Περισσότερες από 30 fintechs είχαν εισαχθεί στις αγορές των ΗΠΑ από την αρχή του 2020, καθώς οι επενδυτές συρρέαν σε εταιρείες που πίστευαν ότι θα μπορούσαν να επωφεληθούν από μια μακροπρόθεσμη στροφή προς την ψηφιοποίηση που επιταχύνθηκε από την πανδημία.
Ωστόσο, οι ανησυχίες για την αύξηση των επιτοκίων, η έλλειψη κερδών και τα μη δοκιμασμένα επιχειρηματικά μοντέλα, οδήγησαν σε τεράστιες απώλειες τις μετοχές των συγκεκριμένων εταιρειών και σε μεγάλες ζημίες τους κατόχους των μετοχών τους.
Ενδεικτικά, η Wells Fargo Strategic Capital ήταν ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές στα fintech πέρυσι, και έχει ήδη προχωρήσει σε απομειώσεις άνω των 500 εκατ. δολαρίων.
Οι μετοχές των προσφάτως εισηγμένων fintech έχουν υποχωρήσει κατά μέσο όρο περισσότερο από 50% από την αρχή του έτους, σύμφωνα με ανάλυση των Financial Times, σε σύγκριση με το δείκτη Nasdaq που στο ίδιο διάστημα καταγράφει πτώση 29%.
Η σωρευτική κεφαλαιοποίησή τους μειώθηκε κατά 156 δισ. δολάρια το 2022. Ενώ εάν κάθε μετοχή μετρηθεί από το υψηλό όλων των εποχών της, έχουν χαθεί σε κεφαλαιοποίηση περίπου 460 δισ. δολάρια.
Τέλος, ορισμένες εταιρείες fintech αντιμετωπίζουν επίσης πρόσθετη πίεση από τις ρυθμιστικές αρχές, καθώς οι Επιτροπές Κεφαλαιαγορών, όπως π.χ. η αμερικανική, εξετάζουν πρακτικές και ασυμβίβαστα.