Το μήνυμα ότι «παραμένει εφικτός ο στόχος για επίτευξη πολιτικής συμφωνίας» στο επικείμενο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου στέλνει το Μαξίμου μετά το Πολιτικό Συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ που πραγματοποιήθηκε το πρωί δείχνοντας να ποντάρει στην πολιτική λύση και την πολιτική βούληση των συμβαλλόμενων μερών.
Στο Πολιτικό Συμβούλιο ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ενημέρωσε για τις εξελίξεις στην διαπραγμάτευση, όπου βασικό στοιχείο φαίνεται πως παραμένει η διελκυστίνδα μεταξύ ΔΝΤ – Σόιμπλε για το θέμα του χρέους. Παρεμβαίνοντας σε αυτό το μέτωπο από το βήμα του συνεδρίου του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου ο υπουργός οικονομικών παρουσίασε μια ενδιάμεση πρόταση προς γεφύρωση των δύο πλευρών σε μια θέση που να ευνοεί τα ελληνικά συμφέροντα.
Είπε, πιο συγκεκριμένα, πως εφόσον κάποιες χώρες της Ευρώπης (σ.σ. υπαινιγμός που παραπέμπει στη Γερμανία και τον υπουργό Οικονομικών Βόφγκανγκ Σόιμπλε) θεωρούν ότι η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα χρέους αλλά πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, η ελληνική πλευρά καταθέτει την εξής πρόταση: να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα των ετών μετά το 2018 στο 2,5% και η Αθήνα θα δεσμευτεί ότι ο δημοσιονομικός χώρος που θα δημιουργηθεί θα κατευθύνεται μόνο σε μείωση φόρων και άλλες ελαφρύνσεις για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητά τους.
Στις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις που γίνονται μεταξύ του Ταμείου και της Γερμανίας η ελληνική πλευρά διαβλέπει τον κίνδυνο να διαμορφώσουν μια συμβιβαστική λύση που θα συνδυάζει τις ακραίες θέσεις των δύο πλευρών:
•Από τη μία τη θέση της Γερμανίας ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα πρέπει να παραμείνουν στο 3,5% και μετά το 2018 και το τέλος του προγράμματος, τουλάχιστον για μια τριετία, τετραετία,
•Από την άλλη τη θέση του ΔΝΤ ότι με τα μέτρα που έχουν συμφωνηθεί αυτά τα πλεονάσματα δεν βγαίνουν και θα πρέπει να ληφθούν επιπρόσθετα μέτρα. Η βασική θέση του Ταμείου είναι ότι η συμμετοχή του στο πρόγραμμα προϋποθέτει συμφωνία σε μέτρα για μείωση της αξίας του χρέους ώστε να είναι μικρότερες οι δανειακές ανάγκες της χώρας, σε συνδυασμό με ρεαλιστικότερους δημοσιονομικούς στόχους και άρα χαμηλότερα πλεονάσματα που θα συνοδεύονται από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Εδώ αξίζει να σημειωθούν τα εξής:
1.Το Ταμείο, στο πλαίσιο των παρασκηνιακών συζητήσεων φαίνεται να συμβιβάζεται με την ιδέα των μεγαλύτερων πλεονασμάτων, υπό τον όρο της λήψης περισσότερων μέτρων τα οποία θα προαποφασιστούν, θα νομοθετηθούν δηλαδή από τώρα.
2.Ακόμη και όταν το ΔΝΤ μιλά για «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», αυτό δεν είναι ανώδυνο πολιτικά για την κυβέρνηση, διότι σε αυτές περιλαμβάνονται αφενός τα εργασιακά όπου το Ταμείο προβάλλει σκληρές θέσεις, αφετέρου το συνταξιοδοτικό το οποίο παρά την πρώτη αξιολόγηση, το ΔΝΤ εξακολουθεί να το θεωρεί ελλειμματικό και ζητά περαιτέρω ρύθμισή του δηλαδή περικοπές. Έστω και αν αυτές έρθουν χρονικά αργότερα ώστε να μην ανακοπεί η πορεία της ανάκαμψης και να μην υπάρξουν επιπτώσεις στο βραχυπρόθεσμο δημοσιονομικό αποτέλεσμα – δημοσίευμα της Καθημερινής (Κατερίνα Σώκου, 27.11.2016) επικαλείται σχετική αναφορά του επικεφαλής Οικονομολόγου του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ ότι μια «νέα μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού» θα μπορούσε να καθυστερήσει ώστε να μην επιτείνει περαιτέρω την ύφεση.
Η κυβέρνηση αντιπαρέρχεται ερωτήματα σχετικά με τις δικές της επιδιώξεις σε σχέση με το Ταμείο (αν δηλαδή επιθυμεί ή όχι τη συμμετοχή του, στο βαθμό που ανεβάζει τους τόνους της ρητορικής ότι αυτός που θα συνάψει μια συμφωνία μαζί του, που θα ισοδυναμεί με 4ο μνημόνιο θα είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης), επιμένει να ζητά από αυτό να ξεκαθαρίσει τη θέση του με μια επίσημη τοποθέτηση σχετικά με την παραμονή του στο πρόγραμμα και τους όρους που θέτει.
Ωστόσο, στελέχη της κυβέρνησης δείχνουν να απηχούν διαφορετικές απόψεις στο εσωτερικό της: ο μεν υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης δήλωσε ότι «τους θέλουμε εντός», ο δε υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης εκτίμησε ότι η συμμετοχή του στο πρόγραμμα «φαίνεται πως προϋποθέτει την υιοθέτηση τέτοιων θέσεων που θα είναι σε βάρος των συμφερόντων της χώρας, και ιδιαίτερα του κόσμου της εργασίας», επομένως «η συζήτηση μπορεί να συνεχιστεί με τους ευρωπαίους εταίρους μας και χωρίς το ΔΝΤ».