκη, με τον πρώτο να καταγράφει προβάδισμα στο ευρύτερο εκλογικό σώμα, το οποίο όμως ανατρέπει στους ψηφοφόρους του ΚΙΝ.ΑΛ. ο κ. Ανδρουλάκης. Στους άλλους πιθανούς συνδυασμούς, τόσο ο κ. Λοβέρδος όσο και ο κ. Ανδρουλάκης φαίνεται να επικρατούν του κ. Παπανδρέου, ο οποίος δυσκολεύεται να διευρύνει το εκλογικό του ακροατήριο πέραν των υποστηρικτών του. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι, αν η εκτίμηση για τη σύνθεση και τον αριθμό του εκλογικού σώματος στον α’ γύρο είναι δύσκολη, η υπόθεση εργασίας για το εκλογικό σώμα του β’ γύρου καθίσταται ακόμη δυσκολότερη, καθώς κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει τις δυναμικές που θα αναπτυχθούν μεταξύ των δύο διαδικασιών, τη θέση που θα πάρουν οι υπόλοιποι υποψήφιοι και τους διαμορφωμένους συσχετισμούς που θα προκύψουν από την κάλπη.
Στο σημείο αυτό να αναφερθεί μια χιλιοειπωμένη μεν, απαραίτητη δε παρατήρηση: Οι δημοσκοπήσεις σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν προβλέψεις, αλλά καταγραφή των τάσεων κατά την περίοδο υλοποίησής τους. Δεν αποτυπώνουν ειλημμένες αποφάσεις και βεβαιωμένα γεγονότα, αλλά προθέσεις σε μελλοντικό χρόνο, που είναι πιθανόν να αλλάξουν και να ανατραπούν. Καλό είναι λοιπόν να μην τους αποδίδονται ιδιότητες που δεν έχουν και που δεν αποτελούν επί της ουσίας αντικείμενο και ζητούμενο της ερευνητικής διαδικασίας.