Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου προειδοποίησε στις τελευταίες προβλέψεις του ότι το ομοσπονδιακό χρέος των ΗΠΑ βρίσκεται σε πορεία από το 97% του ΑΕΠ πέρυσι στο 116% του ΑΕΠ μέχρι το 2034 – υψηλότερο ακόμη και από ό,τι στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πραγματικές προοπτικές είναι πιθανότατα χειρότερες.
Από τα φορολογικά έσοδα έως τις αμυντικές δαπάνες και τα επιτόκια, οι προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού της Κογκρέσου που δημοσιεύθηκαν νωρίτερα φέτος στηρίζονται σε ρόδινες παραδοχές. Αν συνυπολογίσει κανείς την τρέχουσα άποψη της αγοράς για τα επιτόκια, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αυξάνεται στο 123% το 2034. Στη συνέχεια υποθέστε -όπως κάνουν οι περισσότεροι στην Ουάσινγκτον- ότι οι φορολογικές περικοπές του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ παραμένουν κυρίως σε ισχύ, και το βάρος γίνεται ακόμη υψηλότερο.
Με την αβεβαιότητα σχετικά με τόσες πολλές μεταβλητές, το Bloomberg Economics πραγματοποίησε ένα εκατομμύριο προσομοιώσεις για να εκτιμήσει την ευθραυστότητα των προοπτικών του χρέους. Στο 88% των προσομοιώσεων, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ βρίσκεται σε μη βιώσιμη πορεία – που ορίζεται ως αύξηση κατά την επόμενη δεκαετία.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν λέει ότι ο προϋπολογισμός της, που περιλαμβάνει μια σειρά από αυξήσεις φόρων στις επιχειρήσεις και τους πλούσιους Αμερικανούς, θα εξασφαλίσει δημοσιονομική βιωσιμότητα και διαχειρίσιμο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
“Πιστεύω ότι πρέπει να μειώσουμε τα ελλείμματα και να παραμείνουμε σε μια δημοσιονομικά βιώσιμη πορεία”, δήλωσε η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν στους βουλευτές τον Φεβρουάριο. Οι προτάσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν προσφέρουν “σημαντική μείωση του ελλείμματος που θα συνεχίσει να διατηρεί το επίπεδο των δαπανών για τόκους σε άνετα επίπεδα. Αλλά θα πρέπει να συνεργαστούμε για να προσπαθήσουμε να επιτύχουμε αυτές τις εξοικονομήσεις”, είπε.
Το πρόβλημα είναι ότι η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου θα απαιτήσει δράση από ένα Κογκρέσο που είναι πικρά διχασμένο σε κομματικές γραμμές.Οι Ρεπουμπλικάνοι, που ελέγχουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων, θέλουν βαθιές περικοπές δαπανών για να μειώσουν το διογκούμενο έλλειμμα, χωρίς να διευκρινίζουν τι ακριβώς θα περικόψουν. Οι Δημοκρατικοί, οι οποίοι εποπτεύουν τη Γερουσία, υποστηρίζουν ότι οι δαπάνες συμβάλλουν λιγότερο στην όποια επιδείνωση της βιωσιμότητας του χρέους, με τους βασικούς παράγοντες να είναι τα επιτόκια και τα φορολογικά έσοδα. Κανένα από τα δύο κόμματα δεν τάσσεται υπέρ της συμπίεσης των παροχών που παρέχουν τα μεγάλα προγράμματα δικαιωμάτων.
Στο τέλος, ίσως χρειαστεί μια κρίση – ίσως μια άτακτη πτώση στην αγορά κρατικών ομολόγων που θα προκληθεί από την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ, ή ένας πανικός για την εξάντληση των καταπιστευματικών ταμείων Medicare ή Social Security – για να αναγκαστεί να αναλάβει δράση. Αυτό είναι παιχνίδι με τη φωτιά.
Το περασμένο καλοκαίρι έδωσε μια πρόγευση, σε μικρογραφία, του πώς θα μπορούσε να ξεκινήσει μια κρίση. Κατά τη διάρκεια δύο ημερών τον Αύγουστο, η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ από τον οίκο Fitch Ratings και η αύξηση της έκδοσης μακροπρόθεσμου κρατικού χρέους εστίασαν την προσοχή των επενδυτών στους κινδύνους. Οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων αναφοράς σκαρφάλωσαν κατά μία ποσοστιαία μονάδα, φθάνοντας τον Οκτώβριο στο 5% – το υψηλότερο επίπεδο εδώ και περισσότερο από μιάμιση δεκαετία.
Όσον αφορά το πώς μπορεί να τελειώσουν τα πράγματα, η εμπειρία της Βρετανίας το φθινόπωρο του 2022 παρέχει μια ματιά στην άβυσσο. Το σχέδιο της τότε πρωθυπουργού Λιζ Τρας για μη χρηματοδοτούμενες φορολογικές περικοπές έστειλε την αγορά χρυσών ομολόγων στα τάρταρα. Οι αποδόσεις αυξήθηκαν τόσο γρήγορα που η κεντρική τράπεζα αναγκάστηκε να παρέμβει για να εξαλείψει τον κίνδυνο άμεσης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η δράση των “εκδικητών” των ομολόγων ανάγκασε την κυβέρνηση να ακυρώσει το σχέδιο και την Truss να εγκαταλείψει το αξίωμά της.
Για τις ΗΠΑ, ο κεντρικός ρόλος του δολαρίου στη διεθνή χρηματοδότηση και η ιδιότητα του ως κυρίαρχου αποθεματικού νομίσματος μειώνει τις πιθανότητες μιας παρόμοιας κατάρρευσης. Θα χρειαστούν πολλά για να κλονιστεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στο αμερικανικό δημόσιο χρέος ως το απόλυτο ασφαλές περιουσιακό στοιχείο. Αν εξατμιστεί, όμως, η διάβρωση της θέσης του δολαρίου θα ήταν μια στιγμή καμπής, με τις ΗΠΑ να χάνουν όχι μόνο την πρόσβαση σε φθηνή χρηματοδότηση αλλά και την παγκόσμια ισχύ και το κύρος τους.