Από εξονυχιστικό έλεγχο θα περάσουν οι οφειλέτες προκειμένου να σταματήσει να τους κυνηγάει η Εφορία χαρακτηρίζοντας τα χρέη τους ανεπίδεκτα είσπραξης. Για να καταχωρηθούν τα χρέη τους στο βιβλίο των ανεπίδεκτων είσπραξης θα πρέπει ο φοροελεγκτικός μηχανισμός να διαπιστώσει ότι δεν έχουν στη κατοχή τους κινητά η ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, διαβιούν σε συνθήκες ανέχειας και ότι έχουν ασκηθεί εναντίον τους όλα τα προβλεπόμενα αναγκαστικά μέτρα όπως κατασχέσεις και ποινικές διώξεις.
Μετά την πάροδο δεκαετίας και υπό προϋποθέσεις τα χρέη θα μπορούν να διαγραφούν. Όμως σε όλο αυτό το διάστημα οι οφειλέτες αλλά και όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα δεν θα μπορούν να λάβουν φορολογική ενημερότητα ούτε άλλο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων ενώ θα είναι δεσμευμένοι οι τραπεζικοί τους λογαριασμοί.
Η Φορολογική Διοίκηση, επιχειρεί για μια ακόμη φορά να φιλτράρει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προκειμένου να επικεντρωθεί στην είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών που έχουν πραγματικά πιθανότητες να εισρεύσουν στα κρατικά ταμεία. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΑΑΔΕ, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές έχουν φθάσει στα 109 δις. ευρώ. Ωστόσο τα 24,8 δις. ευρώ έχουν ήδη χαρακτηριστεί ανεπίδεκτα είσπραξης περιορίζοντας το πραγματικό ληξιπρόθεσμο χρέος στα 84,2 δις. ευρώ.
Οι προϋποθέσεις
Με τη νέα απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ Γιώργου Πιτσιλή για να χαρακτηριστεί μια οφειλή ως ανεπίδεκτη είσπραξης θα πρέπει να συντρέχει σωρευτικά σειρά προϋποθέσεων.
Συγκεκριμένα, θα πρέπει να:
1. Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της Φορολογικής Διοίκησης και από τις έρευνες αυτές να μην έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων, ή διαπιστώθηκε η καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκεινται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 και επόμενα του Αστικού Κώδικα και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων κατά των ανωτέρω ευθυνόμενων προσώπων με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων ή από τον εκκαθαριστή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης και η παύση των εργασιών της πτώχευσης, εφόσον έχει λάβει χώρα κήρυξη των ευθυνόμενων προσώπων σε πτώχευση, η οποία δεν έχει περατωθεί.
2. Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α’ 43), όπως ισχύει, σε όσες περιπτώσεις συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ή να μην είναι δυνατή η υποβολή αυτής.
3. Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων περιπτώσεων και ότι είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών από τον οφειλέτη και τα συνυπόχρεα πρόσωπα.
Από την ημερομηνία καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα 10 ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση, επέρχονται οι ακόλουθες συνέπειες:
– αναστέλλεται αυτοδίκαια η παραγραφή της οφειλής
– δεν χορηγείται στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα, αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία, παρά μόνο εφόσον πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου
– δεν χορηγείται στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα, άλλο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων
– δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα των παραπάνω προσώπων
Το Δημόσιο διατηρεί, το δικαίωμα λήψης όλων των προβλεπόμενων αναγκαστικών ή μη μέτρων και διενέργειας συμψηφισμού σε περίπτωση διαπίστωσης ύπαρξης περιουσιακών στοιχείων και μετά την καταχώριση της οφειλής στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης, ενώ διαγράφεται από το βιβλίο αυτό και επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της διαπιστωθεί ότι υπάρχει ή αποκτήθηκε από τον οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο περιουσιακό στοιχείο που καθιστά δυνατή τη μερική ή ολική εξόφληση της οφειλής.
Οφειλή που έχει καταχωρισθεί στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης, διαγράφεται από το βιβλίο αυτό και επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της διαπιστωθεί ότι υπάρχει ή αποκτήθηκε από τον οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο περιουσιακό στοιχείο που καθιστά δυνατή τη μερική ή ολική εξόφληση της οφειλής.