Η Κεντρική Τράπεζα της Ευρώπης, χθες Πέμπτη παρέτεινε την περιοριστική νομισματική της πολιτική και επέλεξε τους αργούς ρυθμούς παρά ένα ρίσκο που θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο για την οικονομία της Ευρωζώνης.
Η ΕΚΤ, κινούμενη με επιφύλαξη και παρά την πτώση του πληθωρισμού και την αυξανόμενη ανυπομονησία να δει τα επιτόκια να πέφτουν σε επίπεδο ρεκόρ, τα άφησε αμετάβλητα για τέταρτη συνεχή φορά. Το επιτόκιο των καταθέσεων, που αποτελεί το σημείο αναφοράς, διατηρείται στο ιστορικό υψηλό του 4%, όπως ήταν από τον Οκτώβριο του 2023.
Οι επενδυτές ήλπιζαν να μάθουν περισσότερα από τη Φρανκφούρτη. Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επέλεξε τη σιωπή, την ώρα που οι προβλέψεις της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό δείχνουν ότι ο στόχος του 2,% πλησιάζει όλο και περισσότερο.
Αυτά ήταν, εν ολίγοις, τα νέα που έφτασαν χθες, Πέμπτη, σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, αλλά και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού από την έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Φρανκφούρτη.
Στη συνεδρίαση του περασμένου μήνα, η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ είχε δηλώσει ότι το θέμα της μείωσης των επιτοκίων ήταν «πρόωρο». “Τα στοιχεία για τις τιμές κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση” είχε πει χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με την ίδια ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα μειωθεί στο στο 2,3% το 2024 και θα φτάσει στο 2% το 2025. Το όριο δηλαδή το οποίο προβλέπουν οι Συνθήκες της ΕΕ.
Σύμφωνα με πληροφορίες από τη Φρανκφούρτη, οι δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ δείχνουν αυτό που αναμένουν άπαντες σε Γερμανία και Γαλλία. Τη μείωση των βασικών επιτοκίων τον ερχόμενο Ιούνιο.
Ωστόσο η πρόεδρος Λαγκάρντ δεν είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει στις – ισχυρές- κυβερνήσεις των κρατών – μελών της Ευρωζώνης τονίζοντας για νιοστή φορά, ότι η ΕΚΤ είναι πλήρως ανεξάρτητη και παράλληλα πετώντας την μπάλα στο γήπεδο των κρατών – μελών, λέγοντας ότι η ΕΚΤ είχε ζητήσει την ένωση κεφαλαιαγορών από το 2020”.
Η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής είναι κάτι που διαφαίνεται στον ορίζοντα. Μια εξέλιξη η οποία, ναι μεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες (σσ. τις περισσότερες), αλλά κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα εάν αυτό θα αποφασιστεί στη συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ τον ερχόμενο Ιούνιο, όταν καίτοι η ΕΚΤ είναι πρακτικά ανεξάρτητη, θα λάβουν χώρα οι επόμενες ευρωπαϊκές εκλογές.
Καθώς το κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη αυξάνεται, η ζήτηση για τραπεζικό δανεισμό μειώνεται. Με λίγα λόγια, ολοένα και λιγότερες επιχειρήσεις, αλλά και φυσικά πρόσωπα, δανείζονται από τις τράπεζες. Κάτι που επηρεάζει την κατανάλωση και τις επενδύσεις, τόσο από τις επιχειρήσεις, όσο και από τα νοικοκυριά. Το μειονέκτημα αυτής της πολιτικής: η οικονομία της ευρωζώνης παραμένει στάσιμη εδώ και σχεδόν ενάμιση χρόνο και αρκετοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.
Παρά ταύτα το ζήτημα της αύξησης των μισθών παραμένει στην ατζέντα. Μετά από τρία χρόνια -κατά τη διάρκεια των οποίων οι τιμές αυξήθηκαν ταχύτερα από τους μισθούς- παρατηρούνται τεράστιες διαμαρτίες σε μερικά από τα πλουσιότερα κράτη – μέλη της ΕΕ, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία. Σε σημείο που εξανάγκασε ορισμένα στελέχη της ΕΚΤ να συμμετάσχουν εξ αποστάσεως στη συνεδρίαση της ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη.