Με τον εγχώριο πληθωρισμό να αυξάνεται και πάλι τον Δεκέμβριο, όπως ανακοίνωσε την Παρασκευή (05.01.24) η Eurostat, στο πλαίσιο μίας συνολικής επιτάχυνσης των τιμών σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, παρατηρούνται διαφοροποιήσεις στους παράγοντες που επηρεάζουν το φαινόμενο σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Στην χώρα μας οι ενεργειακές πιέσεις ήταν μικρότερες σε σχέση με την Ευρώπη, εν αντιθέσει με τον πυρήνα του πληθωρισμού όπου η Ελλάδα δείχνει περισσότερο εκτεθειμένη. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα newsit.gr
Διεθνείς αναλυτές, μάλιστα, μέσα στην εβδομάδα που πέρασε έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός πως για την νέα ευρωπαϊκή άνοδο των τιμών, υπαίτιες ήταν οι πιέσεις στον κλάδο της ενέργειας, και αυτό λόγω της απόσυρσης των μέτρων στήριξης που τέθηκαν σε ισχύ έναν χρόνο πριν σε μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης, όπως η Γερμανία και η Γαλλία. Ειδικά, στην πρώτη οικονομία της Ευρωζώνης το «άλμα» στις τιμές τον Δεκέμβριο ήταν εντυπωσιακό, από -7,3% σε 3,1%.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν έχει ισχύ η περίπτωση της απόσυρσης ενεργειακών μέτρων, με τις τιμές της ενέργειας να παραμένουν σε πορεία μείωσης, αν και σε βραδύτερο ρυθμό (-4% από -7,2%), μεταβολή που εν μέρει εξηγείται από τις επιπλοκές που έχουν υπάρξει στις ενεργειακές αγορές από τον πόλεμο σε Μέση Ανατολή και τις εντάσεις στην Ερυθρά Θάλασσα, χωρίς ωστόσο να μπορεί να αποδοθεί ολοκληρωτικά εκεί.
Υπηρεσίες – δομικός πληθωρισμός
Από τις τέσσερις γενικές κατηγορίες τις οποίες «ξεχωρίζει» η Eurostat, πλην της ενέργειας, στην Ελλάδα επιτάχυνση παρατηρήθηκε τον Δεκέμβριο μόνο στις Υπηρεσίες (3,6% από 2,4%), εν αντιθέσει με τα Βιομηχανικά Αγαθά τα οποία επιβραδύνθηκαν στο 2,6% από 3,4%, ενώ τα Τρόφιμα παρέμειναν σταθερά υψηλά στο 7,6%.
Η αισθητή άνοδος στις τιμές των υπηρεσιών στην Ελλάδα, μάλιστα, την φέρνει σε «κόντρα» με την τάση στον μέσο όρο της Ευρωζώνης, στην οποία παρέμεινε σταθερός σε ρυθμό 4%.
Η εν λόγω διαφοροποίηση αποτυπώνεται και στον δείκτη του δομικού πληθωρισμού, του οποίου βασική συνιστώσα για την κίνηση είναι οι υπηρεσίες.
Έτσι , στην Ελλάδα υπήρξε νέα επιτάχυνση του πυρήνα του πληθωρισμού κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, στο 3,3% από 2,8%, όντας μάλιστα η μοναδική χώρα σε επιτάχυνση από όλες της ΕΕ που έχουν παραδώσει στοιχεία Δεκεμβρίου. Αυτή ήταν και η πρώτη άνοδος του ελληνικού δομικού πληθωρισμού έπειτα από 5 μήνες.
Η γενική τάση, από την οποία εξαιρείται η Ελλάδα, είναι της επιβράδυνσης στον δομικό πληθωρισμό, με τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη να ανέρχεται σε 3,4% από 3,6%.
Η επιμονή του πυρήνα του πληθωρισμού, άλλωστε, αποτέλεσε ένα ζήτημα που στη μεγαλύτερη διάρκεια του προηγούμενου έτους απασχόλησε το οικονομικό επιτελείο, αν και σε συνθήκες έντασης του φαινομένου σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ τώρα, κατά τα φαινόμενα, η Ελλάδα αποτελεί «νησίδα» ανόδου των εν λόγω τιμών.
Το πάγιο πρόβλημα των τροφίμων
Όμως στην ελληνική οικονομία το βασικό πρόβλημα παραμένει η σταθερά υψηλή τιμή των τροφίμων. Τον Δεκέμβριο καταγράφηκε νέα άνοδος των τιμών κατά 7,6%. Το ποσοστό αυτό προστίθεται σε διαδοχικές υπέρογκες αυξήσεις σε βάθος… ετών.
Χαρακτηριστικό είναι πως η τελευταία φορά που ο ελληνικός δείκτης τιμών τροφίμων αυξήθηκε σε ρυθμό κάτω του 5% ήταν τον Ιανουάριο του 2022, ήτοι πριν από δύο χρόνια. Σε όλο αυτό το διάστημα, οι αυξήσεις στην Ελλάδα ήταν από τις μεγαλύτερες σε επίπεδο κρατών της ΕΕ και σταθερά πάνω από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.
Σε αυτό θα πρέπει να συνυπολογιστεί, πως οι αυξήσεις πλέον πραγματοποιούνται σε συνθήκες όπου σε παγκόσμιο επίπεδο οι τιμές των τροφίμων πέφτουν. Σύμφωνα με ανακοίνωση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών ο κλάδος των τροφίμων σημείωσαν φέτος την μεγαλύτερη ετήσια πτώση από το 2015, με μείωση κατά 1,5% από το επίπεδο του Νοεμβρίου και κατά 10% από πέρυσι.
Οι μεγαλύτερες μειώσεις σημειώθηκαν στην ζάχαρη (-17% τον Δεκέμβριο) σε χαμηλό 9 μηνών, τα φυτικά έλαια -1,4% και το κρέας -1%. Και όλα αυτά ενώ οι τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα (και λιγότερο στην Ευρωζώνη)… εξακολουθούν να ανεβαίνουν.
Από πλευράς κυβέρνησης, ωστόσο, διά στόματος υπουργού Ανάπτυξης Κ. Σκρέκα, υπήρξε η πρόβλεψη πως από τον Μάρτιο και μετά, θα υπάρξει μείωση των τιμών στα ράφια της λιανικής ενώ προς αυτή την κατεύθυνση εντείνονται οι έλεγχοι καθώς θεωρείται πως ισχυρό ρόλο στο εν Ελλάδι φαινόμενο «παίζει» η κερδοσκοπία.
Ο πληθωρισμός επέστρεψε… τα επιτόκια θα μειωθούν;
Ωστόσο, τα στοιχεία της Eurostat για την Ευρωζώνη πέρα από την άμεση συνέπεια της ακρίβειας, ενδέχεται να σχετίζονται και με έναν άλλον κρίσιμο παράγοντα της διεθνούς οικονομίας, την νομισματική πολιτική.
Η ΕΚΤ έχει διαμηνύσει σε όλους τους τόνους πως θα παραμείνει πιστή στον πληθωριστικό στόχο του 2% προτού ξεκινήσει την διαδικασία μείωσης των επιτοκίων, ενώ ακόμα και η Fed, μετά και την δημοσίευση των πρακτικών της συνάντησης του Δεκεμβρίου, φαίνεται πως αντιμετωπίζει αρκετές… δεύτερες σκέψεις στο εσωτερικό της.
Οι αγορές προεξοφλούν ότι η ΕΚΤ θα μειώσει τα επιτόκια έξι φορές φέτος, με την πρώτη κίνηση να έρχεται τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο, ενώ οι κεντρικοί τραπεζίτες υποστηρίζουν ότι μπορεί να χρειαστεί μέχρι το β’ εξάμηνο του 2024 για να κατακτηθεί η εμπιστοσύνη ότι ο πληθωρισμός είναι πράγματι υπό έλεγχο, γεγονός που απειλείται με ανατροπή, εάν η ανοδική τάση επιμείνει και στους επόμενους μήνες.
Ήδη τα προηγούμενα 24ωρα κι ενόψει της ανακοίνωσης της Eurostat για την οποία αναμενόταν ότι θα «δείξει» άνοδο του πληθωρισμού, οι αγορές περιόρισαν τις προσδοκίες τους για τις μειώσεις των επιτοκίων, από 174 μ.β. σε 149 μ.β. μέσα στο 2024.
Ωστόσο, η νέα άνοδος του πληθωρισμού δεν έπιασε εξ απήνης την ΕΚΤ.
Στις τελευταίες προβλέψεις που δημοσιοποίησε μαζί με την ανακοίνωση της απόφασης νομισματικής πολιτικής του Δεκεμβρίου (η οποία κράτησε εκ νέου σταθερά τα επιτόκια), η ΕΚΤ προεξοφλεί πως θα υπάρξουν νέες αυξήσεις στις τιμές οι οποίες θα διαρκέσουν έως τα μέσα του 2024, πριν αρχίσουν να αποκλιμακώνονται. Η αισιοδοξία της, ωστόσο, είναι συγκρατημένη καθώς η Φρανκφούρτη εκτιμά πως ακόμα και πέρα από το 2026, δεν πρόκειται να υπάρξει μείωση των τιμών στα επίπεδα προ της ενεργειακής κρίσης, που εκτόξευσε τον πληθωρισμό στα ύψη.
Σε ένα ακόμα πιο δυσμενές σενάριο μια κλιμάκωση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή που θα επέφερε διαταραχές στην οικονομική δραστηριότητα και ανοδική ώθηση στις τιμές ενέργειας και εμπορευμάτων θα είχε ακόμη πιο οδυνηρές συνέπειες με πληθωρισμό κατά 0,9% υψηλότερο από τις βασικές προβλέψεις το 2024 και κατά 0,4% το 2025, με το κύριο σενάριο να προβλέπει 2,7% το 2024, 2,1% το 2025 και σε 1,9% το 2026. Μια εφαρμογή του δυσμενούς σενάριο θα σήμαινε για την Ευρωζώνη πως το ΑΕΠ θα είναι κατά 0,7% πιο χαμηλό το 2024 και κατά 0,3% το 2025.
Κατά συνέπεια, αν η ΕΚΤ επιμείνει στην θέση της πως θα εξετάζει τα εισερχόμενα στοιχεία για την οικονομία προτού προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων, σημαίνει πως οι κινήσεις νομισματικής πολιτικής της, παραμένουν… terra incognita, παρά τους υπολογισμούς των αγορών.