Με το Ισραήλ να προετοιμάζει την επίθεσή του στο Ιράν μετά την πυραυλική ομοβροντία που εξαπέστειλε η Τεχεράνη κατά στόχων στην επικράτεια του εβραϊκού κράτους, όλος ο πλανήτης ανησυχεί για το κατά πόσο οι συγκρούσεις θα μπορούσαν να διολισθήσουν σε ένα αδυσώπητο γενικευμένο πόλεμο στην περιοχή.
Σύμφωνα όμως με πηγές του πρακτορείου Reuters σε υπηρεσίες πληροφοριών, υπάρχουν ακόμη φωνές της λογικής στα δύο στρατόπεδα οι οποίες εργάζονται για της αποφυγή της κλιμάκωσης της σύγκρουσης.
Το Ισραήλ είναι απίθανο να μην προχωρήσει σε αντίποινα τις επόμενες ημέρες μετά την ιρανική επίθεση. «Όποιος μας επιτεθεί, θα του επιτεθούμε κι εμείς», δήλωσε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπεντζαμίν Νετανιάχου, συνοψίζοντας το δόγμα αποτροπής της κυβέρνησής του.
Ωστόσο, Ισραηλινοί αξιωματούχοι είπαν σε Αμερικανούς ομολόγους τους ότι η ισραηλινή απάντηση θα είναι «βαθμονομημένου» κινδύνου, αν και δεν έχουν ακόμη γνωστοποιήσει έναν τελικό κατάλογο πιθανών στόχων, όπως ανέφερε πηγή του Reuters στην Ουάσιγκτον, που ζήτησε να παραμείνει ανωνυμία.
Πολλοί αναλυτές συμφωνούν ότι το Ισραήλ δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να χτυπήσει τις πετρελαϊκές ή τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, καθώς αν χτυπηθούν αυτοί οι εξαιρετικά ευαίσθητοι στόχοι αναμένεται να προκαλέσουν μια κλιμακούμενη ιρανική απάντηση, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής στόχευσης των τοποθεσιών παραγωγής πετρελαίου των συμμάχων των ΗΠΑ στην περιοχή.
Σε κάθε περίπτωση, «δεν θα ήταν συνετό να προσπαθήσει κάποιος να προβλέψει το σχέδιο επίθεσης του Ισραήλ», σχολίασε ο Νόρμαν Ρουλ, πρώην ανώτερος αξιωματικός της CIA που υπηρέτησε ως ανώτατος διευθυντής της υπηρεσίας πληροφοριών των ΗΠΑ για το Ιράν από το 2008 έως το 2017. «Όμως αν το Ισραήλ αποφασίσει ένα αναλογικό αλλά ουσιαστικό χτύπημα, μπορεί να επιλέξει να εστιάσει τις επιθέσεις του στους ιρανικούς πυραύλους και στην αρχιτεκτονική της Δύναμης Κουντς, η οποία υποστηρίζει ουσιαστικά τις επιθέσεις της Τεχεράνης και των πληρεξουσίων της στο Ισραήλ».
Η Δύναμη Κουντς είναι κλάδος της επίλεκτης στρατιωτικής μονάδας των Φρουρών της Επανάστασης του Ιράν και ειδικεύεται σε τακτικές ασύμμετρου πολέμου και τη στρατιωτική αντικατασκοπεία.
Οποιαδήποτε ευρύτερη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή πιθανόν θα είναι πολύ διαφορετική από οποιοδήποτε άλλο πόλεμο περασμένων δεκαετιών. Ισραήλ και Ιράν έχουν αναπτύξει ισχυρούς στρατούς, όμως ανάμεσα στα δύο κράτη παρεμβάλλονται άλλες χώρες, καθώς και τεράστιες εκτάσεις ερήμου και η απόσταση σαφώς έχει περιορίσει τα απευθείας εκατέρωθεν πλήγματα.
Το Ιράν έχει από καιρό ορκιστεί να καταστρέψει το κράτος του Ισραήλ, ωστόσο έχει αποδειχθεί προσεκτικός αντίπαλος στην παρούσα κρίση, βαθμονομώντας προσεκτικά τις δύο εναέριες επιθέσεις που εξαπέλυσε κατά του Ισραήλ, την πρώτη τον Απρίλιο – αφού το Ισραήλ βομβάρδισε το ιρανικό προξενείο στη Συρία, σκοτώνοντας αρκετούς διοικητές – και το δεύτερο αυτή την εβδομάδα, μετά τη δολοφονία του Νασράλα.
Ο μόνος αναφερόμενος θάνατος από τις δύο επιθέσεις του Ιράν ήταν ένας άτυχος Παλαιστίνιος που χτυπήθηκε από ένα περίβλημα πυραύλου που έπεσε από τον ουρανό στη Δυτική Όχθη την Τρίτη.
Η Αίγυπτος, η οποία πολέμησε με το Ισραήλ το 1948, το 1956, το 1967 και το 1973, και υπέγραψε μια συνθήκη ειρήνης το 1979, είναι απίθανο να παρασυρθεί σε σύγκρουση. Η Συρία, ένας σύμμαχος του Ιράν που έχει επίσης πολεμήσει το Ισραήλ στο παρελθόν, βυθίζεται όλο και περισσότερο στην οικονομική κατάρρευση, μετά από μια δεκαετία εμφυλίου πολέμου.
Τα πλούσια κράτη του Κόλπου, στενοί εταίροι των ΗΠΑ, θέλουν επίσης να διαχωρίσουν τη θέση τους. Για αυτά τα κράτη, μια επιχείρηση που θα στόχευε τις ιρανικές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις θα σήμανε κώδωνα κινδύνου, αφού θα ενεργοποιούσε μια εκδικητική Τεχεράνη. Δύο πηγές με γνώση του θέματος δήλωσαν στο Reuters ότι υπουργοί χωρών του Κόλπου είχαν συνομιλίες με ομολόγους τους του Ιράν στο περιθώριο μιας διάσκεψης στο Κατάρ την Πέμπτη, επιδιώκοντας να διαβεβαιώσουν την Τεχεράνη για την ουδετερότητά τους σε οποιαδήποτε κλιμάκωση η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει τις εγκαταστάσεις παραγωγής πετρελαίου τους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες λένε ότι θα υπερασπιστούν το Ισραήλ μέχρι τέλους ενάντια στον κοινό τους εχθρό, όμως κανείς δεν πιστεύει ότι θα στείλει χερσαία στρατεύματα, όπως έκανε στους δύο πολέμους του Κόλπου, το 1990 και το 2003, όταν πολέμησε εναντίον Ιράκ.
Εφόσον επιβεβαιωθούν στην πράξη τα ανωτέρω σενάρια, είναι μάλλον απίθανο να κλιμακωθούν περαιτέρω οι συρράξεις, αν και πάντα σε μια σύγκρουση ένας απρόβλεπτος παράγοντας μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο.