H διμηνιαία περιοδική έκδοση MicroΜega φιλοξενεί στο τεύχος της που κυκλοφορεί άρθρο γνώμης του Sergio Cesaratto υπό τον τίτλο “Η γραβάτα του Τσίπρα. Ποιο το ηθικό δίδαγμα της ελληνικής κρίσης;”,, στο οποίο γίνεται ιστορική αναδρομή στην ελληνική κρίση χρέους από τις απαρχές της μέχρι την υιοθέτηση και του τρίτου πακέτου διάσωσης (2015) και επιχειρείται μια αποτίμηση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας και των δυνατοτήτων της σήμερα και στο άμεσο μέλλον, στη βάση της αντίληψης ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι όπως τα περιγράφουν όσοι υποστηρίζουν ότι “η Ελλάδα τα κατάφερε και σώθηκε” και ότι “αρχίζει να ξαναγίνεται κυρία του πεπρωμένου της”.
Μετά την ιστορική αναδρομή, το άρθρο φθάνει στις τελευταίες εξελίξεις για την ελληνική οικονομία, σημειώνοντας ότι την 23η Ιουνίου επετεύχθη μια νέα συμφωνία που προβλέπει νέα 10ετή παράταση του εξωτερικού χρέους με χρονολογία λήξης το 2033 χωρίς ελάφρυνση των επιτοκίων, μια πρακτική γνωστή ως ‘επέκταση και προσποίηση’ (κατά το αγγλικό ‘extend and pretend’) – ήτοι επέκταση των όρων αποπληρωμής και προσποίηση ότι το χρέος θα πληρωθεί – ή ως “kick-the-can-down-the-road”. “Τι υπάρχει λοιπόν για να το γιορτάζει κανείς εάν δεν έγινε μια πραγματική αναδιάρθρωση χρέους”, διερωτάται ο συντάκτης, καταγράφοντας τα θετικά στοιχεία (“sweeteners”, όπως τα αποκαλεί) της απόφασης για την έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα διάσωσης (: επιστροφή των 4,8 δις των τόκων που προέρχονται από τα ελληνικά ομόλογα στην κατοχή της ΕΚΤ από το 2010-11, αλλά υπό αυστηρούς όρους όπως επίτευξη σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων του προϋπολογισμού για δεκαετίες και πρόσθετες μεταρρυθμίσεις όπως περαιτέρω περικοπή των συντάξεων). Στο άρθρο σημειώνεται η άποψη του ΔΝΤ περί ‘mission impossible’ σε ό,τι αφορά τη διατήρηση δημοσιονομικών πλεονασμάτων (στο ύψος του 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και στο 2,2% του ΑΕΠ έως το 2060), στοιχείο που επί της ουσίας παγιώνει την παρουσία της τρόικας/των θεσμών στην Ελλάδα και την παραμονή της χώρας υπό επιτροπεία, όπως σχολιάζει το άρθρο.
.
Κατά τον αρθρογράφο, η Ελλάδα στην πραγματικότητα δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει το εξωτερικό της χρέος ούτε τώρα ούτε ποτέ και γι’ αυτό θα έχει μια θηλιά περασμένη στο λαιμό για δεκαετίες, ωσότου φθάσει να ζει με τους δικούς της πόρους, επομένως “είναι λάθος να λέγεται ότι η περίοδος χάριτος τής δίνει ανάσες”. Μπορούμε, διερωτάται, να περιμένουμε για το ελληνικό χρέος κάτι αντίστοιχο με ό,τι συνέβη μεταπολεμικά με το γερμανικό; Η αναμονή, απαντά, χρησιμεύει προκειμένου να κερδηθεί χρόνος ώστε το ελληνικό χρέος να καταστεί ανάξιο λόγου (σ.σ. “peanuts” στο κείμενο) για την Ευρώπη, όπως στο παρελθόν και το γερμανικό για τη Γερμανία, και έτσι να μπορεί να απαλειφθεί χωρίς διαμαρτυρίες από το εκλογικό σώμα, κάτι που ωστόσο δεν μπορεί να συμβεί πριν το 2033, καταδικάζοντας τη χώρα σε δημοσιονομική λιτότητα για τα επόμενα τουλάχιστον 15 έτη, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά
Το ηθικό δίδαγμα
“Υπό το φως μιας μακροπρόθεσμης ιστορικής προσέγγισης, η πρόσφατη ελληνική περίπτωση είναι εκείνη μιας μικρής χώρας η οποίο για (τουλάχιστον) τέταρτη φορά στους δύο αιώνες ανεξαρτησίας της προσέφυγε σε αδυναμία αποπληρωμής του εξωτερικού χρέους με αποπληθωριστικές συνέπειες στο εσωτερικό και απώλεια της εθνικής κυριαρχίας”. “Ένας εθνικός δρόμος προς την ανάπτυξη, χωρίς τη δημιουργία εξωτερικού χρέους, είναι σίγουρα δυνατός”, εκτιμά ο αρθρογράφος, “αλλά απαιτεί μια σειρά παραγόντων που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα: δίκαιους θεσμούς (όπως μια πολιτική τάξη κατάλληλη και προσανατολισμένη στην ανάπτυξη και επαρκή επίπεδα εκπαίδευσης), φυσικούς πόρους (που στην Ελλάδα δεν εκτείνονται μάλλον πολύ πέρα από τις φυσικές ομορφιές), εξωτερική βοήθεια”. Κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες, ισχυρίζεται, υπήρχαν σε κάποιες ασιατικές χώρες, που διέθεταν επιπλέον ένα ‘developmental State’, ήτοι μια εθνική αστική τάξη που οδηγεί την αναπτυξιακή προσπάθεια μέσω της κρατικής μηχανής) και μια ιδιαίτερη εξωτερική αμερικανική στήριξη που άνοιξε την αγορά στις εξαγωγές τους. Αντιθέτως η Ελλάδα, υποστηρίζει, “έχει αναπτύξει εντός του ευρώ λειτουργία συμπληρώματος στο γερμανικό μερκαντιλισμό, ο οποίος μέσω της ‘’vendor finance” χρηματοδοτούσε τη ζήτηση για τις δικές του εξαγωγές”.
“Η ιστορία αυτή επιβάλλει σε μια σκεπτόμενη Αριστερά να διαλογιστεί σχετικά με τους παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης, της ζήτησης όσο και της προσφοράς. Η Ευρώπη επιβάλλεται να σκεφτεί πιο αιχμηρές περιφερειακές πολιτικές ανάπτυξης, αφού αναλάβει την ευθύνη για ό,τι συνέβη, ευθύνη που δεν είναι μόνο ελληνική” σχολιάζει ο Cesaratto. “Όμως ποια Ευρώπη;” διερωτάται: “Τι είναι η Ευρώπη αν όχι ένα συμβούλιο αντιμαχόμενων και διαφιλονικούντων κρατών; Αυτός είναι ο κόσμος είτε μας αρέσει είτε όχι. Και αν ο κόσμος είναι άσχημος, καλό είναι να κυβερνάται λαμβάνοντας υπόψη την πραγματικότητα και θέτοντας τη φροντίδα για το ίδιο συμφέρον ως προϋπόθεση συμβιβασμού”. “Η Αριστερά”, καταλήγει ο αρθρογράφος, “ζει ωστόσο σε έναν παράλληλο κόσμο στον οποίο το αφήγημα είναι οι μύθοι του Αισώπου και γι’ αυτό είναι προορισμένη να εξαφανιστεί σε έναν κόσμο ενηλίκων”.