Ο λόγος για τη συμφωνία μεταξύ της ισραηλινής Elbit Systems σύμφωνα με το newsbomb.gr και της ελληνικής κυβέρνησης για το Διεθνές Κέντρο Αεροπορικής Εκπαίδευσης της Πολεμικής Αεροπορίας στην Καλαμάτα.
Η ισραηλινή εταιρεία εμφανίσθηκε από το «πουθενά» το καλοκαίρι του 2020 και πατώντας σε μια εκτάκτως συνομολογηθείσα Διακρατική Συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και του Κράτους του Ισραήλ πήρε το έργο για 20 χρόνια, χωρίς διεθνή διαγωνισμό, «μειοδοτώντας» στα χαρτιά με προσφορά 1,375 δισ. ευρώ ή 68,5 εκατ. ευρώ ανά έτος. Και το ότι η μειοδοσία ήταν προσχηματική διαφάνηκε μόλις σε διάστημα τεσσάρων μηνών, καθώς από το Δεκέμβριο του 2020 , οπότε ανακοινώθηκε πως η Elbit Systems θα είναι ο ανάδοχος του έργου έως τον Απρίλιο του 2021, οπότε λογιστικοποιήθηκε από το υπουργείο Οικονομικών η ανάληψη υποχρέωσης της δαπάνης για το διάστημα έως το 2042 το συνολικό ποσό αυξήθηκε κατά 35% στο 1,85 δισ. ευρώ!
Η ανθρωπογεωγραφία των μεσαζόντων που έστησαν το deal από την ελληνική και ισραηλινή πλευρά, γεννά ερωτηματικά για τη φύση της συμφωνίας και κυρίως για το ποιες εταιρείες θα εισπράξουν εκτός Ελλάδας τα ποσά που προκύπτουν από τις υπερτιμολογήσεις της τελευταίας στιγμής.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Η ανάγκη για αναβάθμιση των μέσων εκπαίδευσης των Ελλήνων πιλότων μαχητικών αεροσκαφών οδήγησε το 2018 το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας (ΓΕΑ) στην έναρξη συζητήσεων με την καναδική εταιρεία CAE (Canadian Aviation Electronics Ltd) για την ανάπτυξη ενός προγράμματος που δεν θα εστιάζει μόνον στην εκπαίδευση των στελεχών της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, αλλά το οποίο θα καταστήσει το κέντρο εκπαίδευσης της Καλαμάτας Διεθνές Εκπαιδευτικό Κέντρο Πιλότων, με απτά οφέλη για την ελληνική πλευρά.
Το σχέδιο που είχε τεθεί προς επεξεργασία και συζήτηση αφορούσε στην παροχή υπηρεσιών για 20 έτη μέσω χρηματοδοτικής μίσθωσης. Σχηματικά, η Ελλάδα θα δεσμευόταν να παραχωρήσει όλο το έργο της πτητικής εκπαίδευσης των Ελλήνων πιλότων στην Canadian Aviation Electronics και θα αγόραζε από εκείνη ώρες πτήσεων. Η εταιρεία με τη σειρά της θα έπρεπε να προσφέρει τον απαιτούμενο εξοπλισμό, τους εκπαιδευτές και θα αναλάμβανε να συντηρεί τα αεροσκάφη νέου τύπου με τα οποία θα εκπαιδεύονταν οι ίκαροι. Με δεδομένο ότι η εκπαίδευση ενός πιλότου σε μαχητικά αεροσκάφη κοστίζει περί τα 2,5 εκατ. ευρώ έκαστος, η Πολεμική Αεροπορία υπολόγιζε πως θα μπορούσε με αυτό τον τρόπο να ικανοποιήσει όλες τις ανάγκες της για τα επόμενα 20 χρόνια με ένα κόστος 70 εκατ. ευρώ ανά έτος και ταυτόχρονα να έχει έσοδα περί τα 25 εκατ. ευρώ ετησίως από την πώληση θέσεων εκπαίδευσης σε ικάρους ξένων χωρών. Έτσι, το όφελος δεν θα ήταν μόνο οικονομικό. Η εκπαίδευση πιλότων από ξένες χώρες στην Καλαμάτα θα προσέθετε ακόμη περισσότερο κύρος στην ήδη διεθνώς αναγνωρισμένη ελληνική Πολεμική Αεροπορία και θα αναβάθμιζε περαιτέρω τον ρόλο των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στην περιοχή της Μεσογείου.
Η συμφωνία με την Canadian Aviation Electronics δεν μπόρεσε να κλείσει στο διάστημα 2018-2019 αφενός λόγω των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η χώρα, αφετέρου λόγω της κυβερνητικής αλλαγής. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν άφησε το έργο στα χαρτιά. Στις αρχές του καλοκαιριού 2020 έφερε την Elbit στο διαγωνισμό και «καπέλωσε» τη στρατιωτική ηγεσία. Γιατί ; Οι μεσάζοντες της ισραηλινής εταιρείας δεν είχα track record σε ανάλογου μεγέθους έργα και δεν μπορούσαν να συγκριθούν με την Canadian Aviation Electronics, που λειτουργεί το μοναδικό εκτός ΗΠΑ Κέντρο Εκπαίδευσης Πιλότων πιστοποιημένο κατά ΝΑΤΟ και είναι η μόνη πρόταση που θα μπορούσε να εξασφαλίσει την πιστοποίηση Διεθνούς Κέντρου Αεροπορικής Εκπαίδευσης στα πρότυπα της Ατλαντικής Συμμαχίας, εξασφαλίζοντας την απόκτηση διεθνών πελατών.
Δεν είναι τυχαίο πως από το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας ο φάκελος της Elbit Systems θεωρήθηκε εξαρχής μη επαρκής και πως δεν προσφέρει τα απαραίτητα εχέγγυα. Ωστόσο, η πρόταση της Elbit, που «πατούσε» εν πολλοίς στα όσα είχε ήδη προτείνει η CAE, στηρίχθηκε από το Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο έκανε και ένα «στρατηγικό» ελιγμό. Ενέταξε τη συμφωνία υπό την ομπρέλα Διακρατικής Συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και του Κράτους του Ισραήλ.
Στην ουσία οι δύο προσφορές ήταν πανομοιότυπες. Οι Καναδοί πρότειναν την αντικατάσταση των Τ-2Ε Buckeye με ένα στόλο από νέα αεροσκάφη Jet M-346 της Ιταλικής Leonardo, με ικανότητα παραγωγής πολλών ωρών πτήσης ετησίως ικανών για την εγκαθίδρυση Διεθνούς Κέντρου Αεροπορικής Εκπαίδευσης. Το προτεινόμενο από αυτούς πρόγραμμα περιελάμβανε επίσης παράλληλη συντήρηση και αποκατάσταση αεροσκαφών Τ-6A Texan, εξομοιωτές για τη βελτίωση της εκπαίδευσης εδάφους, παροχή ανταλλακτικών και βέβαια εκπαίδευση των τεχνικών και εκπαιδευτών της Πολεμικής Αεροπορίας. Η CAE υποστήριζε πως είναι σε θέση όχι μόνο να προχωρήσει σε γρήγορη παράδοση των M-346, αλλά και να προσφέρει υπηρεσίες εκπαίδευσης στην Πολεμική Αεροπορία από την πρώτη ημέρα της υπογραφής της σύμβασης. Όλα αυτά έναντι 1,2 δισ. ευρώ για σύμβαση 20 ετών.
Η Elbit Systems προσέφερε ένα πακέτο που περιλάμβανε συντήρηση των μονοκινητήριων αεροσκαφών Τ-6A Texan, νέο εκπαιδευτικό αεροσκάφος προκεχωρημένης εκπαίδευσης (πιθανότατα το M-346, που προσφέρουν οι Καναδοί), προσομοιωτές πτήσης, πακέτο ανταλλακτικών για συγκεκριμένες ώρες πτήσης ετησίως, αλλά και εκπαίδευση τεχνικών και των εκπαιδευτών της Πολεμικής Αεροπορίας στον νέο τύπο αεροσκάφους που θα αντικαταστήσει το T-2. Το οικονομικό τίμημα της πρότασης αυτής ήταν 1,375 δισ. ευρώ για σύμβαση 20 ετών.
Υπερτιμολογήσεις από το «παράθυρο»
Η δημιουργία Διεθνούς Εκπαιδευτικού Κέντρου Πτήσεων στην Καλαμάτα με χρηματοδοτική μίσθωση, μπήκε προς συζήτηση στην Ειδική Διαρκή Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων της Βουλής στις 21 Δεκεμβρίου 2020. Σε εκείνη τη συνεδρίαση ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος εισηγήθηκε την έγκριση της αναγκαιότητας-σκοπιμότητας του προγράμματος, την υλοποίηση του με χρηματοδοτική μίσθωση και με σύναψη διακρατικής συμφωνίας με την κυβέρνηση του Ισραήλ και τη χρηματοδότηση του προγράμματος ύψους 1, 375 δισ. ευρώ, για τα 20 έτη λειτουργίας του Κέντρου.
Σε εκείνη τη συνεδρίαση οι βουλευτές της αντιπολίτευσης μέλη της Επιτροπής αντέδρασαν, επισημαίνοντας την προχειρότητα της εισήγησης και τα ελλιπή στοιχεία, έθεσαν ερωτήματα τα οποία δεν απαντήθηκαν επί της ουσίας, ζήτησαν αναβολή της Συνεδρίασης και σύνταξη νέας αναλυτικής και αξιόπιστης Εισήγησης και βέβαια διατύπωσαν αρνητική γνώμη, για την Εισήγηση εκείνης της συνεδρίασης. Τέλος, ζήτησαν με επίταση, όποια και να είναι η απόφαση της Επιτροπής, το τελικό σχέδιο της Σύμβασης πριν υπογραφεί, να τεθεί υπόψη της, για τελική διατύπωση γνώμης, καθόσον στην προαναφερθείσα Συνεδρίαση δεν παρουσιάστηκε Σχέδιο Σύμβασης. Τελικά τίποτα από, όλα αυτά δεν έγιναν. Αντιθέτως τρείς εβδομάδες μετά ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπέγραψε στο Τελ Αβίβ αμυντική συμφωνία με τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου.
Επισήμως η στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδος και του Ισραήλ συνομολογήσαν την ανάπτυξη του Διεθνούς Κέντρου Αεροπορικής Εκπαίδευσης της Πολεμικής Αεροπορίας στην Καλαμάτα τρεις μήνες μετά, τον Απρίλιο του 2021. Και στα μέσα Απριλίου έγινε η μεγάλη αποκάλυψη: Σε δύο αποφάσεις του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Θόδωρου Σκυλακάκη που εκδόθηκαν στις 15/4/21 αποκαλύφθηκε πως το ετήσιο κόστος από τα 68,5 εκατ. ευρώ κατ’ έτος, εκτοξεύθηκε μέσα σε τέσσερις μήνες στα 92, 5 εκατ. ευρώ!
Πρόκειται για την απόφαση με Αριθμό Πρωτοκόλλου 64022 (ΑΔΑ: 93ΣΜΗ-ΥΙΠ) με την οποία εγκρίνεται η ανάληψη της πολυετούς δαπάνης 20 ετών και απο την οποία προκύπτει σημαντική συνολική επιβάρυνση του κόστους στα 1,647 δισ. ευρώ και για την απόφαση με Αριθμό Πρωτοκόλλου 64022 Α (ΑΔΑ: 90 ΩΜΗ-ΚΜΓ) για την πρόσθετη ανάληψη υποχρέωσης για την παραπάνω πολυετή δαπάνη, με την οποία προκύπτει πρόσθετη αύξηση των δαπανών για τη σύμβαση της τάξης των 202,647 εκατ. ευρώ την περίοδο 2021-2024.
Η εξέλιξη αυτή δείχνει πως ενώ η καναδέζικη CAE ήταν σε θέση όχι μόνο να προχωρήσει σε γρήγορη παράδοση των M-346, αλλά και να προσφέρει υπηρεσίες εκπαίδευσης στην Πολεμική Αεροπορία από την πρώτη ημέρα της υπογραφής της σύμβασης, οι Ισραηλινοί δεν είχαν την ίδια δυνατότητα. Αλλά αυτό που είναι το πλέον σοβαρό είναι το δημοσιονομικό κόστος από την εφαρμογή της συμφωνίας. Οι πληρωμές που προκύπτουν από τις παραπάνω αποφάσεις Θόδωρου Σκυλακάκη, είναι εξαιρετικά εμπροσθοβαρείς και αγγίζουν τα 600 εκατ. ευρώ την επόμενη τριετία.
Αν και επικοινωνιακά το έργο της ανάπτυξης του εκπαιδευτικού κέντρου «πουλήθηκε» ως δημοσιονομικά φιλικό με την επιβάρυνση κατ’ έτος να είναι 68,5 εκατ. ευρώ, ήτοι 205 εκατ. ευρώ στην τριετία, τελικά στην πράξη αποδεικνύεται δυσβάστακτο και ανέρχεται στα 600 εκατ. ευρώ περίπου, ήτοι σε τριπλάσια επίπεδα από τα αναμενόμενα.
Και το γεγονός ότι το 30% του υπερτιμολογημένου έργου θα καταβληθεί μέσα σε 36 μήνες δεν δικαιολογείται από τα τεχνικά δεδομένα (σ.σ. η Elbit θα εγκατασταθεί στις πάγιες εγκαταστάσεις της 120 Πτέρυγας Εκπαίδευσης Αέρος), αλλά δείχνει την αγωνία κάποιων να πληρωθούν όσο το δυνατόν πιο σύντομα.
Ο ρόλος μεσάζοντα
Γνώστες της υπόθεσης αναδεικνύουν το ρόλο που έχει διαδραματίσει ως μεσάζοντας των Ισραηλινών της Elbit, Έλληνας επιχειρηματίας , ο οποίος συνδέεται με το πρωθυπουργικό περιβάλλον.
Ο εν λόγω φέρεται να έχει σχέσεις με πρώην και νυν στελέχη των σωμάτων ασφαλείας και της στρατιωτικής ηγεσίας του Ισραήλ, τα οποία την τελευταία τριετία έχουν κάνει αισθητή την επιχειρηματική τους δραστηριοποίηση στην Ελλάδα, παραδόξως σε τομείς όπως ο τουρισμός, η φαρμακευτική κάνναβη και η εστίαση.
Κάποια από τα στελέχη αυτά έχουν παράσχει στο παρελθόν και υπηρεσίες διαμεσολάβησης σε πολιτικά στελέχη της τωρινής και της προηγούμενης κυβέρνησης και σε καταδικασθέντες ή κατηγορουμένους για μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα.