Ο προϋπολογισμός του 2024, που κατατέθηκε στη Βουλή από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη, χαρακτηρίζεται από έναν συνδυασμό δημοσιονομικής βελτίωσης, αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,1% του ΑΕΠ το 2024 από 1,1% του ΑΕΠ φέτος, καθώς και παρεμβάσεων 2 δισ. ευρώ για τη βελτίωση του εισοδήματος, κυρίως δημοσίων υπαλλήλων.
«Κλειδί» για την επίτευξη των φιλόδοξων αυτών στόχων είναι οι επενδύσεις που προβλέπεται να αυξηθούν κατά 15,1% σε σύγκριση με φέτος. Η φετινή χρονιά στον τομέα των δημοσίων επενδύσεων ήταν μάλλον απογοητευτική, αφού αυτές μειώθηκαν από 11,3 δισ. ευρώ σε 10,8 δισ. ευρώ, εξαιτίας και της εκλογικής περιόδου, αλλά και της καθυστέρησης της τελευταίας δόσης του Ταμείου Ανάκαμψης. Τα έσοδα από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι 2 δισ. ευρώ, χαμηλότερα από τα 2,8 δισ. ευρώ του προηγούμενου έτους. Η μείωση αντισταθμίστηκε από την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, με τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης να παίζουν καθοριστικό ρόλο, αλλά και πάλι ο συνολικός ρυθμός αύξησης των επενδύσεων ήταν περίπου ο μισός από αυτόν που είχε προβλεφθεί στον προϋπολογισμό του 2023, δηλαδή ήταν 7,1%. Για το 2024, η κυβέρνηση φιλοδοξεί να ανακτήσει το χαμένο έδαφος στις δημόσιες επενδύσεις, προβλέποντας να αυξηθούν στο ύψος ρεκόρ των 12,1 δισ. ευρώ ή κατά 12,43%, συνεισφέροντας καθοριστικά στη συνολική αύξηση επενδύσεων κατά 15,1%. Σημειώνεται ότι από τα 12,1 δισ. ευρώ, τα 6,5 δισ. ευρώ είναι τα ευρωπαϊκά κονδύλια του ΕΣΠΑ, τα 2 δισ. ευρώ είναι το εθνικό σκέλος του ΕΣΠΑ και τα 3,6 δισ. ευρώ είναι τα προβλεπόμενα έσοδα από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Πάντως, παρά την επιβράδυνση των δημοσίων επενδύσεων το 2023, την παρτίδα του προϋπολογισμού έσωσε ο τουρισμός, που σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό και την αύξηση των μισθών και συντάξεων οδήγησε σε αύξηση εσόδων 9,1% φέτος.
Ο προϋπολογισμός του 2024 προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,9% (0,1% κάτω από το προσχέδιο, αλλά και πάλι υψηλότερο από τις προβλέψεις των διεθνών οργανισμών όπως της Ε.Ε. 2,3% και του ΔΝΤ 2%), έναντι 2,4% φέτος (από 2,3% του προσχεδίου). Ο ρυθμός αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης προβλέπεται να υποχωρήσει ελαφρώς και η δημόσια κατανάλωση να μειωθεί, ενώ αντιθέτως προβλέπεται επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο 5,6% και των επενδύσεων στο 15,1%. Ο πληθωρισμός θα είναι φέτος 3,9% (4,1% ο εναρμονισμένος δείκτης) και του χρόνου θα υποχωρήσει στο 2,6%, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό. Η Κομισιόν τον βλέπει σε 4,3% φέτος (εναρμονισμένος) και 2,8% το 2024. Η ανεργία από 11,2% φέτος κατά μέσον όρο θα υποχωρήσει στο 10,6%.
Σε ονομαστικούς όρους το ΑΕΠ φτάνει στα 233,775 δισ. ευρώ το 2024, επιστρέφοντας εκεί όπου βρισκόταν πριν από μια 15ετία.
Ο πήχυς για το πρωτογενές πλεόνασμα ανεβαίνει στο 2,1% του ΑΕΠ από 1,1% το 2023.
Το καλό νέο είναι η προβλεπόμενη μείωση του χρέους όχι μόνον ως ποσοστού του ΑΕΠ, αλλά και σε απόλυτο μέγεθος για πρώτη φορά εδώ και χρόνια. Συγκεκριμένα, προβλέπεται να κλείσει το 2024 στα 356 δισ. ευρώ από 357 δισ. ευρώ φέτος, ή στο 152,3% του ΑΕΠ από 160,3% του ΑΕΠ φέτος.
Τα έσοδα που θα προκύψουν από τον νέο τρόπο φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών, περίπου 600 εκατ. ευρώ, διευκολύνουν την αύξηση των δαπανών για την επιχορήγηση των νοσοκομείων κατά 20%, ή 481 εκατ. ευρώ, καθώς και της παιδείας κατά 255 εκατ. ευρώ.
Ενα μέρος των επιχορηγήσεων προς τα νοσοκομεία θα κατευθυνθεί για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε προσφυγή κατά της Ελλάδας την προηγούμενη εβδομάδα εξαιτίας της αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών, η οποία επιβεβαιώνεται και από τα χθεσινά στοιχεία του προϋπολογισμού: Αυτές ήταν 2,376 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο, από 2,253 δισ. ευρώ τον Ιούνιο και από 1,712 τον Δεκέμβριο του 2022.
Οι δείκτες του προϋπολογισμού εμφανίζουν, εξάλλου, μείωση των ανισοτήτων και της φτώχειας το 2023.
Οι κίνδυνοι
Ως πηγή κινδύνου καταγράφεται η εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία και των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, με αναβίωση της ενεργειακής κρίσης, ενώ αβεβαιότητα επικρατεί ως προς την πιθανότητα περαιτέρω αυξήσεων των επιτοκίων. Σε ανάλυση ευαισθησίας που περιέχει ο προϋπολογισμός, γίνεται η παραδοχή για χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης κατά 1%, κάτι που θα οδηγούσε σε πρωτογενές πλεόνασμα 1,7%, έναντι του προβλεπόμενου 2,1% του ΑΕΠ.