Τα βάρη της κρίσης από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με την εκτίναξη του κόστους παραγωγής αλλά και των τιμών των αγροτικών προϊόντων συνεχίζουν να επιβαρύνουν τόσο τους αγρότες και τις αγορές όσο και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
Όμως, παρά την αβεβαιότητα που συνεχίζει να επικρατεί, οι τρέχουσες μακροοικονομικές προβλέψεις της ΕΕ είναι σχετικά πιο θετικές από ό,τι το φθινόπωρο του 2022.
Μία επισκόπηση των τελευταίων τάσεων και προοπτικών σε μια σειρά κλάδους του αγροδιατροφικού τομέα, παρουσιάζει η Κομισιόν στην ανοιξιάτικη έκδοση της έκθεσης με τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές των γεωργικών αγορών της ΕΕ.
Εισροές και λιπάσματα
Οι υψηλές τιμές των βασικών προϊόντων πέρυσι συνέβαλαν στην αντιμετώπιση του υψηλού κόστους των εισροών και το αγροτικό εισόδημα αυξήθηκε κατά μέσο όρο, με σημαντικές τομεακές και περιφερειακές διαφορές.
Έτσι, η τελευταία έκθεση για τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές εκτιμά, ότι η μείωση του ενεργειακού πληθωρισμού θα μπορούσε να φέρει κάποια ανακούφιση όσον αφορά τις τιμές των εισροών και τα λιπάσματα, ιδίως τα αζωτούχα να γίνουν πιο προσιτά για τους παραγωγούς σε σχέση με το 2022. Παρόλα αυτά, οι τιμές των λιπασμάτων και της ενέργειας εξακολουθούν να είναι διπλάσιες από ό,τι στις αρχές του 2020.
«Οι αγρότες έχουν αρχίσει να προσαρμόζονται σε αυτή τη νέα κατάσταση, ανταποκρινόμενοι επίσης στα περιβαλλοντικά και κλιματικά μέτρα. Επιλέγουν μάλιστα όλο και περισσότερο καλλιέργειες με χαμηλότερες ανάγκες σε λιπάσματα, και η χρήση ορυκτών λιπασμάτων αναμένεται να είναι κάτω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο και κατά την προσεχή περίοδο», επισημαίνεται στην έκθεση.
Οι τιμές των τροφίμων
Οι μέσες τιμές των τροφίμων στην ΕΕ είναι κατά 19,5% υψηλότερες τον Φεβρουάριο του 2023 από ό,τι τον Φεβρουάριο του 2022, γεγονός που οδηγεί τους καταναλωτές να αγοράζουν βασικά αλλά και φθηνότερα είδη διατροφής αλλά και να προσαρμόζουν τις απαιτήσεις τους σε διαφορετικά προϊόντα, όπωςγια παράδειγμα να καταναλώνουν περισσότερα πουλερικά και λιγότερο μοσχαρίσιο κρέας.
Παρά τις μειώσεις που παρατηρούνται σε ορισμένα κόστη εισροών, σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις, οι τιμές των τροφίμων αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για κάποιο χρονικό διάστημα προτού στραφούν προς τα κάτω.
Παράλληλα, η ξηρασία και τα κλιματικά φαινόμενα θα επηρεάσουν την προσφορά ορισμένων αγροτικών προϊόντων. Για παράδειγμα, η παραγωγή ελαιολάδου στην ΕΕ το 2022/2023 μειώθηκε κατά σχεδόν 40% σε ετήσια βάση, οδηγώντας σε υψηλότερες τιμές.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, εκτός από τη μείωση των προμηθειών, μπορεί να επηρεαστεί και η ποιότητα. Αυτό ισχύει για παράδειγμα για τη συγκομιδή πορτοκαλιών στην ΕΕ το 2022/2023.
Οι ασθένειες
Εκτός από τους περιορισμούς της παραγωγής που σχετίζονται με τις καιρικές συνθήκες και το κόστος, οι ασθένειες των ζώων αυξάνουν την αβεβαιότητα στις προοπτικές της ζωικής παραγωγής της ΕΕ.
Ο τομέας των πουλερικών «χτυπήθηκε» έντονα από τη γρίπη των πτηνών, ενώ ο τομέας του χοιρείου κρέατος επηρεάστηκε από την αφρικανική πανώλη των χοίρων. Αυτό οδήγησε σε μείωση των εξαγωγών των εν λόγω προϊόντων από την ΕΕ.
Αροτραίες καλλιέργειες
Ο ζεστός και ξηρός καιρός επηρέασε την παραγωγή δημητριακών στην ΕΕ το 2022/2023, ιδίως τον αραβόσιτο με αποδόσεις που μειώθηκαν κατά 25%. Οι αυξανόμενες εισαγωγές από την Ουκρανία βοηθούν τις περιοχές της ΕΕ που πλήττονται από την ξηρασία να ικανοποιήσουν την εγχώρια χρήση τους, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας καλύπτεται από τη ζήτηση ζωοτροφών. Η ΕΕ συνεχίζει να αυξάνει τις εξαγωγές της σε σιτάρι (+9,4%, 32 εκατ. τόνοι) για να ανταποκριθεί στην παγκόσμια ζήτηση.
Η συνολική παραγωγή δημητριακών της ΕΕ το 2023/24 θα μπορούσε να φθάσει τους 288,4 εκατομμύρια τόνους (+8,6% σε ετήσια βάση), υπό την προϋπόθεση ότι οι καιρικές συνθήκες θα είναι κανονικές.
Η αναμενόμενη μείωση της παραγωγής κρέατος στην ΕΕ αναμένεται να μειώσει τη χρήση σιτηρών για ζωοτροφές, ενώ η χρήση τροφίμων αναμένεται να αυξηθεί ελαφρά.
Η παραγωγή ελαιούχων σπόρων στην ΕΕ το 2023/24 θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 7% σε ετήσια βάση και να φθάσει σε νέο ρεκόρ 33,6 εκατομμυρίων τόνων.
Η έκταση ζαχαρότευτλων στην ΕΕ το 2023 προβλέπεται να μειωθεί κατά 3% κάτω από τον μέσο όρο της πενταετίας σε 1,455 εκατομμύρια εκτάρια, αλλά οι αποδόσεις αναμένεται να είναι σύμφωνες με τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο, με αποτέλεσμα η παραγωγή ζαχαρότευτλων να ανέλθει σε περίπου 111 εκατομμύρια τόνους.
Εξειδικευμένες καλλιέργειες
Η χαμηλότερη παραγωγή ελαιολάδου, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος εισροών, θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές καταναλωτή και εξαγωγών. Ως αποτέλεσμα, τόσο η κατανάλωση όσο και οι εξαγωγές της ΕΕ αναμένεται να μειωθούν (μετά από ένα επίπεδο ρεκόρ εξαγωγών που καταγράφηκε πέρυσι).
Σε αντίθεση με την παραγωγή ελαιολάδου, η παραγωγή οίνου στην ΕΕ αυξάνεται και οι εξαγωγές της ΕΕ θα παραμείνουν σταθερές, κατά 3% πάνω από τον μέσο όρο της πενταετίας.
Σχεδόν το ήμισυ της παραγωγής μήλων αναμένεται να διοχετευθεί στη μεταποίηση. Αυτό είναι αποτέλεσμα της μεγαλύτερης διαθεσιμότητας μήλων χαμηλότερης ποιότητας που δεν είναι κατάλληλα για νωπή κατανάλωση, των χαμηλών τιμών τους, των χαμηλότερων δυνατοτήτων εξαγωγής και του υψηλού κόστους ενέργειας για την αποθήκευση.
Η κατανάλωση φρέσκων μήλων θα μπορούσε να μειωθεί (αλλά λιγότερο από ό,τι σε ορισμένα άλλα είδη φρούτων), ενώ η κατανάλωση επεξεργασμένων μήλων θα αυξηθεί χάρη στη μεγαλύτερη διαθεσιμότητα των προϊόντων και στις αποφάσεις των καταναλωτών να αγοράζουν επεξεργασμένα προϊόντα αντί για φρέσκα, υψηλότερης τιμής.