Εκτός από τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, η μεγάλη διαφορά μεταξύ ΕΕ και ΔΝΤ ήταν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ ούτε μια χρονιά.
Το γεγονός αυτό, μαζί με την πίεση που άσκησαν κυρίως η Γερμανία και Ολλανδία για συμμετοχή του ΔΝΤ, είχε ως αποτέλεσμα να προνομεθετηθούν από το 2017 η περικοπή τω συντάξεων για το 2019 και η περικοπή του αφορολόγητου από το 2020 .
Μάλιστα για να γεφυρωθεί πλήρως η διαφορά του ΔΝΤ με την ΕΕ (που θεωρούσε ότι η Ελλάδα μπορούσε να πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% από το 2018 ως το 2022 ) ενσωματώθηκε και ρήτρα σύμφωνα με την οποία, αν το ΔΝΤ αποδεικνύονταν ότι είχε δίκιο, συντάξεις και αφορολόγητο θα περικόπτονταν ταυτόχρονα το 2019.
Τον Οκτώβριο του 2017 το ΔΝΤ προέβλεπε για φέτος πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ. Τον περασμένο Απρίλιο 2,9% του ΑΕΠ.
Εκεί που έμενε σταθερό από το 2016 ακόμη ήταν η θέση του Ταμείου ότι μετά το 2022 η Ελλάδα δεν θα καταφέρει να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 1,5% του ΑΕΠ λόγω και του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το οποίο εκτιμούσε ότι δεν μπορούσε να ξεπεράσει το 1% του ΑΕΠ.
Πλήρης ανατροπή
Η φετινή έκθεση για τις δημοσιονομικές προοπτικές των κρατών μελλών του ( Fiscal Monitor) στις προβλέψεις για την Ελλάδα κάνει την πλήρη ανατροπή.
Το Ταμείο δέχεται πλέον και επίσημα ότι η Ελλάδα μπορεί να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για την πενταετία 2018 -2022.
Μάλιστα είναι αρκετά αισιόδοξο και για το 2023 προβλέποντας πρωτογενές πλεόνασμα 3% του ΑΕΠ δηλαδή διπλάσιο από το 1,5% που προέβλεπε έως πρόσφατα.
Μαζί με την παραδοχή ότι η Ελλάδα θα πετύχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τουλάχιστον πέντε χρόνια, το ΔΝΤ προβλέπει ισοσκελισμένους έως ελαφρά πλεονασματικούς προϋπολογισμούς ως το 2022.
Συγκεκριμένα, προβλέπει πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ το 2018, ισοσκελισμένο προϋπολογισμό για το 2019 και μικρά πλεονάσματα 0,2% 0,3% και 0,1% του ΑΕΠ για τα έτη 2020 2021 και 2022 αντίστοιχα.
Για το 2023 προβλέπει ένα μικρό δημοσιονομικό έλλειμμα 0,4% του ΑΕΠ.
Σε ότι την δημοσιονομική πορεία της Ελλάδα το Ταμείο προβλέπει ότι τα έσοδα από το 48,7% του ΑΕΠ που θα φτάσουν φέτος, θα υποχωρήσουν και θα σταθεροποιηθούν στο 45% το 2022 και 2023.
Αντιστοίχως οι δαπάνες (συμπεριλαμβανομένων τοκοχρεολυσίων) από 48,1% του ΑΕΠ φέτος θα υποχωρήσουν στο 45,4% του ΑΕΠ το 2023.
Στο κρίσιμο μέγεθος του χρέους το Ταμείο «ενσωματώνει» την επίδραση από την λύση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους που οριστικοποιήθηκε στο Eurogroup του Ιουνίου προβλέποντας σημαντική αποκλιμάκωση κατά 37% του ΑΕΠ από φέτος ως το 2023.
Συγκεκριμένα το ΔΝΤ προβλέπει ότι από ως το ποσοστό του ΑΕΠ το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης θα κορυφωθεί στο 188,1% φέτος (μετά και τα 15 δισ. της δόσης του Αυγούστου) για να αρχίσει να αποκλιμακώνεται στο 176.9% το 2019 , στο 169,3% το 2020 , στο 162,7% το 2021 στο 155,1% το 2022 και στο 151,1% το 2023.
Παρόλα αυτά, στις συναντήσεις που θα έχει ο υπουργός οικονομικών κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος με τον επικεφαλή του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝτ κ. Πώλ Τόμσεν αλλά και με την οικοδέσποινα της φθινοπωρινής συνόδου του ΔΝΤ κ Κριστίν Λαγκάρντ αναμένεται να ακούσει και πάλι τα επιχειρήματα του Ταμείου υπέρ της περικοπής των συντάξεων.
Το μεγάλο ζητούμενο παραμένει πόσο ουσιαστικές θα είναι οι συναντήσεις του υπουργού οικονομικών με τους επικεφαλείς των θεσμών που θα βρίσκονται στο Μπαλί της Ινδονησίας όπου έχει ξεκινήσει ήδη η σύνοδος για το κρίσιμο θέμα της θωράκισης των Τραπεζών.