Η απόφαση από την πλευρά του Ισραήλ να βάλει τέλος στην κατάπαυση του πυρός και να εκκινήσει εκ νέου τους βομβαρδισμούς στον παλαιστινιακό θύλακα δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για την ερμηνεία των προθέσεων του Μπενιαμίν Νετανιάχου και της κυβέρνησής του.
Η κατάπαυση του πυρός που συμφωνήθηκε και υπογράφηκε στις 15 Ιανουαρίου και τέθηκε σε ισχύ τέσσερις ημέρες αργότερα ήταν μία πολύμηνη προσπάθεια στην οποία κρίσιμο ρόλο έπαιξαν και οι ΗΠΑ με τον Ντόναλντ Τραμπ και τον ειδικό απεσταλμένο της Ουάσιγκτον, Στιβ Γουίτκοφ, να καταφέρνουν να πάρουν το «ναι» που επί μήνες ανεπιτυχώς επιχειρούσε να αποσπάσει ο Τζο Μπάιντεν.
Η κατάπαυση του πυρός, όπως είχε συμφωνηθεί ανάμεσα σε όλες τις πλευρές, περιελάμβανε τρεις φάσεις κάθε μία από τις οποίες είχε διάρκεια 42 ημερών. Στην πρώτη φάση της κατάπαυσης το Ισραήλ πήρε πίσω από τα χέρια της Χαμάς 25 ομήρους και τις σορούς άλλων 8. Το Ισραήλ από την πλευρά του απελευθέρωσε από τις φυλακές του περίπου 2.000 Παλαιστίνιους κρατούμενους, ενώ άνοιξε και τα συνοριακά περάσματα, αυξάνοντας σημαντικά την ροή ανθρωπιστικής βοήθειας στην περιοχή.
Στα πλαίσια της πρώτης φάσης της εκεχειρίας ο στρατός του Ισραήλ αποχώρησε από το βόρειο και το κεντρικό τμήμα του θύλακα, ενώ παρά τις πιέσεις παρέμεινε στα νότια της Γάζας και στα σύνορα με την Αίγυπτο. Το τελευταίο διάστημα και ενώ στο Κάιρο βρίσκονταν σε εξέλιξη και πάλι διαπραγματεύσεις για την ενεργοποίηση της δεύτερης φάσης της εκεχειρίας, πρώτα ο Λευκός Οίκος και στη συνέχεια το Ισραήλ επιχείρησαν να αλλάξουν το βασικό κείμενο της αρχικής συμφωνίας.
Ο Τραμπ και ο Νετανιάχου ζήτησαν την άμεση επιστροφή και των 59 ομήρων του «Μαύρου Σαββάτου», 34 από τους οποίους είναι νεκροί, χωρίς να υπάρξουν δεσμεύσεις αναφορικά με τον χρόνο αποχώρησης του συνόλου των χερσαίων δυνάμεων από την περιοχή. Η Χαμάς δεν μπήκε σε διαπραγμάτευση και ζήτησε επιστροφή στο αρχικό κείμενο και τις διατάξεις, στις οποίες όλες οι πλευρές είχαν συμφωνήσει και το Ισραήλ σήμερα τα ξημερώματα έκανε την επιλογή να επανεκκινήσει τις επιχειρήσεις που μαίνονται για περισσότερους από 17 μήνες στην πολύπαθη περιοχή.
Γιατί επιστρέφει το Ισραήλ στον πόλεμο;
Πέρα από το προφανές και αυτό που δημόσια δηλώνουν τόσο ο Νετανιάχου όσο και ο Λευκός Οίκος, πως δηλαδή η Χαμάς οφείλει να επιστρέψει τους ομήρους, το Ισραήλ φαίνεται πως σήμερα πιστεύει ότι οι συνθήκες είναι ιδανικές προκειμένου να εντείνει τις προσπάθειές του σε όλα τα μέτωπα, καθώς υπάρχει η πεποίθηση εντός της ισραηλινής Κυβέρνησης πως ο βασικός εχθρός, το Ιράν, πρέπει να ηττηθεί και δεν πρέπει να χαθεί ακόμη μία ιστορική ευκαιρία.
Σε αυτό συνηγορούν και οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί των τελευταίων 48 ωρών προς τις θέσεις των Χούθι στην Υεμένημε τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ να εποπτεύει μάλιστα τα συγκεκριμένα χτυπήματα. Αν κανείς προσθέσει στην συγκεκριμένη εξίσωση και το γεγονός πως το Ισραήλ μιλά μεν για συμφωνία εκεχειρίας με τον Λίβανο και το νέο Πρόεδρο της χώρας, αλλά σε καμία περίπτωση δεν «προχωρά» στο διπλωματικό τραπέζι, χτυπώντας ακόμη στόχους – αν και σποραδικά – εντός της μεθορίου του βόρειου γείτονα, δημιουργείται η εικόνα πως ΗΠΑ και Ισραήλ έχουν ανοίξει εκ νέου το κεφάλαιο «αναμόρφωση της Μέσης Ανατολής», αυτή την φορά με πολύ διαφορετικό προσανατολισμό από την πλευρά της Ουάσιγκτον.
Ο Νετανιάχου, ο πρώτος ξένος ηγέτης που βρέθηκε στο Οβάλ γραφείο στην δεύτερη θητεία Τραμπ, φαίνεται πως σήμερα έχει στα χέρια του όλες τις απαραίτητες εγγυήσεις από την πλευρά των ΗΠΑ προκειμένου να φτάσει στο απώτερο στόχο του που δεν είναι άλλος από την εξάλειψη του θεοκρατικού καθεστώτος της Τεχεράνης.
Σε αυτή την κίνηση με απώτερο στόχο το Ιράν εντάσσεται και η αυξημένη κινητικότητα των δυνάμεων του Ισραήλ και στην Συρία, εκεί όπου το μήνυμα προς την μεταβατική Κυβέρνηση είναι σαφές και ξεκάθαρο: «Μην μπείτε εμπόδιο». Ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να έχει δηλώσει πως θα μετατρέψει τη Γάζα σε επενδυτικό προορισμό της Ανατολικής Μεσογείου μεταφέροντας του Παλαιστίνιους σε Αίγυπτο και Ιορδανία, αλλά σήμερα βρίσκεται στο πλάι του Νετανιάχου ο οποίος έχει μία πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για το πώς θα φτάσει ο ίδιος αρχικά σε αυτό που εννοεί «ισχυρότερο Ισραήλ».
Εκτός από την διάλυση αυτού που για το Ισραήλ αποτελεί τον «άξονα του κακού», η επιστροφή στον πόλεμο – προς το παρόν μόνο με βομβαρδισμούς από αέρος – χρησιμοποιείται από τον Νετανιάχου και για μία νέα ολική επαναφορά στο εσωτερικό. Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ που έχει έρθει αντιμέτωπος με χιλιάδες διαδηλώσεις τα τελευταία χρόνια είδε τους ακροδεξιούς κυβερνητικούς του εταίρους και κυρίως τον Ιταμάρ Μπεν Γκβίρ να τον εκβιάζουν ανοιχτά και να τον απειλούν πως θα ρίξουν την Κυβέρνηση σε περίπτωση που η κατάπαυση του πυρός μετατραπεί σε μόνιμη εκεχειρία στη Γάζα. Ο Μπεν Γκβίρ μάλιστα δεν δίστασε δημόσια και ανοιχτά να επικρίνει και την πρώτη φάση της συμφωνίας αποχωρώντας από την Κυβέρνηση Εκτάκτου σκοπού. Η σημερινή επανεκκίνηση των εχθροπραξιών τον έφερε ξανά στο προσκήνιο και με μία ανάρτηση επαναπροσέγγισης εξήρε το «θάρρος και τη γενναιότητα του Νετανιάχου».
Στο εσωτερικό, όμως, η κοινωνία στο Ισραήλ κάθε άλλο παρά ικανοποιημένη είναι με τις εξελίξεις. Οι οικογένειες των θυμάτων και των ομήρων μιλούν για ένα σχέδιο παραπλάνησης από την πλευρά του πρωθυπουργού, ο οποίος όπως σημειώνουν «παρατείνει την θητεία του και τον πόλεμο, καθώς μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να παραμείνει στην θέση του».
Σε κάθε περίπτωση η κατάσταση στη Μέση Ανατολή γίνεται ξανά εμπόλεμη και το πιθανότερο σενάριο μοιάζει σήμερα να είναι μία ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωση. Το μέτωπο πλέον ανάμεσα σε Ισραήλ και ΗΠΑ είναι αρραγές και το Ιράν πιθανότατα θα βρεθεί μπροστά σε μία δύσκολη επιλογή και μάλιστα σύντομα. Εάν το Ισραήλ καταφέρει, έχοντας δεδομένα σε όλα τα επίπεδα το momentum, να εντάξει στις διεκδικήσεις και τις αξιώσεις του και τον βασικό ρόλο στην χάραξη της επόμενης ημέρας της Συρίας, τότε δεδομένα θα έχουμε κινήσεις και από την Άγκυρα.