Νέα αναταραχή προκαλείται στις διεθνείς αγορές καυσίμων μετά την απόφαση της Ρωσίας να επιβάλει επ’ αόριστον απαγόρευση στις εξαγωγές ντίζελ και βενζίνης στις περισσότερες χώρες, μια κίνηση που απειλεί τον εφοδιασμό καυσίμων ενόψει του χειμώνα και ίσως οδηγήσει σε νέες ελλείψεις σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σε κυβερνητικό διάταγμα που υπέγραψε ο πρωθυπουργός Μιχαήλ Μισούστιν, το Κρεμλίνο ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι θα εισαγάγει «προσωρινούς» περιορισμούς στις εξαγωγές ντίζελ για να σταθεροποιήσει τις τιμές των καυσίμων στην εγχώρια αγορά.
Η απαγόρευση, η οποία τέθηκε σε άμεση ισχύ και ισχύει για όλες τις χώρες εκτός από τέσσερα πρώην σοβιετικά κράτη, δεν έχει ημερομηνία λήξης. Οι χώρες που εξαιρούνται από την απαγόρευση είναι η Λευκορωσία, το Καζακστάν, η Αρμενία και το Κιργιστάν, και είναι μέλη της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης υπό την ηγεσία της Μόσχας.
Η Ρωσία είναι ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές ντίζελ στον κόσμο και σημαντικός εξαγωγέας αργού πετρελαίου. Οι διεθνείς αγορές εκφράζουν την έντονη ανησυχία τους για τις πιθανές επιπτώσεις της απαγόρευσης της Ρωσίας, ιδιαίτερα σε μια εποχή που τα παγκόσμια αποθέματα ντίζελ βρίσκονται ήδη σε χαμηλά επίπεδα. Οι τιμές του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές εκτινάχθηκαν έως και 1 δολάριο το βαρέλι την ημέρα ανακοίνωσης της απαγόρευσης, προτού τελικά υποχωρήσουν στο κλείσιμο.
Τα διεθνή συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του αργού Brent διαπραγματεύθηκαν 0,9% υψηλότερα στα 94,13 δολάρια το βαρέλι το απόγευμα της Παρασκευής στο Λονδίνο, ενώ τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του αμερικανικού WTI σημείωσαν άνοδο 1,1% στα 90,62 δολάρια.
Οι ενεργειακοί αναλυτές εκτιμούν ότι η ασαφής γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στην ανακοίνωση της Ρωσίας καθιστούσε δύσκολη την εκτίμηση σχετικό με το χρονικό διάστημα που θα παραμείνει σε ισχύ η απαγόρευση και προειδοποίησαν ότι η Μόσχα θα μπορούσε για άλλη μια φορά να επιδιώξει να χρησιμοποιήσει ως όπλο τις προμήθειες καυσίμων ενόψει της επερχόμενης χειμερινής περιόδου θέρμανσης.
Εκπρόσωπος του Κρεμλίνου δήλωσε την Παρασκευή ότι η απαγόρευση των εξαγωγών καυσίμων θα διαρκέσει για όσο διάστημα είναι απαραίτητο για να διασφαλιστεί η σταθερότητα της αγοράς, σύμφωνα με το Reuters.
Τις εβδομάδες που προηγήθηκαν της παρέμβασης της Πέμπτης, οι αναλυτές είπαν ότι οι ρωσικές εξαγωγές ντίζελ είχαν δεχθεί πιέσεις καθώς το ρούβλι παραμένει αδύναμο, αλλά και λόγω της συντήρησης των εγχώριων διυλιστηρίων και των προσπαθειών της κυβέρνησης για αύξηση της εγχώριας προσφοράς.
«Όλες οι συμφωνίες που υπήρξαν πριν από την έναρξη ισχύος της απαγόρευσης εξακολουθούν να ισχύουν, πράγμα που σημαίνει ότι η πιθανότητα άμεσης διακοπής των εξαγωγών ντίζελ και βενζίνης είναι απίθανη, πιθανότατα θα χρειαστούν 1-2 εβδομάδες για να φανεί ο αντίκτυπος», δήλωσε την Παρασκευή ο Viktor Katona, επικεφαλής αναλυτής στο Kpler.
«Μέχρι εκείνο το σημείο, ωστόσο, η κυβέρνηση μπορεί ήδη να ακυρώσει αυτό το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, τόσο απότομα όσο δημοσιεύτηκε», πρόσθεσε.
Τι αντίκτυπο μπορεί να έχει η απαγόρευση;
Πριν από την πλήρη εισβολή του Κρεμλίνου στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του περασμένου έτους, τα ρωσικά διυλιστήρια εξήγαγαν περίπου 2,8 εκατομμύρια βαρέλια προϊόντων πετρελαίου ημερησίως. Αυτός ο αριθμός μειώθηκε έκτοτε σε περίπου 1 εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως, σύμφωνα με την ING, αλλά η Μόσχα εξακολουθεί να παραμένει σημαντικός παίκτης στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας.
Ο Γουόρεν Πάτερσον, επικεφαλής στρατηγικής εμπορευμάτων στην ING, υπογράμμισε ότι η απαγόρευση των εξαγωγών καυσίμων από τη Ρωσία ήταν μια σημαντική εξέλιξη ενόψει του χειμώνα του Βόρειου Ημισφαιρίου, μια περίοδο που συνήθως θα έβλεπε μια εποχική αύξηση της ζήτησης.
«Η αγορά μεσαίου αποστάγματος γνώριζε ήδη σημαντική ισχύ ενόψει αυτής της απαγόρευσης με τα αποθέματα να είναι σφιχτά στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ασία καθώς κατευθυνόμαστε προς το χειμώνα του Βόρειου Ημισφαιρίου», είπε ο Πάτερσον, αναφέροντας παράγοντες όπως οι περικοπές παραγωγής του ΟΠΕΚ+, η ανάκαμψη των αεροπορικών ταξιδιών και η Ευρώπη που αγωνίζεται να αντικαταστήσει τα ρωσικά προϊόντα διύλισης μετά την απαγόρευση που τέθηκε σε ισχύ τον Φεβρουάριο.
Η Σαουδική Αραβία, «βασίλισσα» του ΟΠΕΚ, δήλωσε στις 5 Σεπτεμβρίου ότι θα επεκτείνει τη μείωση της παραγωγής κατά 1 εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως μέχρι το τέλος του έτους, με τη Ρωσία να δεσμεύεται να μειώσει τις εξαγωγές πετρελαίου κατά 300.000 βαρέλια την ημέρα μέχρι το τέλος του έτους. Και οι δύο χώρες έχουν πει ότι θα επανεξετάζουν τις εθελοντικές περικοπές τους σε μηνιαία βάση.
«Ο σκοπός της απαγόρευσης είναι προφανώς η αντιμετώπιση της στενότητας και των υψηλών τιμών στις εγχώριες ρωσικές αγορές, όπου οι υψηλές τιμές του πετρελαίου σε συνδυασμό με ένα αποδυναμωμένο ρούβλι πρέπει να είναι επώδυνες για τους Ρώσους καταναλωτές», δήλωσε την Παρασκευή ο Κάλουμ Μακπέρσον, επικεφαλής εμπορευμάτων της Investec.
«Μπορεί να είναι σύμπτωση ότι αυτή η απαγόρευση ανακοινώθηκε την επόμενη μέρα που η Ρωσία πέρασε δύσκολα στον ΟΗΕ ή μπορεί να είναι μια διεύρυνση της πολιτικής χρήσης της ενέργειας ως όπλου προκειμένου να αντιδράσει τις πιέσεις που δέχεται».
Η Ρωσία τους τελευταίους μήνες αντιμετωπίζει ελλείψεις βενζίνης και ντίζελ και οι τιμές των καυσίμων χονδρικής έχουν εκτοξευθεί λόγω της αύξησης των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου και της αποδυνάμωσης του ρουβλίου. Η χώρα εφαρμόζει μια μακρόχρονη πολιτική περιορισμού των λιανικών τιμών των καυσίμων, προσπαθώντας να τις περιορίσει σύμφωνα με τον επίσημο πληθωρισμό.
Το μέτρο που ανακοινώθηκε θα μπορούσε να επιδεινώσει τις τρέχουσες ελλείψεις στην παγκόσμια αγορά ντίζελ, σημειώνει το πρακτορείο Bloomberg υπενθυμίζοντας ότι τα διυλιστήρια σε ολόκληρο τον κόσμο να παρουσιάζουν αδυναμία να παράξουν αρκετό καύσιμο, εν μέσω περιορισμένων προμηθειών αργού από τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία, τους μεγαλύτερους παραγωγούς εντός του ΟΠΕΚ και των συμμάχων του.