Οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή εκτός από τις τραγικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές δημιουργούν μεγάλες ανησυχίες για την οικονομία, τις τιμές της ενέργειας και το εμπόριο, με τέσσερα βασικά σενάρια –από το πιο ευνοϊκό έως το χειρότερο- να κυκλοφορούν από την S&P αυτή τη στιγμή στην αγορά.
Εν μέσω των εξελίξεων αυτών η S&P Credit Ratings σε ειδική έκθεσή της χτυπάει καμπανάκι για τους κινδύνους που δημιουργούνται μεταξύ άλλων στην πιστοληπτική αξιολόγηση χωρών αλλά και τραπεζών της περιοχής. Η ανάλυση του οίκου αξιολογήσεων εστιάζει κυρίως σε δυνητικές επιπτώσεις από τις συγκρούσεις στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της περιοχής που ανήκουν στο Συμβούλιο Συνεργασία του Κόλπου – Gulf Cooperation Council (GCC). Όμως τα σενάρια αυτά είναι σαφές ότι αφορούν επίσης ολόκληρες οικονομίες, το διεθνές εμπόριο, τον τουρισμό και την ασφάλεια κεφαλαίων, με πιθανές εξελίξεις που φτάνουν πολύ πιο πέρα από τα όρια της συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής.
Η S&P Credit Ratings ήδη προειδοποιεί ότι οι συγκρούσεις στην περιοχή μεταξύ του Ισραήλ, δυνάμεων στο Λίβανο και προσκείμενων στο Ιράν και τους συμμάχους του αναμένεται ότι θα συνεχιστούν και το 2025.
Οι εκτιμήσεις της S&P
Ο οίκος αξιολογήσεων συνεχίζει να εκτιμά με βάση τα σημερινά στοιχεία ότι δεν θα υπάρξει παρατεταμένη, άμεση σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και ΗΠΑ από τη μια με το Ιράν και συμμάχους του από την άλλη. Ωστόσο, όπως σημειώνεται, «ο πρόσφατος περαιτέρω κύκλος κλιμάκωσης σημαίνει ότι τώρα πιστεύουμε πως είναι πιθανό η σύγκρουση να συνεχιστεί έως το 2025, με υψηλότερες πιθανότητες για εξελίξεις που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας των κρατών και των τραπεζών».
Και στα τέσσερα σενάρια, αυτό με μέτριες, μεσαίες, υψηλές και σοβαρές συνέπειες, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά για το πώς θα μπορούσαν να εξελιχθούν οι προκλήσεις και τι επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει αυτό στα τραπεζικά συστήματα στην περιοχή του GCC.
Τι «βλέπει» η S&P για τις τράπεζες
Ακόμη και στα δύο χειρότερα σενάρια ο οίκος εκτιμά πως οι τράπεζες φαίνονται ικανές να χειριστούν πιθανές εκροές κεφαλαίων, χρησιμοποιώντας τα ρευστά περιουσιακά τους στοιχεία, όπως αναφέρεται. Σημειώνεται όμως ότι θα μπορούσε να αποβεί απαραίτητο να υπάρξει κρατική ενίσχυση ρευστότητας προς τις τράπεζες αυτές σε πιθανή επιδείνωση των συνθηκών. «Εάν η πίεση στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού είναι σταθερή όπως προβλέπουμε, πολλές από τις 45 κορυφαίες τράπεζες στην περιοχή θα μπορούσαν να παρουσιάσουν ζημιές», αναφέρει η S&P Credit Ratings.
Η πρόσφατη κλιμάκωση του πολέμου στη Μέση Ανατολή αύξησε τον κίνδυνο ευρύτερων περιφερειακών επιπτώσεων για την πιστοληπτική ικανότητα κρατών και τραπεζών, αναφέρει ο οίκος αξιολόγησης: «Κατά την άποψή μας, ο κίνδυνος θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με τις ακόλουθες μορφές: Εκροές ξένων κεφαλαίων, καθώς θα αυξάνεται η φυγή ξένων επενδυτών που εξέρχονται από την περιοχή του GCC. Εκροές τοπικής χρηματοδότησης, αν και υποθέτουμε ότι αυτό θα πραγματοποιηθεί μόνο σε περίπτωση σοβαρού κινδύνους, όπως φάνηκε κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου το 1990-1991. Και αύξηση των ποσοστών αθέτησης υποχρεώσεων μεταξύ των επιχειρήσεων των τραπεζών και των ιδιωτών πελατών, καθώς η γεωπολιτική αστάθεια επηρεάζει τις περιφερειακές οικονομίες».
Οι παραδοχές
Σύμφωνα με παραδοχές της S&P που γίνονται με βάση τις συγκεκριμένες μεθοδολογίες του οίκου, οι εκροές σε εξωτερικές ροές χρηματοδότησης θα μπορούσαν να φτάσουν περίπου τα 221 δισεκατομμύρια δολάρια, που μεταφράζεται σε περίπου το 30% των σωρευτικών εξωτερικών υποχρεώσεων των ελεγχόμενων συστημάτων. Ο οίκος πιστεύει πως οι τράπεζες έχουν επαρκή ρευστότητα για να καλύψουν αυτές τις εκροές στις περισσότερες περιπτώσεις. Στο χειρότερο από τα τέσσερα σενάρια η οίκος προβλέπει περαιτέρω εκροές καταθέσεων τοπικών ιδιωτών ύψους 275 δισεκατομμυρίων δολαρίων. «Πιστεύουμε ότι οι τράπεζες μπορούν να αντεπεξέλθουν σε αυτό, χάρη στα ρευστά περιουσιακά τους στοιχεία και – εάν αυτά αποδειχθούν λιγότερο ρευστά από ό,τι υποθέτουμε – την υποστήριξη από τις κεντρικές τράπεζες», αναφέρει η S&P Credit Ratings.
Τα τέσσερα σενάρια του οίκου είναι τα εξής:
Μέτριες συνέπειες (Modest stress)
Με βάση αυτό το σενάριο η τρέχουσα εντατικοποίηση των άμεσων, διακρατικών εχθροπραξιών μεταξύ Ιράν και Ισραήλ θα παρέμενε σύντομη (λιγότερο από τρεις μήνες). Η χερσαία εισβολή του Ισραήλ στον Λίβανο μειώνει τις απειλές από τη Χεζμπολάχ. Οι επιθέσεις, συμπεριλαμβανομένων συμμαχικών δυνάμεων εμπλεκομένων σε ισραηλινά και συμμαχικά περιφερειακά περιουσιακά στοιχεία, είναι βραχύβιες. Θα υπάρχει περιορισμένος αντίκτυπος στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις για την ευρύτερη περιοχή.
Μεσαίες συνέπειες (Moderate stress)
Με βάση αυτό το σενάριο σειρά κλιμακωτικών επιθέσεων μεταξύ του Ισραήλ και του Ιράν απειλούν την ευρύτερη περιφερειακή ασφάλεια, αλλά τελικά διευθετούνται σε μια χρονική περίοδο κάπως μεγαλύτερη από αυτή του προηγούμενου σεναρίου με τις μέτριες συνέπειες. Οι επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη, τις τιμές της ενέργειας και τις βασικές εμπορικές οδούς είναι διαχειρίσιμες και προσωρινές, με περιορισμένες επιπτώσεις στις δημοσιονομικές και εξωτερικές μετρήσεις αξιολογήσεων.
Υψηλές συνέπειες (High stress)
Με βάση αυτό το σενάριο αναπτύσσονται επίμονοι και έντονοι κύκλοι επιθέσεων μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, που συνεπάγονται σημαντικές επιπτώσεις στη μακροοικονομική σταθερότητα για την ευρύτερη περιοχή. Αυτό περιλαμβάνει πιο παρατεταμένα μπλοκαρίσματα εμπορικών διαδρομών, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν παρέμβαση από μη περιφερειακούς παράγοντες και μεγαλύτερη πίεση στα λεγόμενα κανάλια μετάδοσης, όπως είναι οι τιμές της ενέργειας, οι δαπάνες ασφαλείας, οι τουριστικές ροές και οι εκροές κεφαλαίων.
Σοβαρές συνέπειες (Severe stress)
Με βάση αυτό το σενάριο περιφερειακοί και μη σύμμαχοι εμπλέκονται στη σύγκρουση, συμπεριλαμβανομένου του Ιράν και των υποστηριζόμενων δυνάμεών του, των ΗΠΑ και των συμμάχων του Κόλπου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα σημαντικές αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και κινδύνους για τον όγκο των εξαγωγών λόγω των επίμονων απειλών για τις εμπορικές οδούς. Θα έχει ως συνέπεια επίσης μόνιμες επιπτώσεις στην περιφερειακή μακροοικονομική σταθερότητα. Ακόμη θα δημιουργήσει μεγαλύτερη πίεση στις δημοσιονομικές και εξωτερικές αξιολογήσεις (credit metrics) των κρατών.