Η ΔΗΜΑΡ δεν συμμετέχει στο ΚΙΝΑΛ, οριστικά με απόφαση της Κεντρικής της Επιτροπής και με καθαρή πλειοψηφία.
Mε πλειοψηφία, 37 ψήφους υπέρ (ποσοστό 65%), ψηφίστηκε η εισήγηση του προέδρου της ΔΗΜΑΡ, στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής της ΔΗΜΑΡ, ενώ 19 ψήφους έλαβε το κείμενο της μειοψηφίας και υπήρξε και 1 «παρών».
Στην εισήγηση του προέδρου της ΔΗΜΑΡ Θανάση Θεοχαρόπουλου τονίζεται μεταξύ άλλων ότι «η επιδίωξη της ΔΗΜΑΡ να δώσει τις επόμενες πολιτικές μάχες μέσα από το ΚΙΝΑΛ ακυρώθηκε. Η Εκτελεστική Επιτροπή, στις 22 Ιανουαρίου, ουσιαστικά έκανε τη "διαπιστωτική πράξη" ενός ήδη συντελεσμένου γεγονότος από τις 20 Ιανουαρίου. Στο πλαίσιο αυτό, ήταν και είναι αυτονόητη και η αποχώρηση των στελεχών μας από το ΚΙΝΑΛ, την Κεντρική Πολιτική Επιτροπή του ΚΙΝΑΛ, από τους Τομείς Πολιτικής και από ψηφοδέλτια των βουλευτικών εκλογών. Η ΔΗΜΑΡ έχει τεθεί εκτός ΚΙΝΑΛ, δεν συμμετέχει πλέον στο ΚΙΝΑΛ».
Στο κείμενο της μειοψηφίας αναφέρεται ότι η ΔΗΜΑΡ οφείλει να συνεχίσει μέσα από το ΚΙΝΑΛ «και να αγωνιστούμε για ένα ουσιαστικό Συνέδριο που θα δημιουργήσει προϋποθέσεις ώσμωσης μεταξύ των μελών του κόμματος και αναγέννησης του χώρου σε πολιτική και ιδεολογική βάση. Αναμένουμε αυτό το Συνέδριο να οδηγήσει στη δημιουργία ενός πολυτασικού κόμματος με σεβασμό στην ύπαρξη πλειοψηφιών και μειοψηφιών» και υπογραμμίζεται ότι «οποιεσδήποτε άλλες πολιτικές επιλογές όπως αυτή για μια "νέα αρχή" -περιορισμένη στο χώρο της Ανανεωτικής Αριστεράς- δεν "επικοινωνεί" με τις πραγματικές διαθεσιμότητες στην κοινωνία και είναι καταδικασμένες σε αποτυχία».
Η απόφαση της Κ.Ε.:
“Σε λίγες εβδομάδες αναμένεται να πραγματοποιηθεί η προγραμματισμένη έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και για πρώτη φορά μία μεγάλη χώρα – μέλος θα αποχωρήσει από τη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια. Το Brexit αποτελεί αναμφίβολα μια αρνητική εξέλιξη, από την οποία θα επηρεαστεί και η χώρα μας. Όμως, ο κίνδυνος μιας γενικότερης αποσύνθεσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, λόγω της ανόδου αντιευρωπαϊκών, λαϊκίστικων, δήθεν αντισυστημικών και ακροδεξιών δυνάμεων, είναι προφανής. Και οι ευρωεκλογές του Μαΐου είναι ιδιαίτερα κρίσιμες για το εάν θα επεκταθεί αυτή η άνοδος ή θα ανατραπεί.
Με ορίζοντα τις ευρωεκλογές, αποτελεί επιτακτική ανάγκη να ξανακάνουμε την Ευρώπη ελκυστική. Η συζήτηση που έχει ανοίξει για κοινό προϋπολογισμό της ευρωζώνης είναι σε θετική κατεύθυνση, αλλά δεν αρκεί. Χρειάζονται ταχύτερα και πιο τολμηρά βήματα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αλλάξει για να υπάρξει με προοπτική. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι τώρα περισσότερο αναγκαία σε όλους τους τομείς, για μία δημοκρατική Ευρώπη που θα έχει ως συλλογικό όραμα έναν κόσμο ισότητας και ελευθερίας, που θα δίνει τη μάχη της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητάς της, με σταθερή στόχευση για μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, θα αντιπαρατίθεται αποφασιστικά στον εθνικισμό, τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία, θα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τα προβλήματα των μεταναστών, του προσφυγικού και της ασφάλειας και θα στοχεύει ξεκάθαρα στην πολιτική της ενοποίηση.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού οι εξελίξεις είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές. Η Βενεζουέλα αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή ανθρωπιστική και θεσμική κρίση. Ο κίνδυνος του εμφυλίου πολέμου είναι πλέον ορατός μετά τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων σημαντικής μερίδας του λαού από το αυταρχικό καθεστώς του Μαδούρο. Ο Πρόεδρος της Βενεζουέλας στερείται δημοκρατικής νομιμοποίησης μετά από τις ευρέως αμφισβητούμενες προεδρικές εκλογές του Μαΐου 2018, τις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αναγνώρισε ως νόμιμες. Αντιθέτως, η Ε.Ε. έχει αναγνωρίσει την Εθνοσυνέλευση ως το μόνο νόμιμο θεσμό της χώρας. Συντασσόμαστε απολύτως με τις δηλώσεις της Ευρωπαίας Επιτρόπου Εξωτερικών, της κ. Μογκερίνι, για εξεύρεση ειρηνικής και δημοκρατικής λύσης, που μεταφράζεται σε διαμεσολάβηση, πιέσεις και μέτρα για ελεύθερες εκλογές, χωρίς στρατιωτικές επεμβάσεις και χωρίς διχασμό της διεθνούς κοινότητας με τη μια ή την άλλη πλευρά και την αποφυγή με κάθε τρόπο μιας αιματηρής εμφύλιας διαμάχης. Η πρωτοβουλία της Ε.Ε. για την άμεση συγκρότηση μιας διεθνούς ομάδας επαφής είναι ένα ελπιδοφόρο βήμα που επιβεβαιώνει τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να παίξει η Ευρώπη ως ήπια, μετριοπαθής και ειρηνική δύναμη στη διεθνή σκηνή. Η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί άλλο να «κλείνει τα μάτια» μπροστά σε ένα αυταρχικό καθεστώς που καταπατά βάναυσα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές ελευθερίες. Όφειλε και οφείλει να το καταδικάσει. Εμείς από την πλευρά μας στηρίζουμε τις προσπάθειες για επιτυχή μετάβαση στη Δημοκρατία.
Όσον αφορά τα κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας, η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το ελληνικό κοινοβούλιο αποτέλεσε μια θετική εξέλιξη για την ειρήνη και τη φιλία ανάμεσα στις δύο χώρες, για την ευρωπαϊκή προοπτική της γειτονικής χώρας και τη σταθερότητα στα Δυτικά Βαλκάνια. Η κύρωση του πρωτοκόλλου προσχώρησης στο ΝΑΤΟ ήταν το επόμενο και επίσης σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, εν αναμονή και του τελευταίου τυπικού βήματος για την αλλαγή του ονόματος της γειτονικής χώρας με τη ρηματική διακοίνωση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών για την ολοκλήρωση και των δύο διαδικασιών. Η σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, erga omnes, με συνταγματική αναθεώρηση, είναι πλέον γεγονός.
Δεν πρόκειται για μια «συμφωνία υποταγής», όπως υποστήριξε την Παρασκευή στη Βουλή η Πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής με μια ρητορική κομμάτων από άλλες πτέρυγες της Βουλής, μακριά από τις αρχές και τις θέσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Αντίθετα, η μη λύση του ζητήματος θα οδηγούσε στη de facto μονοπώληση του ονόματος «Μακεδονία» από τη γειτονική χώρα, καθώς ήδη 140 και πλέον χώρες την είχαν αναγνωρίσει ως «Μακεδονία». Αυτό πλέον αλλάζει και θα την αναγνωρίσουν ως «Βόρεια Μακεδονία».
H ΔΗΜΑΡ έμεινε σταθερή στην υπεύθυνη στάση επίλυσης του Μακεδονικού, που από την πρώτη στιγμή κράτησε σε αυτό το κρίσιμο εθνικό θέμα. Βάλαμε πάνω από όλα το εθνικό συμφέρον. Δεν λογαριάσαμε το πολιτικό και προσωπικό κόστος. Όπως ακριβώς πορευόμαστε όλα αυτά τα χρόνια. Χωρίς ετεροκαθορισμούς και μικροκομματικές στοχεύσεις. Με βάση τις θέσεις της ανανεωτικής αριστεράς και της σύγχρονης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Με τη στάση μας ταχθήκαμε καθαρά απέναντι στην κυβέρνηση και υπέρ της επίλυσης του Μακεδονικού. Η κυβέρνηση δεν έχει την εμπιστοσύνη μας για την ασκούμενη πολιτική της. Η θέση μας αυτή είναι σταθερή. Καταψηφίσαμε στη διαδικασία της ψήφου εμπιστοσύνης. Το ίδιο ακριβώς είχαμε πράξει και τον Ιούνιο του 2018, υπερψηφίζοντας την πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, αλλά και πριν δύο μήνες καταψηφίζοντας τον προϋπολογισμό, καθώς αυτή η κυβέρνηση ασκεί μια πολιτική που δεν βγάζει τη χώρα από την κρίση.
Δεν είναι δυνατόν, όμως, τα μείζονα εθνικά θέματα να αντιμετωπίζονται υπό το πρίσμα ενός στείρου δικομματισμού. Όποιος δεν ψήφισε τη συμφωνία να θεωρείται ότι στηρίζει τη ΝΔ και όποιος την ψήφισε να θεωρείται ότι στηρίζει την κυβέρνηση και όχι την επίλυση ενός ζητήματος που μας ταλαιπωρεί περίπου τρεις δεκαετίες. Επιτέλους να επιστρέψει η κοινή λογική σε αυτό τον τόπο!
Αν και το Μακεδονικό κυριάρχησε στην επικαιρότητα, δεν πρέπει να υποτιμούμε καθόλου το κύριο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής για την χώρα μας, τις εντάσεις στα ανατολικά μας σύνορα και τις κινήσεις της Τουρκίας του Ερντογάν. Η επίσκεψη του Πρωθυπουργού στη γειτονική χώρα και η συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Τουρκίας δεν φαίνεται να έφερε κάποια πρόοδο στα ανοιχτά ζητήματα. Εξάλλου για την Ελλάδα δεν υπάρχουν διμερή θέματα. Ακόμα και τα ζητήματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της θεολογικής σχολής της Χάλκης δεν είναι σε καμιά περίπτωση αμιγώς ελληνοτουρκικά.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι πριν ακόμη αφιχθεί ο Έλληνας Πρωθυπουργός στην Τουρκία, ο Πρόεδρος Ερντογάν επικήρυξε τους οκτώ Τούρκους αξιωματικούς που βρίσκονται υπό καθεστώς ασύλου στη χώρα μας. Πρόκειται για ευθεία επίθεση του Τούρκου Προέδρου στα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τους δημοκρατικούς θεσμούς, με κορυφαίο την ανεξάρτητη δικαιοσύνη που έκρινε και αποφάσισε για την παροχή ασύλου. Και από αυτή την άποψη, ούτε εδώ πρόκειται για διμερές ζήτημα. Αφορά το σύνολο της Ευρώπης, των δημοκρατικών θεσμών της και των αποφάσεων της δικαιοσύνης που ο κ. Ερντογάν θεωρεί ότι μπορεί και έχει το δικαίωμα να τις αμφισβητεί. Και ως τέτοιο, ευρωπαϊκής διάστασης ζήτημα, πρέπει άμεσα η κυβέρνηση να το αναδείξει.
Όσον αφορά τώρα στα της χώρας μας και το κρίσιμο πεδίο της οικονομίας, το υψηλό επιτόκιο με το οποίο δανείστηκε η Ελλάδα από τις αγορές -το υψηλότερο κόστος δανεισμού μεταξύ των χωρών που βρέθηκαν σε μνημόνιο- και το τελεσίγραφο του Euro Working Group για άμεση εφαρμογή των προαπαιτούμενων της δεύτερης αξιολόγησης θολώνουν το αφήγημα περί «καθαρής» εξόδου από την κρίση. Τα «κόκκινα» δάνεια συνεχίζουν να αποτελούν ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί στα θεμέλια του τραπεζικού συστήματος. Όσο για την ανεργία, το ποσοστό της οποίας σημειώνει μια πτωτική τάση, απαιτείται ολοκληρωμένο σχέδιο για ουσιαστική καταπολέμησή της με τη δημιουργία νέων, ποιοτικών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Γιατί δεν πρέπει να υποβαθμίζουμε το γεγονός ότι σε όλη την αγορά κυριαρχούν οι πρόσκαιρες, υποαμοιβόμενες και ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Βέβαια, η απόφαση για την αύξηση του κατώτατου μισθού αποτελεί θετικό γεγονός, ιδιαίτερα για τους νέους εργαζόμενους. Πρέπει όμως να συνδυαστεί και με αναθεώρηση των προβλέψεων για το αφορολόγητο και με μέτρα συγκράτησης των εργοδοτικών εισφορών που το ύψος τους αποθαρρύνει τις προσλήψεις. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται μια μεγάλη θεσμική παρέμβαση, για να μην καθορίζεται η αύξηση με υπουργικές αποφάσεις, αλλά με αποκλειστική ευθύνη των κοινωνικών εταίρων, μέσα από την πλήρη αποκατάσταση του θεσμού των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Για εμάς, δεν νοείται ανάπτυξη χωρίς εργασιακά δικαιώματα και ενίσχυση του κοινωνικού κράτους ούτε κοινωνική πολιτική με αναδιανομή της φτώχειας. Χρειάζονται προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που θα δημιουργούν ευνοϊκό πλαίσιο για την ανάπτυξη και την παραγωγή νέου πλούτου, για να ενισχύσουμε με δίκαιη αναδιανομή τα εισοδήματα και το κοινωνικό κράτος. Μόνο έτσι θα βγάλουμε την Ελλάδα από την καθήλωση και θα την οδηγήσουμε με ασφάλεια στη νέα εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης ως ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου, ισότιμο και όχι προβληματικό εταίρο στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Την ερχόμενη εβδομάδα θα διεξαχθεί στην Ολομέλεια της Βουλής η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Η ΔΗΜΑΡ από την αρχή συμμετείχε με υπευθυνότητα στο διάλογο. Αρκεί να θυμίσουμε την ιδιαίτερα επιτυχημένη εκδήλωση του «Πολιτικού Εργαστηρίου για τη Σύγχρονη Σοσιαλδημοκρατία», το Νοέμβριο, όπου ακούστηκαν οι προτάσεις τόσο των κομμάτων όσο και των νομικών, αλλά και την απάντηση του Προέδρου της ΔΗΜΑΡ στην επιστολή που απέστειλε ο Πρωθυπουργός στους αρχηγούς των κομμάτων, όπου παρουσιάστηκαν αναλυτικά οι προτάσεις της ΔΗΜΑΡ για την αναθεώρηση.
Η συνταγματική αναθεώρηση βρίσκεται στον πυρήνα της λειτουργίας της Δημοκρατίας, για αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται με σεβασμό και να μην εντάσσεται σε μικροκομματικές σκοπιμότητες. Το ζοφερό κλίμα πόλωσης και διχασμού που κυριαρχεί στην πολιτική ζωή του τόπου δεν έχει καμία σχέση με το κλίμα συναίνεσης που απαιτείται για τη συνταγματική αναθεώρηση. Και δεν θα μπορούσε να μην επισημανθεί ότι η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης έρχεται στη Βουλή την ύστατη ώρα, λίγο πριν την εκπνοή της θητείας της κυβέρνησης, γεγονός που καθιστά εξ αντικειμένου δύσκολη την επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων.
Βέβαια, οι επισημάνσεις αυτές δεν αναιρούν τη δική μας στάση, καθώς παραμένουμε αταλάντευτα προσηλωμένοι στην ανάγκη ευρύτερων συναινέσεων, ιδίως σε ζητήματα όπως η συνταγματική αναθεώρηση, γιατί μόνο αν ανοίξει τώρα η διαδικασία θα γίνει εφικτό να ολοκληρωθεί από την επόμενη κυβέρνηση, ώστε να μην χαθεί ακόμη μια πενταετία.
Οφείλουμε επιτέλους να προωθήσουμε εκείνες τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που είναι ώριμες και αναγκαίες και μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής πολιτείας. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαία η κατάργηση των προνομίων του πολιτικού συστήματος, που αποτελεί αίτημα των πολιτών και κοινό τόπο των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων, συμβάλλοντας στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος. Σήμερα απαιτείται, μεταξύ άλλων, η αναθεώρηση του άρθρου 86 «περί ευθύνης υπουργών», ώστε να καταργηθούν επιτέλους οι ειδικές προβλέψεις παραγραφής και να ισχύουν οι ίδιοι κανόνες με εκείνους των πολιτών, και του άρθρου 62 «περί ασυλίας των βουλευτών», ώστε αυτή να μην υπάρχει αυτοδικαίως ακόμη και όταν υπάρχουν κατηγορίες για αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου.
Αν θέλουμε πραγματικά να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο με τις πελατειακές σχέσεις και τη διαπλοκή, οφείλουμε να θεσπίσουμε το ασυμβίβαστο της θέσης των στελεχών των κομμάτων σε σχέση με το κράτος, το ασυμβίβαστο υπουργού – βουλευτή, καθώς και ανώτατο όριο θητειών για βουλευτές και ευρωβουλευτές, με στόχο την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού και συγκεκριμένα τριών πλήρων συνεχόμενων βουλευτικών θητειών που αντιστοιχούν σε 12 έτη και δύο για ευρωβουλευτές που αντιστοιχούν σε 10 έτη.
Επιπλέον, να ενισχύσουμε την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και τον τρόπο ανάδειξης των προέδρων των ανώτατων δικαστικών σωμάτων, ώστε να ελαχιστοποιείται η δυνατότητα παρέμβασης της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας. Οφείλουμε επίσης να κατοχυρώσουμε συνταγματικά το ρόλο και τη λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών.
Αν θέλουμε να είμαστε συνολικά απέναντι στον κρατισμό και όχι αντικρατιστές α λα καρτ, οφείλουμε να προχωρήσουμε τόσο στο διαχωρισμό των σχέσεων εκκλησίας - κράτους όσο και σε αναθεώρηση του άρθρου 16 για μη κρατικά - μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια, με την ίδια αυστηρή εποπτεία με το δημόσιο πανεπιστήμιο, απέναντι στην άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να δει την πραγματικότητα και την πρόθεση της ΝΔ για ιδιωτικά κερδοσκοπικά πανεπιστήμια,. Απαραίτητα στοιχεία μιας προοδευτικής πολιτικής.
Η συνταγματική αναθεώρηση αποτελεί, επίσης, κατάλληλη ευκαιρία για τη ρητή κατοχύρωση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλους τους πολίτες, αλλά και για την προώθηση της αυτοτέλειας της Αυτοδιοίκησης, μία πάγια θέση της αριστεράς.
Τέλος, η συνταγματική αναθεώρηση οφείλει να μείνει μακριά από προτάσεις που υποκύπτουν στις σειρήνες του λαϊκισμού, όπως η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό, που μπορεί να οδηγήσει σε συνθήκες δυαρχίας, η πρόταση για λαϊκά δημοψηφίσματα για εθνικά θέματα και για αναπομπή νομοθετημάτων.
Η σοβαρότητα, η ευαισθησία και η πολυπλοκότητα ενός τέτοιου ζητήματος όπως η συνταγματική αναθεώρηση δεν μας επιτρέπουν να χαθεί άλλη μία ευκαιρία για μία γενναία αναθεώρηση, για ζητήματα που έχουν ωριμάσει στην ελληνική κοινωνία, για μεταρρυθμίσεις που κινούνται πλέον στη σφαίρα του αυτονόητου, για ένα σύγχρονο Σύνταγμα μίας σύγχρονης Ελλάδας.
Όσον αφορά το πολιτικό σκηνικό, μπορεί να έφυγε ο Καμμένος από την κυβέρνηση, το ζητούμενο όμως συνεχίζει να είναι η αλλαγή των πολιτικών. Η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια συνοδεύτηκε από μακροχρόνια εποπτεία και παραχώρηση της δημόσιας περιουσίας. Ο διχαστικός λόγος, η ακραία πόλωση δημιουργούν ένα ζοφερό κλίμα και εμποδίζουν να ακουστούν οι φωνές της μετριοπάθειας, της λογικής, της συναίνεσης και της συνεννόησης που έχει ανάγκη η χώρα. Η συμπεριφορά διαφόρων στελεχών τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης εκθέτουν διεθνώς τη χώρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσφατη κόντρα του αν. Υπουργού Υγείας με τον Ευρωπαίο Επίτροπο Υγείας. Είναι επίσης άκρως προβληματική η κατάσταση που διαμορφώνεται τις τελευταίες ημέρες στο ελληνικό κοινοβούλιο, με βουλευτές που, ενώ παραμένουν σε άλλη κοινοβουλευτική ομάδα στην αντιπολίτευση ή είναι ανεξάρτητοι, έχουν δώσει εκ των προτέρων και χωρίς προϋποθέσεις τη στήριξή τους σε οποιοδήποτε νομοσχέδιο φέρει η κυβέρνηση από εδώ και στο εξής. Μία κατάσταση που πλήττει ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος.
Από την άλλη πλευρά, η ΝΔ ασκεί μια στείρα αντιπολίτευση παλαιοκομματικού τύπου μακριά από τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής. Η ΝΔ αδυνατεί να μετεξελιχθεί σε μια σοβαρή ευρωπαϊκή κεντροδεξιά παράταξη. Σκληρές δεξιές απόψεις φαίνεται ότι κυριαρχούν στο εσωτερικό της. Επικρατεί η πολιτική του Άδωνι Γεωργιάδη και όχι του Νίκου Δένδια. Καθημερινά επιβεβαιώνει στην πράξη ότι παραμένει μια βαθιά συντηρητική δύναμη, δέσμια πολιτικών και πρακτικών της παραδοσιακής δεξιάς και των πελατειακών σχέσεων. Το αποδεικνύει με τη στάση της στο Μακεδονικό, στα ανθρώπινα δικαιώματα, στα εργασιακά κ.ά. Θυσιάζει τα πάντα στο βωμό της προοπτικής της εξουσίας.
Και μέσα σε αυτό το πολιτικό σκηνικό, το Κίνημα Αλλαγής, στο οποίο συμμετείχαμε έως και τις 20 Ιανουαρίου, όταν και τεθήκαμε εκτός αμέσως μετά την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματός μας, αποτυγχάνει στο εγχείρημα δημιουργίας ενός ισχυρού κεντροαριστερού προοδευτικού πόλου. Ενώ μέχρι και τις αρχές του 2018 υπήρξε αναζωογόνηση του ευρύτερου χώρου, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα η ηγεσία του εγκατέλειψε την προσπάθεια κοιτώντας προς τα πίσω. Το ΚΙΝΑΛ όφειλε να μείνει αταλάντευτα προσηλωμένο στην επιλογή για πολιτική αυτονομία. Αντί για αυτό όμως εξέπεμπε και συνεχίζει να εκπέμπει σήματα μιας συντηρητικής στροφής. Με την στάση αυτή όχι μόνο δεν προσελκύει προοδευτικούς πολίτες αλλά τους απωθεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του Μακεδονικού, όπου η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ πήγε αντίθετα από την προσέγγιση του Πολιτικού Συμβουλίου και αρνήθηκε τελικά να αξιοποιήσει τη θέση της ΔΗΜΑΡ και του χώρου της ανανεωτικής αριστεράς, ώστε να εκφραστούν και εκείνοι οι προοδευτικοί πολίτες που είναι υπέρ της συμφωνίας και κατά της κυβέρνησης.
Αντί ενός ισχυρού πολυσυλλεκτικού κεντροαριστερού φορέα εξελίσσεται σ’ ένα περίκλειστο κόμμα, μακριά από τους προσανατολισμούς όχι μόνο της ανανεωτικής αριστεράς αλλά και της ίδιας της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Η απαξιωτική αντιμετώπιση των στελεχών που αποχωρούν είναι χαρακτηριστική της έλλειψης οποιασδήποτε διάθεσης αναστοχασμού από την ηγεσία του για τυχόν λάθη και παραλείψεις. Δυστυχώς, άλλη μια ευκαιρία πήγε χαμένη και αυτό θα φανεί σίγουρα στις επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Μετά την αποχώρηση του Ποταμιού και την απομάκρυνση της ΔΗΜΑΡ, δηλαδή των δύο οργανωμένων κομμάτων εντός του ΚΙΝΑΛ που δεν προέρχονταν από την ιστορική διαδρομή του ΠΑΣΟΚ, το συνέδριο που ανακοινώθηκε δεν μπορεί παρά να είναι ένα συνέδριο «αναβάπτισης» του ΠΑΣΟΚ ως ενιαίου φορέα υπό τον τίτλο ΚΙΝΑΛ εντασσόμενο μάλιστα στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Εξάλλου η ίδια η Πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ την Παρασκευή στη Βουλή είπε χαρακτηριστικά αυτοπροσδιοριζόμενη για το εγχείρημα «η μεγάλη προοδευτική παράταξη του Ανδρέα Παπανδρέου». Μία τέτοια επιλογή είναι προφανές ότι δεν αφορά εμάς εδώ.
Από τον Ιούνιο του 2018 στην Κεντρική Επιτροπή της ΔΗΜΑΡ είχαμε επισημάνει ότι «Το σίγουρο είναι ότι συμφωνήσαμε για έναν πραγματικά νέο φορέα και όχι για ένα νέο ΠΑΣΟΚ ή την μετεξέλιξή του. Με ανανέωση δομών, πρακτικών και κυρίως του πολιτικού προσωπικού που άσκησε κυβερνητισμό για πολλά χρόνια. Με ένα σύγχρονο και όχι ένα παρωχημένο πολιτικό λόγο μακριά από το νεοσυντηρητισμό και με ρηξικέλευθες προοδευτικές θέσεις. Όποιοι υποτιμούν την ενότητα και τον πλουραλισμό στην κεντροαριστερά, όσοι αντικειμενικά οδηγήσουν με τις πράξεις τους σε συρρίκνωση το εγχείρημα, είναι σίγουρο ότι θα κριθούν από τον κόσμο. Στόχος μας δεν είναι η ανακύκλωση παθογενειών αλλά η υπέρβασή τους». Δυστυχώς, αντί της υπέρβασης επικράτησαν η ανακύκλωση των παθογενειών, η αναπαλαίωση δομών πρακτικών και του πολιτικού προσωπικού που άσκησε κυβερνητισμό όλα τα προηγούμενα χρόνια, ο νεοσυντηρητισμός και η συρρίκνωση του εγχειρήματος.
Η ΔΗΜΑΡ όλο αυτό το διάστημα έχει επιλέξει να ασκεί προγραμματική εποικοδομητική και όχι στείρα αντιπολίτευση, μακριά από λογικές που διχάζουν την κοινωνία και ενισχύουν την πόλωση με μοναδικό στόχο το μικροκομματικό όφελος. Έχουμε αποδείξει στην πράξη πως ό,τι θεωρούμε καλό για τη χώρα το υπερψηφίζουμε και ό,τι αρνητικό το καταψηφίζουμε. Με αυτή τη λογική ψηφίσαμε νομοσχέδια που ήταν σε θετική κατεύθυνση, όπως την απλή αναλογική, τα νομοσχέδια που αφορούσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη μη περικοπή των συντάξεων, το κοινωνικό μέρισμα και πρόσφατα τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Αυτό είναι το στίγμα μιας σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας του 21ου αιώνα, που αποδέχεται την παγκοσμιοποίηση επιδιώκοντας δημοκρατικές και κοινωνικές ρυθμίσεις, που αποστρέφεται κάθε εθνικισμό και λαϊκισμό, που υπερασπίζεται την κοινοβουλευτική δημοκρατία και αγωνίζεται για τα δικαιώματα όσων βιώνουν τον αποκλεισμό όχι μόνο στην οικονομία αλλά σε κάθε πεδίο του κοινωνικού χώρου.
Στην προηγούμενη απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής αναφέραμε «H ΔΗΜΑΡ μένει σταθερή στην υπεύθυνη στάση επίλυσης του Μακεδονικού, που από την πρώτη στιγμή κράτησε σε αυτό το κρίσιμο εθνικό θέμα. Για εμάς, αυτή είναι η πραγματικά πατριωτική στάση προς όφελος των εθνικών συμφερόντων σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο». Με αυτό το σκεπτικό, η Κεντρική Επιτροπή της ΔΗΜΑΡ, που συνεδρίασε την Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019, αποφάσισε να πει ΝΑΙ στην ψηφοφορία στη Βουλή για τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Ωστόσο, πριν καν δημοσιευθεί η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής, η Πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ και Επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ ανακοίνωσε τη διαγραφή. Δεδομένου ότι η απόφαση ψήφισης της Συμφωνίας των Πρεσπών ήταν συλλογική απόφαση του κόμματός μας και όχι προσωπική απόφαση, η επιλογή της κ. Γεννηματά σήμαινε απομάκρυνση της ΔΗΜΑΡ από το ΚΙΝΑΛ. Οποιοδήποτε άλλο επιχείρημα είναι αδύνατο να σταθεί λογικά.
Η Φώφη Γεννηματά δεν αποδέχθηκε την απόφαση που συλλογικά πήραμε ως κόμμα. Πολύ περισσότερο που η απόφαση της διαγραφής δεν λήφθηκε μετά την ψηφοφορία στη Βουλή, αλλά μετά από την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής της ΔΗΜΑΡ. Η συγκεκριμένη απόφαση ουσιαστικά έθεσε μονομερώς της ΔΗΜΑΡ εκτός του Κινήματος Αλλαγής. Στη ΔΗΜΑΡ όλες τις αποφάσεις μας τις παίρνουμε συλλογικά και δημοκρατικά, φαίνεται ότι αυτό είναι που αδυνατούν να κατανοήσουν ορισμένοι, ότι υπάρχουν και κόμματα που δεν λειτουργούν αρχηγοκεντρικά.
Η επιδίωξη της ΔΗΜΑΡ να δώσει τις επόμενες πολιτικές μάχες μέσα από το ΚΙΝΑΛ ακυρώθηκε. Η Εκτελεστική Επιτροπή, στις 22 Ιανουαρίου, ουσιαστικά έκανε τη «διαπιστωτική πράξη» ενός ήδη συντελεσμένου γεγονότος από τις 20 Ιανουαρίου. Στο πλαίσιο αυτό, ήταν και είναι αυτονόητη και η αποχώρηση των στελεχών μας από το ΚΙΝΑΛ, την Κεντρική Πολιτική Επιτροπή του ΚΙΝΑΛ, από τους Τομείς Πολιτικής και από ψηφοδέλτια των βουλευτικών εκλογών. Η ΔΗΜΑΡ έχει τεθεί εκτός ΚΙΝΑΛ, δεν συμμετέχει πλέον στο ΚΙΝΑΛ.
Στη ΔΗΜΑΡ, με τις πολιτικές αποσκευές του χώρου της ανανεωτικής αριστεράς, επιλέγουμε να μείνουμε σταθεροί στο δρόμο της ανασυγκρότησης του χώρου της κεντροαριστεράς. Είμαστε υπέρ της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού δυνάμεων, όχι υπέρ της αφαίρεσης και διαίρεσής τους.
Με σταθερό πολιτικό προσανατολισμό και στόχο την εκπροσώπηση των προοδευτικών πολιτών που δεν τους εκφράζουν η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ. Για αυτό κινηθήκαμε άμεσα για τη συσπείρωση, σε πρώτη φάση, του ευρύτερου χώρου της ανανεωτικής αριστεράς που μόλις τα προηγούμενα χρόνια εξέφρασε ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας.
Ήδη, την προηγούμενη Κυριακή, πραγματοποιήθηκε με επιτυχία μια πρώτη ανοιχτή συνάντηση, την οποία οργάνωσε η πρωτοβουλία «Για μια νέα αρχή» και στην οποία συμμετείχαμε. Μια πρωτοβουλία από τα «κάτω», από τη βάση, με στελέχη της ανανεωτικής αριστεράς και μέλη της κοινωνίας των πολιτών, μεταξύ των οποίων και αρκετά στελέχη της ΔΗΜΑΡ αλλά και των Μεταρρυθμιστών της Αριστεράς. Ήταν ένα πρώτο βήμα για μια νέα αρχή στο χώρο.
Η ΔΗΜΑΡ το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα προχωρήσει στις επόμενες κινήσεις της με ορίζοντα αρχικά τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Η κινητικότητα στο χώρο θα πρέπει να σχηματοποιηθεί με συγκεκριμένα πολιτικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά και να μεταφέρει αποφασιστικά το μήνυμα της συσπείρωσης και τις πολιτικές θέσεις της σύγχρονης ευρωπαϊκής ανανεωτικής και μεταρρυθμιστικής αριστεράς σε όλες τις περιοχές της χώρας.
Ο οδικός χάρτης του κόμματός μας περιλαμβάνει για τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο ένα ευρύ πρόγραμμα περιοδειών, με συνεντεύξεις τύπου οργάνωση τοπικών ομάδων πολιτών, προσέλκυση νέων μελών και με την πραγματοποίηση αντίστοιχων ανοιχτών συζητήσεων σε μεγάλες πόλεις, όπως η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, το Ηράκλειο, η Λάρισα, η Καβάλα, η Ξάνθη, τα Ιωάννινα και η Αλεξανδρούπολη.
Στόχος της ΔΗΜΑΡ είναι εντός Μαρτίου να είναι έτοιμη και η διακήρυξη για τις ευρωεκλογές, και τον Απρίλιο να συζητηθούν όλα τα δεδομένα στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματός μας.
Η ΔΗΜΑΡ θα επιδιώξει τη συμμετοχή στις επικείμενες ευρωεκλογές του χώρου της ενιαίας, σύγχρονης, δημοκρατικής και μεταρρυθμιστικής Αριστεράς που θα εκφράζει τις θέσεις της ανανεωτικής αριστεράς και της σύγχρονης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και θα διεκδικεί προοδευτικές αλλαγές που θα κατοχυρώσουν το κοινό ευρωπαϊκό μας μέλλον απέναντι στο λαϊκισμό, τον συντηρητισμό και τον εθνικισμό. Ο χώρος του δημοκρατικού σοσιαλισμού και η ευρωπαϊκή οικογένεια των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών είναι το σπίτι μας.
Για την ενίσχυση του πολιτικού μας στίγματος ενόψει των ευρωεκλογών προτείνεται επίσης η πραγματοποίηση, το Μάρτιο, εκδήλωσης για τις ευρωεκλογές, όπου θα παρουσιάσουμε τις βασικές προτάσεις μας στην ελληνική κοινωνία. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι προερχόμαστε από έναν χώρο που πίστεψε από τους πρώτους το όραμα της ενωμένης Ευρώπης και αυτό πρέπει να το αναδείξουμε.
Είναι επίσης, αναγκαίο, το προσεχές διάστημα να αναδείξουμε την προοδευτική μας ατζέντα ειδικά στα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στο θέμα του αναγκαίου διαχωρισμού των σχέσεων εκκλησίας – κράτους. Απέναντι σε κάθε συντήρηση, η όποια βλέπουμε να υιοθετείται σε αυτό το ζήτημα και μάλιστα από πολιτικές δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικές. Να βγούμε μπροστά για να πείσουμε τον προοδευτικό κόσμο. Στις κρίσιμες πολιτικά περιόδους οι ηγεσίες οφείλουν να βγαίνουν μπροστά και όχι να κρύβονται ή και να ακολουθούν πρόσκαιρες πλειοψηφίες εξαιτίας του πολιτικού κόστους.
Ταυτόχρονα, οφείλουμε στη ΔΗΜΑΡ εντός του Φεβρουαρίου να δραστηριοποιηθούμε και να στηρίξουμε ενεργά εκείνα τα πρόσωπα της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης του χώρου μας, που έχουν δώσει δείγματα γραφής στην κοινωνία με προοδευτικές πολιτικές, όπως ο Σπύρος Βούγιας στη Θεσσαλονίκη, ο Γιώργος Τσουκαλάς στην Ελευσίνα, ο Βασίλης Λαμπρινός στο Ηράκλειο, ο Τάσος Βάμβουκας στα Χανιά κ.ά. Και αυτή η στήριξη δεν πρέπει να μείνει σε απλές ανακοινώσεις, αλλά να είναι όσο το δυνατόν έμπρακτη, με δημόσιες δηλώσεις υποστήριξης, με κοινές εμφανίσεις με υποψήφιους περιφερειάρχες και δημάρχους και με τη συμμετοχή στελεχών της ΔΗΜΑΡ στα αντίστοιχα ψηφοδέλτια του πρώτου και δεύτερου βαθμού αυτοδιοίκησης. Το στίγμα του χώρου μας στην αυτοδιοίκηση ήταν και πρέπει να παραμείνει ισχυρό.
Το 2015 τα καταφέραμε και η ΔΗΜΑΡ επανήλθε στη Βουλή, με την αυτονομία της. Το εγχείρημα τότε ήταν πιο δύσκολο από ότι είναι σήμερα. Όπως τα καταφέραμε το 2015, το ίδιο θα πράξουμε και τώρα. Με γνώση των δυσκολιών και με πίστη στη συλλογικότητα. Με πολιτική αυτοπεποίθηση. Γιατί εμείς στον χώρο μας έχουμε μάθει στα δύσκολα να είμαστε παρόντες!
Η ΔΗΜΑΡ και ο χώρος της ανανεωτικής αριστεράς, με τις εμπειρίες μας και με το ιστορικό αξιακό μας φορτίο, θα συνεχίσουμε να παίζουμε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή του τόπου και στη νέα εποχή της κεντροαριστεράς. Με τις ιδέες, τις θέσεις, τις παρεμβάσεις και τις προτάσεις μας μπορούμε να συμβάλλουμε σημαντικά στις επερχόμενες εξελίξεις.
Έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας, περισσότερη απ’ όση είχαμε μέχρι τώρα, αλλά είναι στο χέρι μας να πετύχουμε.
Στεκόμαστε στο ύψος των περιστάσεων. Και παίρνουμε τολμηρές αποφάσεις.
Σήμερα η ΔΗΜΑΡ δίνει το σήμα. Της ανασυγκρότησης και της ετοιμότητας. Είμαστε εδώ για να συμβάλλουμε αποφασιστικά ώστε να σηματοδοτηθεί ένα νέο ξεκίνημα στραμμένο στο παρόν και στο μέλλον.
Προχωράμε μπροστά για ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις των προοδευτικών πολιτών. Προχωράμε μπροστά για μία σύγχρονη ανανεωτική αριστερά.
Για την επανεκκίνηση του χώρου της ανανέωσης.
Απευθυνόμαστε σε όλα τα μέλη και τους φίλους της ΔΗΜΑΡ, αλλά και όλους τους προοδευτικούς πολίτες.
Σε όλες τις δυνάμεις της μεταρρυθμιστικής, ανανεωτικής, δημοκρατικής αριστεράς και της πολιτικής οικολογίας. Καλούμε σε μια ευρεία συμμαχία.
Να συμβάλλουμε ώστε ο χώρος μας να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο, για να υπάρξει στην χώρα μας ένας σύγχρονος φορέας της κεντροαριστεράς.
Έχουμε βαθιά μέσα μας την πίστη στις αξίες της συλλογικότητας. Στο ΕΜΕΙΣ και όχι το ΕΓΩ. Αυτή την πολύτιμη παρακαταθήκη θέλουμε να συνεχίσουμε. Με σταθερότητα στις θέσεις και τις αρχές μας και αποφασιστικότητα. Με ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα. Με πράξεις και όχι με λόγια.
Από εδώ, σήμερα, δίνουμε το σήμα.
Για ένα προοδευτικό ρεύμα κοινωνικής ευθύνης και ρεαλιστικής προοπτικής.
Για μία Νέα Αρχή στην ανανεωτική αριστερά και την σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία.”
Το κείμενο που μειοψήφισε:
“1. Η πολιτική ζωή της χώρας έχει διαμορφώσει ένα γκρίζο τοπίο που διευκολύνει την ακροδεξιά αμφισβήτηση του κοινοβουλευτισμού. Ποτέ δεν φανταζόμασταν ότι στο ελληνικό πολιτικό σύστημα θα ζήσουμε χειρότερες μέρες απ’ αυτές που βιώσαμε την τετραετία 2011-2015. Τότε η βία και η ρητορική του μίσους προτεινόταν ως πολιτικά μέσα επίλυσης των κομματικών διαφορών, πράγμα εντελώς ξένο από τις αρχές και το ήθος της σοσιαλδημοκρατίας και της ανανεωτικής αριστεράς. Αντιταχθήκαμε σ’ αυτή τη βία από την πρώτη στιγμή.
Σήμερα όμως η έκπτωση της πολιτικής έχει μεταφερθεί από τους εκτός Κοινοβουλίου χώρους μέσα στο ίδιο το Κοινοβούλιο. Όλα όσα συμβαίνουν εσχάτως, στο όνομα μάλιστα της προόδου, αμφισβητούν ευθέως τον θεσμό των κομμάτων μέσα από τη γελιοποίηση των φορέων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που είναι οι ίδιοι οι βουλευτές. Το γνωστό «o tempora o mores» είναι πολύ λίγο για να εκφράσει τη ζημιά που προκαλούν στη Δημοκρατία οι πρακτικές του κυβερνώντος κόμματος με τις κομματικές μετάγραφες και τα διαδικαστικά κόλπα στην βουλή για την αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων του τόπου. Μόνη λύση σε αυτήν την κατάσταση είναι η προσφυγή στις κάλπες με μια νέα ετυμηγορία των πολιτών και με νέους συσχετισμούς που να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
2. Την ίδια στιγμή συσσωρεύονται τα προβλήματα στον πολιτικό χώρο που επιδιώκει να ανασυγκροτήσει τον συνασπισμό των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας, της ανανεωτικής αριστεράς και του προοδευτικού κέντρου. Είναι ανάγκη να υπάρξει ένας ισχυρός πόλος που να ακυρώνει το δίλημμα «ΣΥΡΙΖΑ η ΝΔ», που να αποτρέπει τον εθνικό διχασμό. Με γραμμή αυτονομίας τόσο απέναντι στον αριστερό λαϊκισμό όσο και τις συντηρητικές πολιτικές. Η κατεύθυνση αυτή αντιμετωπίζει δυσκολίες από την έκρηξη των υποκειμενισμών, από τις ιδεολογικές ασάφειες αλλά και την απουσία μιας ισχυρής πολιτικής αυτοπεποίθησης στις σκληρές κομματικές διαμάχες.
3. Σχετικά με τα προβλήματα που έχουν προκύψει στο ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ με αφορμή την συμφωνία των Πρεσπών διευκρινίζουμε.
Πρώτον: δηλώνουμε κατηγορηματικά πως δεν συμφωνούμε με μέτρα όπως η διαγραφή του Προέδρου της ΔΗΜΑΡ Θανάση Θεοχαρόπουλου, πριν καν γίνει η σχετική ψηφοφορία στη Βουλή για υπερψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών. Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε πως σεβόμαστε την αυτονομία και την αυτοτέλεια του ρόλου κάθε βουλευτή ξεχωριστά, αλλά ταυτόχρονα υπογραμμίζουμε και την ανάγκη των κομματικών σχηματισμών και της ηγεσίας τους να έχουν κοινή θέση σε μείζονα ζητήματα. Οι συνθέσεις σε τέτοια ζητήματα είναι απαραίτητες.
Δεύτερον: όλα αυτά δεν θα είχαν συμβεί αν εγκαίρως είχε προχωρήσει η πολιτική και οργανωτική ενοποίηση του Κινήματος Αλλαγής. Ακριβώς στη ΔΗΜΑΡ αντί να «αρπάξουμε» την ευκαιρία της πρότασης για διοργάνωση Συνεδρίου ενοποίησης ο Πρόεδρος της ταυτίζει τη διαγραφή του με τη διαγραφή του κόμματος ακυρώνοντας έτσι ένα από τα πάγια αιτήματά μας. Πρέπει να παραμείνουμε σταθεροί στις θέσεις της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης της ΔΗΜΑΡ τον Μάρτιο του 2016 που χάραξε την γραμμή της συγκρότησης της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΑΡΑΤΑΞΗΣ -και κατά συνέπεια του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ- με στόχο έναν ενιαίο φορέα της Κεντροαριστεράς. Οφείλουμε επομένως να συνεχίσουμε μέσα από το ΚΙΝ.ΑΛΛ και να αγωνιστούμε για ένα ουσιαστικό Συνέδριο που θα δημιουργήσει προϋποθέσεις ώσμωσης μεταξύ των μελών του κόμματος και αναγέννησης του χώρου σε πολιτική και ιδεολογική βάση. Αναμένουμε αυτό το Συνέδριο να οδηγήσει στη δημιουργία ενός πολυτασικού κόμματος με σεβασμό στην ύπαρξη πλειοψηφιών και μειοψηφιών.
Τρίτον: θεωρούμε ότι οποιεσδήποτε άλλες πολιτικές επιλογές όπως αυτή για μια «νέα αρχή» - περιορισμένη στον χώρο της Ανανεωτικής Αριστεράς- δεν «επικοινωνεί» με τις πραγματικές διαθεσιμότητες στην κοινωνία και είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Παρά τις όποιες καλές προθέσεις των συμμετεχόντων πιστεύουμε πως η κατάληξη τέτοιων κινήσεων θα είναι η σταδιακή διολίσθηση στην αφήγηση ΣΥΡΙΖΑ περί προοδευτικών συμμαχιών.
Με αυτά τα δεδομένα πρέπει παρά τις διαφωνίες μας να συνεχίσουμε το εγχείρημα του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ με στόχο την ισχυροποίηση του ώστε με νέους συσχετισμούς να υπάρξει αναδιάταξη του πολιτικού τοπιού με την σφραγίδα της σοσιαλδημοκρατικής προοπτικής.”