Ζοφερές είναι οι εκτιμήσεις για την πορεία της αγοράς εργασίας και την ανεργία το επόμενο χρονικό διάστημα από το Ινστιτούτο Εργασίας τη ΓΣΕΕ, ενώ μαύρες είναι και οι διαπιστώσεις για τις επιπτώσεις από την πανδημία, ειδικά το δεύτερο 3μηνο του 2020 σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2019.
Κυριότερες διαπιστώσεις της ΓΣΕΕ είναι ότι έχει σημειωθεί κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας, οριζόντιες μειώσεις 10% στους μισθούς, ρευστά ωράρια και ευέλικτες μορφές απασχόλησης, «μετακίνηση» μεγάλου αριθμού εργαζομένων στη ζώνη της «οικονομικής ανέχειας».
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, τα κυριότερα σημεία είναι:
Ο μέσος μηνιαίος μισθός υποχώρησε στα 802 ευρώ από 885 ευρώ, δηλαδή μειώθηκε περίπου 10%. Το κύριο βάρος της συμπίεσης των μισθών το επωμίστηκαν οι χαμηλά αμειβόμενοι.
Αυξήθηκε δραματικά ο αριθμός των εργαζομένων με καθαρές αποδοχές χαμηλότερες από 200 ευρώ καθώς από το 1% εκτινάχθηκε πάνω από το 12% στο σύνολο των μισθωτών. Η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στα άτομα που είχαν καθαρές αποδοχές μεταξύ 400 και 600 ευρώ, αφού το ποσοστό τους έπεσε στο 12,3% από 16,3%.
Το ποσοστό των ατόμων που λάμβαναν από 601 έως 800 ευρώ μειώθηκε από 24,8% σε 23,5%, ενώ αυτών που λάμβαναν από 801 έως 1.000 ευρώ μειώθηκε από 21,8% σε 18,3% αντίστοιχα.
Το 31% των απασχολουμένων είχαν αποδοχές μικρότερες του κατώτατου μισθού (650 ευρώ μεικτά και 546 ευρώ καθαρά) τη στιγμή που το ύψος του βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας και απέχει σημαντικά από το ύψος ενός μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ο κατώτατος μισθός κινείται τα τελευταία χρόνια σε επίπεδο αισθητά χαμηλότερο από το 60% του διάμεσου εισοδήματος και ακόμη πιο χαμηλά σε σχέση με το μέσο εισόδημα.
Το 72,9% των μισθωτών οι καθαρές αποδοχές ήταν μικρότερες των 1.000 ευρώ.
Ο δείκτης των συνολικών ωρών απασχόλησης σε βασικές θέσεις εργασίας διαμορφώθηκε στις 62 μονάδες, έναντι 85,1 μονάδων.
Το ποσοστό των ατόμων που εργαζόταν υπερωριακά μειώθηκε σε 55% από 73% ενώ το 19% εργαζόταν πάνω από 48 ώρες την εβδομάδα. Στην έκθεση επισημαίνεται ότι η κατάσταση αυτή αποκαλύπτει την εικόνα μιας αγοράς εργασίας όπου έχουν ανατραπεί θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα και έχει επιβληθεί de facto κατάργηση του οκταώρου και ρευστοποίηση του χρόνου έναρξης και λήξης της εργασίας.
Η πτώση των εισοδημάτων των νοικοκυριών οδήγησε σε μείωση της κατανάλωσης κατά 3,8 δισ. ευρώ με τη συνολική καταναλωτική δαπάνη να διαμορφώνεται στα 28,8 δισ. ευρώ από 32,6 δισ. ευρώ.
Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ προβλέπει ότι η ανεργία θα εκτιναχθεί στο τέλος του 2020 στο 21,2% με την υπόθεση ότι το βάθος της ύφεσης δεν θα ξεπεράσει το 9%. Όπως σημειώνει ιδιαίτερα σημαντικό για το πως θα διαμορφωθεί στο άμεσο μέλλον η εικόνα της αγοράς εργασίας είναι η διόγκωση του οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού. Το 2019 υπήρξε σταθερή μείωση του αριθμού των ανέργων και παράλληλη μείωση των οικονομικά μη ενεργών ατόμων, μικρότερου όμως μεγέθους.
Το επίσημο ποσοστό ανεργίας μειώθηκε 2 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο. Όμως, από τον Δεκέμβριο του 2019 ο αριθμός των οικονομικά μη ενεργών άρχισε να αυξάνεται σταδιακά, με αποτέλεσμα μέχρι τον Φεβρουάριο του 2020 να έχουν αποχωρήσει από το εργατικό δυναμικό περίπου 79.000 άτομα. Η κατάσταση αυτή συνέβαλε σε έναν βαθμό στη μείωση του ποσοστού ανεργίας. Όμως, με την έναρξη του lockdown το δεύτερο 15ήμερο του Μαρτίου και μέχρι τον Ιούνιο παρατηρείται εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των οικονομικά μη ενεργών. Συγκεκριμένα, μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου του 2020 η αύξηση των οικονομικά μη ενεργών ξεπερνούσε σταθερά τις 100.000 άτομα σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2019.