Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας οδηγούνται στο delivery αφού νωρίτερα έχουν χάσει τις δουλειές τους ή προέρχονται από κακοπληρωμένους κλάδους
Οι διανομείς είναι ένας επαγγελματικός κλάδος που την περίοδο της επιδημίας κορονοϊού έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην καθημερινότητα όλων. Ωστόσο, μεταξύ άλλων, τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί πως ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας καβαλάνε τα μηχανάκια που κυκλοφορούν στους δρόμους και μεταφέρουν από φαγητό μέχρι οτιδήποτε μπορεί να αγοράσει κανείς από ένα e-shop.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του news247.gr, o 55χρονος Κώστας Μακρυδήμας, ήταν για χρόνια φωτορεπόρτερ στα μεγαλύτερα ελληνικά πρακτορεία. Στις 22 Δεκεμβρίου του 2018, στο χιονισμένο στάδιο «Ολιμπίσκι» στο Κίεβο, ο Μακρυδήμας φωτογράφιζε τις φάσεις στους -13 βαθμούς Κελσίου. Αυτός έμελλε να είναι και ο τελευταίος αγώνας που κάλυπτε ως επαγγελματίας φωτορεπόρτερ.
“Δεν γίνεται να ζεις με το άγχος αν και πότε θα πληρωθείς”
Σήμερα, βρίσκεται για αρκετές ώρες κάθε μέρα σε ένα μηχανάκι στη Γλυφάδα, κάνοντας delivery γύρο χοιρινό και καλαμάκια κοτόπουλο. «Είδα πως δεν προχωρούσε η δουλειά με το φωτορεπορτάζ. Δεν γίνεται να ζεις καθημερινά με το άγχος για το αν θα πληρωθείς και πότε θα πληρωθείς. Δέχτηκα τότε και πρόταση για να αναλάβω μια δουλειά στη Θεσσαλονίκη, με τραγικά χρήματα» εξηγεί στο News 24/7, μιλώντας για την απόφασή του να στραφεί στο delivery. «Αν δούλευε και η σύζυγός μου ίσως να έμενα στο επάγγελμα λόγω αγάπης για τη δουλειά. Ωστόσο κι εκείνη έχει πάρει πτυχίο νοσηλευτικής πριν από 4 χρόνια και ο ΔΟΑΤΑΠ δεν της το έχει αναγνωρίσει ακόμα, με αποτέλεσμα να είναι άνεργη».
Ο γιος του είναι πλέον έξι ετών και ο Μακρυδήμας δεν σκέφτεται για την ώρα να αφήσει την δουλειά του διανομέα, καθώς όπως λέει η ζωή του έχει αλλάξει άρδην. «Κοίταξε, εξαρτάται και σε ποια περιοχή δουλεύεις. Εγώ βρήκα κατευθείαν δουλειά στη Γλυφάδα. Η πραγματικότητα είναι πως νιώθω ότι σώθηκα. Μάλιστα το κατάστημα στο οποίο αρχικά εργαζόμουν, έκλεισε κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown, ωστόσο προσλήφθηκα σε άλλο, κοντινό μαγαζί. Ειδικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας η δουλειά αυξήθηκε πάρα πολύ», λέει. «Όντας σε αυτή την περιοχή, είμαι από τους τυχερούς γιατί και τα tips είναι αρκετά και ο μισθός καλός. Στη Νέα Σμύρνη τα παιδιά που δουλεύουν, βγάζουν σε 3 μέρες τα φιλοδωρήματα που βγάζω εγώ. Στο κέντρο της Αθήνας τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα».
Ο μέσος όρος ηλικίας ανεβαίνει διαρκώς
Και ο ίδιος πάντως, παρατηρεί πως ολοένα και περισσότερο, ο μέσος όρος ηλικίας των εργαζομένων στην διανομή αυξάνεται: «Έχω συνάδελφο που είναι 59 χρονών. Ο μέσος όρος ηλικίας έχει ανέβει πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια. Όλοι όσοι έχω γνωρίσει, είναι άνθρωποι που είτε έχασαν τις δουλειές στις οποίες δούλευαν χρόνια, ή ήταν σε κακοπληρωμένες δουλειές όπως εγώ».
Η καθημερινότητα στον δρόμο είναι επικίνδυνη, ωστόσο ο Μακρυδήμας είναι διατεθειμένος να παίρνει το ρίσκο, αντί να επιστρέψει στα δεδομένα της προηγούμενης εργασίας του. «Έρχεσαι αντιμέτωπος με την οδηγική συμπεριφορά, σε βαθμό που πολλές φορές μόνο από τύχη επιστρέφεις σώος. Η επικινδυνότητα είναι σημαντικός παράγοντας στη δουλειά αυτή». Εκτός από τον κίνδυνο του τροχαίου όμως, προκύπτουν κι άλλες δύσκολες καταστάσεις. «Σε συνάδελφο στην Άνω Γλυφάδα έβγαλαν μαχαίρι και του επιτέθηκαν για να του πάρουν τα χρήματα. Τον πλησίασε κάποιος ενώ είχε μόλις αφήσει παραγγελία, τον ρώτησε αν έχει αναπτήρα και του έβγαλε μαχαίρι. Ευτυχώς άρχισε αμέσως να φωνάζει με αποτέλεσμα να βγουν άνθρωποι στα μπαλκόνια τους. Έτσι τη γλίτωσε».
“Όσες φορές διεκδικούσα κάποιο από τα δικαιώματα μου με απέλυαν”
Βορειότερα, στη Θεσσαλονίκη, ο Γιώργος Δημούδης που έχει κλείσει τα 40, εργάζεται επίσης ως διανομέας. Παλιότερα ήταν οδηγός σε φορτηγά, ωστόσο οι μισθοί του, όσες εταιρείες και αν άλλαξε ήταν πενιχροί. Έχει αλλάξει πάνω από είκοσι εταιρείες, ωστόσο δεν κατάφερε να βρει καμία με αξιοπρεπή μισθό και συνθήκες εργασίας. «Όσες φορές διεκδικούσα κάποιο από τα δικαιώματα μου, όπως τον μισθό στην ώρα του, τις υπερωρίες, την αναγνώριση της προϋπηρεσίας, τα επιδόματα, κατευθείαν με απέλυαν. Μέχρι τον Άρειο Πάγο έχω φτάσει σε δικαστική διαμάχη για τα δεδουλευμένα μου, αλλά αν δουλεύεις με μαύρα είναι πολύ δύσκολο να αποδείξεις οτιδήποτε».
Έτσι, τα τελευταία δύο χρόνια, η δουλειά του είναι αποκλειστικά η διανομή φαγητού. Ο Δημούδης έχει έναν γιο, πέντε ετών και οι συνθήκες που έχει αντιμετωπίσει στον δρόμο, τον οδηγούν, όπως λέει, στο να αποχαιρετά καθημερινά την οικογένειά του γιατί δεν ξέρει αν θα επιστρέψει στο σπίτι του. «Περνάω όλη την ημέρα πάνω σε ένα μηχανάκι. Ρούχα, κράνη και λοιπό εξοπλισμό δεν δίνει κανένας εργοδότης. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις που ξέρω, βάζουν τους εργαζόμενους να υπογράψουν ότι τα παρέλαβαν, ώστε να είναι νόμιμοι σε περίπτωση ελέγχου. Αν παρατηρήσεις, τον χειμώνα, μόλις ξεκινούν οι βροχές, πολλοί διανομείς φορούν σακούλες πάνω στα μηχανάκια γιατί δεν έχουν αδιάβροχα».
“Σαν να λες στον ψήστη να φέρει τα κάρβουνα από το σπίτι”
Ο μισθός του στα διάφορα καταστήματα που έχει εργαστεί ως διανομέας, κυμαίνεται από 3 μέχρι 4 ευρώ την ώρα. «Οι βενζίνες πάντα από την τσέπη μας. Το τηλέφωνο για να εξυπηρετήσουμε τους πελάτες επίσης από την τσέπη μας. Τα σέρβις στο μηχανάκι επίσης από την τσέπη μας. Ιδίως στην Θεσσαλονίκη όλα αυτά είναι δεδομένα. Μια με δύο εταιρείες ξέρω μόνο που τα καλύπτουν. Είναι σαν να λες στον ψήστη σε ένα γυράδικο, πως πρέπει να φέρει τα κάρβουνα από το σπίτι του». Στους μηνιαίους υπολογισμούς του μισθού του, εξηγεί πως πρέπει να αφαιρεί τα λειτουργικά έξοδα που δεν καλύπτουν οι εργοδότες, με αποτέλεσμα τα κέρδη να είναι ελάχιστα.
Η εργασία της συζύγου του, βοηθά στο να συντηρηθεί οικογενειακός προϋπολογισμός, ωστόσο και ο ίδιος αναζητά με την πρώτη ευκαιρία, τρόπο να φύγει από το επάγγελμα. «Με την πρώτη ευκαιρία που θα βρω κάτι καλύτερο θα φύγω. Σε ένα 8ωρο κάνω περίπου 100 χιλιόμετρα και οι συνθήκες, ειδικά τώρα εν μέσω πανδημίας, έχουν χειροτερέψει. Με το lockdown, όλοι θέλουν να κάνουν διανομή, αλλά τους διανομείς τους έχουν για πέταμα. Παίρνουν μάσκες με λογότυπο του καταστήματος για το προσωπικό που εργάζεται στον χώρο και στους διανομείς δεν παίρνουν. Με μια μάσκα και ένα ζευγάρι γάντια όλη την ημέρα, αν έρθω σε επαφή με έναν άνθρωπο που έχει τον ιό, θα τον μεταφέρω παντού».
“Βάζουν τα χρήματα στον λογαριασμό και μετά στα ζητάνε πίσω”
Ο Δημούδης, όπως και οι περισσότεροι συνάδελφοί του, αναγκάζεται να δουλεύει 12 ή και 15 ώρες, ώστε το μεροκάματο στο τέλος της ημέρας να φτάνει τουλάχιστον τον κατώτατο μισθό, αν και όπως λέει: «Οι καταστηματάρχες έχουν κάνει σύστημα τα τελευταία χρόνια να βάζουν τα χρήματα του κατώτατου μισθού στον τραπεζικό μας λογαριασμό για να φαίνεται αυτό το ποσό στη μισθοδοσία και μετά να μας ζητάνε να τους τα επιστρέψουμε στο χέρι. Το ίδιο συμβαίνει και με τα δώρα και τα επιδόματα. Βέβαια, έλεγχοι από ΙΚΑ, ΣΔΟΕ κλπ δεν γίνονται, οπότε έχουν το περιθώριο να το κάνουν. Από την άλλη τα ελαστικά ωράρια είναι πλέον συνήθεια. Αν πέσει η δουλειά μέσα στη μέρα σου λέει φύγε και θα σε ξαναπάρω το απόγευμα αν αυξηθούν οι παραγγελίες. Από την άλλη, ο κόσμος δεν μπορεί να δώσει τα φιλοδωρήματα που έδινε παλιά και από εκεί που έπαιρνες ένα ευρώ σε μια παραγγελία, τώρα παίρνεις 20 λεπτά».
Πάντως, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι που καταφεύγουν στο delivery για να βρουν δουλειά, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν κάθονται για μεγάλο χρονικό διάστημα. «Έρχονται αρκετοί, αλλά κάθονται έναν-δύο μήνες και αν βρουν κάτι άλλο φεύγουν. Πολλοί σταματάνε και με τις πρώτες βροχές γιατί δεν αντέχουν λόγω ηλικίας» εξηγεί, λέγοντας πως κι εκείνος κάθε χειμώνα αναζητά τρόπο να φύγει από το επάγγελμα, χωρίς όμως να το έχει καταφέρει.