«Η σχέση Ελλάδας - Τουρκίας μπορεί και πρέπει να αναδειχθεί ως στοιχείο σταθερότητας για την ευρύτερη περιοχή. Παρά τις γνωστές διαφορές μας, αυτό είχε επιτευχθεί στο παρελθόν», αναφέρει ο πρώην πρωθυπουργός και βουλευτής του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Γιώργος Παπανδρέου, σε άρθρο του στην Καθημερινή της Κυριακής ενόψει της επίσκεψης του Ταγίπ Ερντοιγάν στην Αθήνα την Πέμπτη.
Επικαλείται τη συνεργασία του ιδίου ως υπουργού Εξωτερικών με τον Τούρκο ομόλογό του, Ισμαήλ Τζεμ στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή όταν επισκέφθηκαν τον τότε Ισραηλινό πρωθυπουργό, Αριέλ Σαρόν και τον αρχηγό της Παλαιστινιακής Αρχής, Γιάσερ Αραφάτ, σε μια από τις χειρότερες μεταξύ τους εντάσεις.
Ο κ. Παπανδρέου υπενθυμίζει τη συμφωνία στο Ελσίνκι και τις συμφωνίες που υπογράφηκαν ακολούθως ανάμεσα στις δύο χώρες και την προσπάθεια να βρεθεί κοινή πορεία επίλυσης των θεμάτων που χώριζαν τις δύο χώρες σε διμερές επίπεδο. «Όσα αρχίσαμε και πετύχαμε με την ελληνο-τουρκική προσέγγιση του 1999 και συνεχίστηκαν με κάποια βήματα από επόμενες κυβερνήσεις, αποτελούν μια σημαντική παρακαταθήκη για το μέλλον. Φτάσαμε κοντά και στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και του Κυπριακού, αλλά πολιτικές συγκυρίες, όπως της αλλαγής κυβερνήσεων, ουσιαστικά σταμάτησαν αυτήν την πορεία», επισημαίνει ο Γιώργος Παπανδρέου, ενω σημειώνει ότι επτά χρόνια μετά το τελευταίο Συμβούλιο Συνεργασίας, στις 7 Δεκεμβρίου, η Αθήνα θα υποδεχτεί ξανά τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για μια νέα συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας - Τουρκίας.
«Παρόμοιες επισκέψεις ούτε εύκολες είναι ούτε δίνουν αυτομάτως λύσεις. Ακούγονται ακόμη και φωνές άρνησης μιας επίσκεψης. Μάλλον υποδηλώνουν αδυναμία και φόβο. Η εμπειρία μου λέει ότι ο διάλογος έχει πολλές θετικές επιπτώσεις. Οι θέσεις μας είναι δίκαιες, οι "κόκκινες" γραμμές γνωστές, αλλά πρέπει και να εκφράζονται σαφώς και συνεχώς», τονίζει και συμπληρώνει ότι ο διάλογος βοηθά στον καθορισμό πραγματικών προβλημάτων και στην αποφυγή φαντασιακών εκτιμήσεων, επηρεαζόμενων από δημόσια ξεσπάσματα. Σύμφωνε με τον πρώην πρωθυπουργό, μπορεί να οδηγήσει στην κατανόηση πραγματικών φόβων αλλά και στον προσδιορισμό κοινών συμφερόντων, εθνικών και γεωπολιτικών. Ο ειλικρινής διάλογος αποκαλύπτει τις προθέσεις και τα όρια κάθε πλευράς. Ακόμα και αν διαφαίνεται αδιέξοδο, ο διάλογος μπορεί να οδηγήσει σε ένα πρόσωρινό "modus vivendi", με ελπίδα για μελλοντική επίλυση διαφορών σε νέες συνθήκες. Παράδειγμα, το ζήτημα εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σε λίγα χρόνια θα είναι μικρής ή άνευ σημασίας ζήτημα λόγω υποχρεωτικής μετάβασης σε άλλες πηγές ενέργειας».
Ο κ. Παπανδρέου υποστηρίζει ότι «η επίτευξη μιας θετικής ατζέντας απαιτεί ώριμη προσέγγιση και ελεύθερη από εξωτερικές πιέσεις. Απαιτεί καλή προετοιμασία και εθνική συνεννόηση. Μόνο έτσι μπορούμε να οικοδομήσουμε μια βιώσιμη και ειρηνική σχέση που θα αντέχει στο χρόνο. Απαραίτητη προϋπόθεση, ο αμοιβαίος σεβασμός μεταξύ των δύο πλευρών».
Θεωρεί πως η αποφυγή υπερπτήσεων στο Αιγαίο τον τελευταίο καιρό αποτελεί ένα θετικό δείγμα, που βέβαια, δεν αρκεί και καταλήγει: «Ο Ταγίπ Ερντογάν σε ομιλία του το 2010, είπε: "Ξοδεύτηκαν η ενέργεια και η ελπίδα της χώρας μας στο όνομα των φανταστικών εχθρών. Η Τουρκία ασχολήθηκε επί χρόνια με τους φανταστικούς εχθρούς που κατασκευάστηκαν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό" αντί να ασχοληθεί με "το κυριότερο, το ανθρώπινο δυναμικό της, τους νέους, δηλαδή το μέλλον της". Θα πρόσθετα σε αυτήν την αναφορά του: στην εξωτερική πολιτική εύκολα γκρεμίζεις, δύσκολα χτίζεις».