Εκτός από την κρίση του ευρώ, το Brexit και την Covid -19, η Ευρώπη αντιμετωπίζει τώρα μια συνταγματική κρίση, καθώς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CJEU) και το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας (GCC) αντιπαρατίθενται για τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας γράφει σε άρθρο του στο Project Syndicate ο πρώην επικεφαλής του Ινστιτούτου Ifo, Hans Werner Sinn.
Σύμφωνα μάλιστα με τον Γερμανό «σοφό» αυτή η κρίση δεν έπρεπε να εκπλήξει κανέναν καθώς πυροδοτήθηκε κυρίως από αποφάσεις που ελήφθησαν στο παρελθόν.
Στην τελευταία απόφασή του, το γερμανικό ομοσπονδιακό δικαστήριο κατηγόρησε την ευρωπαϊκή δικαστική αρχή ότι υπερέβη τις αρμοδιότητές της και μετήλθε αυθαίρετων συλλογισμών σε απόφαση του Δεκεμβρίου 2018 υπέρ της ΕΚΤ.
Όμως, η μεγάλη αντίδραση για την απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου δείχνει την πλήρη αποσύνδεση της βούλησης ορισμένων και της νομικής πραγματικότητας,όπως αναφέρει το bankingnews.gr
Παρόλο που υπάρχει σαφώς μια διάκριση μεταξύ των δύο δικαστηρίων σε θέματα νομισματικής πολιτικής, δεν συμβαίνει σε άλλους τομείς πολιτικής, ειδικά όταν έρχεται στις ολοκληρωμένες και μη συμβατικές πολιτικές δημοσιονομικής διάσωσης που η ΕΚΤ έχει ακολουθήσει τα τελευταία χρόνια με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, επισημαίνει ο Sinn.
Η ΕΚΤ έπρεπε να έχει εξουσιοδοτηθεί συγκεκριμένα να λάβει τέτοια μέτρα βάσει του άρθρου 5 της Συνθήκης της ΕΕ.
Ωστόσο, αυτή η εξουσιοδότηση δεν της χορηγήθηκε.
Επιπλέον, η ΕΕ και τα θεσμικά της όργανα δεν διαθέτουν το καθεστώς του απόλυτου κυρίαρχου, όπως φαίνεται να πιστεύουν ορισμένοι παρατηρητές.
Βάσει των τρεχουσών συνθηκών της, η Ευρώπη απέχει πολύ από την ενδεχομένως επιθυμητή κρατική υπόσταση που θα παρέχει στην ΕΚΤ και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξουσίες ανάλογες με εκείνες παρόμοιων θεσμών σε έθνη - κράτη ή ομοσπονδίες.
Προς το παρόν, τα έθνη - κράτη της Ευρώπης είναι οι κυρίαρχοι των συνθηκών της ΕΕ και βάσει αυτών των συνθηκών, τα ανώτατα δικαστήρια στη Δανία και την Τσεχία μπορούν σε άλλες περιπτώσεις, να εκδώσουν και να επιβάλουν αποφάσεις και να αμφισβητήσουν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Ο Sinn για να ενισχύσει το επιχείρημά του για την αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ επικαλείται το παράδειγμα των ΗΠΑ.
Ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) δεν έχει τη δικαιοδοσία να στηρίξει μεμονωμένες πολιτείες.
Όταν η Καλιφόρνια, η Μινεσότα και το Ιλινόις βρίσκονταν στο χείλος της χρεοκοπίας, η FED δεν προχώρησε στη διάσωση των πολιτειών αυτών με την αγορά ομολόγων.
Η απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι η απαραίτητη υπενθύμιση ότι η ΕΕ είναι μια κοινότητα που βασίζεται στο κράτος δικαίου και πως μόνο τα κυρίαρχα κράτη - μέλη της μπορούν να την αναπτύξουν περαιτέρω.
Δεν μπορεί να αναπτυχθεί αυθαίρετα με την επέκταση της δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ή με αποφάσεις ενός τεχνοκρατικού οργάνου όπως το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ.
Για να είμαστε σίγουροι, τα κυρίαρχα κράτη της ΕΕ πρέπει να σταθούν μαζί και να βοηθήσουν εκείνα που πλήττονται περισσότερο από την κρίση - πάνω από όλα την Ιταλία, η οποία ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που επλήγη από την πανδημία και μέτρησε 31.000 θανάτους, τον υψηλότερο αριθμό στην ΕΕ.
Εκτός από τις μονομερείς αποφάσεις, τις οποίες κάθε εθνική κυβέρνηση μπορεί να υιοθετήσει ελεύθερα, τα κράτη - μέλη θα πρέπει να αυξήσουν τον προϋπολογισμό της ΕΕ για να παράσχουν ειδική βοήθεια στους πολίτες και τα νοσοκομεία της Ιταλίας.
Εάν αυτό δεν είναι αρκετό, τότε θα μπορούσε να θεσπιστεί ένα μορατόριουμ χρέους για την Ιταλία.
Αυτό θα έπρεπε να συνδυαστεί, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, με κεφαλαιακούς ελέγχους για να σταματήσει η τεράστια εκροή χρημάτων από την Ιταλία προς τη Γερμανία και τις ΗΠΑ.
Παρά όλα αυτά, τα κράτη μέλη της ΕΕ πρέπει να ενωθούν για να σχηματίσουν μια πολιτική ένωση που θα επιτρέψει στην πραγματικότητα στην Ένωση να εδραιώσει την κυριαρχία της .
Μια τέτοια ένωση δεν πρέπει πρωτίστως να περιλαμβάνει την «κοινοτικοποίηση του πορτοφολιού».
Ο ισχυρισμός μιας πολιτικής ένωσης για κυριαρχία εξαρτάται πρωτίστως από την ίδρυση ενός ευρωπαϊκού στρατού, με όλα όσα συνεπάγεται αυτό.
Μια απλή φορολογική ένωση, στην πραγματικότητα, θα μπλοκάρει το δρόμο προς την πολιτική ένωση, επειδή ορισμένα κράτη μέλη θα παρείχαν τα χρήματα, ενώ άλλα θα κρατούσαν τα στρατιωτικά χαρτιά στα χέρια τους, καταλήγει ο Sinn.