Τα τελευταία χρόνια είναι γεγονός ότι οι σχέσεις Αιγύπτου-Τουρκίας βρίσκονται σε άσχημο επίπεδο, κυρίως λόγω της εχθρικής στάσης του Ερντογάν απέναντι στον Αιγύπτιο ομόλογό του Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι, τον οποίο ανάφερε ως "δολοφόνο" και ο οποίος ανέλαβε την εξουσία με στρατιωτικό πραξικόπημα, ανατρέποντας τον Μοχάμεντ Μόρσι, επιστήθιο φίλο και ομοϊδεάτη του Τούρκου Προέδρου.
Ωστόσο, τα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας και η απομόνωσή της στην ανατολική Μεσόγειο ανάγκασαν τον Ερντογάν, να αλλάξει "γραμμή" και στάση, επιχειρώντας επαναπροσέγγιση όχι μόνο με την Αίγυπτο, αλλά και με άλλες αραβικές χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ, με τις οποίες λόγω του μεγαλοϊδεατισμού του είχε έρθει σε ρήξη, όπως και με το Ισραήλ.
Ωστόσο "για τον Τούρκο Πρόεδρο το πάθημα του Μόρσι του και η ανατροπή του με πραξικόπημα έχει γίνει μάθημα", όπως αναφέρει άρθρο Διεθνούς ΜΜΕ, το οποίο επισημαίνει:
Η αντιδυτική πορεία του Ερντογάν
"Η πορεία του Ερντογάν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντιδυτική, αφού ο Τούρκος Πρόεδρος δημιούργησε στενούς δεσμούς με τη Ρωσία και προμηθεύθηκε για την χώρα του το ρωσικό σύστημα αεράμυνας μεγάλου βεληνεκούς S-400 παρά τις αντιρρήσεις των δυτικών συμμάχων του.
Επιπλέον, η αυταρχική διακυβέρνηση του Ερντογάν και η καταστολή των αντιφρονούντων πολιτών με το πρόσχημα ότι είναι Γκιουλενιστές που επιχείρησαν να τον ανατρέψουν το 2016 με πραξικόπημα, οδήγησαν σε ανησυχίες για τους δημοκρατικούς κανόνες και το ιστορικό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Τουρκίας και έκαναν την χώρα να απομακρυνθεί από τα δυτικά δημοκρατικά πρότυπα.
Παρά τις επικρίσεις αυτές, οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν τακτικά στην Τουρκία, με τον Ερντογάν να τις κερδίζει έχοντας τη λαϊκή υποστήριξη.
Το να είναι εκλεγμένος ηγέτης ο Ερντογάν του δίνει νομιμοποίηση στα μάτια του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και ως εκ τούτου, αισθάνεται ότι πρέπει να κερδίσει τις εκλογές του 2023 για να αποφύγει την ίδια μοίρα με τον Μόρσι.
Η Αραβική Άνοιξη και η εκλογή του Μόρσι ως Προέδρου
Η Αραβική Άνοιξη, που πυροδοτήθηκε από την επιθυμία για μεγαλύτερη πολιτική συμμετοχή, οικονομικές ευκαιρίες και κοινωνική δικαιοσύνη στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, ήταν μια σειρά από εξεγέρσεις υπέρ της δημοκρατίας και διαμαρτυρίες που σάρωσαν την περιοχή το 2010 και το 2011.
Το κίνημα ξεκίνησε το Τυνησία, όπου οι λαϊκές διαδηλώσεις κατά της διαφθοράς και της οικονομικής ανισότητας οδήγησαν στην ανατροπή του μακροχρόνιου δικτάτορα Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν Άλι.
Μετά την Τυνησία, οι διαδηλώσεις εξαπλώθηκαν γρήγορα σε πέντε άλλες χώρες: Αίγυπτο, Λιβύη, Συρία, Υεμένη και Μπαχρέιν.
Μετά από ένα κύμα μαζικών διαδηλώσεων που πυροδότησε η Αραβική Άνοιξη στην Αίγυπτο, ο Χόσνι Μουμπάρακ, ο επί χρόνια δικτάτορας της χώρας, αναγκάστηκε να παραιτηθεί και άνοιξε το δρόμο για τη διεξαγωγή δημοκρατικών και δίκαιων εκλογών στην Αίγυπτο.
Ο Μόρσι, εξέχουσα φυσιογνωμία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, μιας ισλαμιστικής οργάνωσης που εδώ και καιρό απαγορεύτηκε στην Αίγυπτο, "έτρεξε" ως υποψήφιος της Αδελφότητας και έκανε εκστρατεία για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και κοινωνική δικαιοσύνη, τοποθετώντας τον εαυτό του ως υπέρμαχος των φιλοδοξιών της Αραβικής Άνοιξης για μεγαλύτερη πολιτική συμμετοχή και οικονομικές ευκαιρίες.
Οι διαμαρτυρίες και η πολιτική κινητοποίηση της Αραβικής Άνοιξης δημιούργησαν ένα περιβάλλον όπου ήταν δυνατή η δημοκρατική αλλαγή, θέτοντας το έδαφος για την ιστορική νίκη του Μόρσι στις εκλογές του 2012.
Ωστόσο, η προεδρία του ήταν βραχύβια, καθώς ανατράπηκε σε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα υπό την ηγεσία του υπουργού Άμυνας του, Ελ Σίσι, μόλις ένα χρόνο αργότερα.
Το πραξικόπημα θεωρήθηκε ευρέως ως αντίδραση στην αντιληπτή υπερβολή και προσπάθεια του Μόρσι να εδραιώσει την εξουσία και την αδυναμία της κυβέρνησής του να αντιμετωπίσει τις οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις της χώρας. Το στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε τον Πρόεδρο Μόρσι στην Αίγυπτο έλαβε μικτή ανταπόκριση από το κοινό.
Κάποιοι Αιγύπτιοι υποστήριξαν την παρέμβαση, ενώ άλλοι έκαναν διαμαρτυρίες εναντίον της στους δρόμους. Οι συγκρούσεις μεταξύ υποστηρικτών του έκπτωτου προέδρου και του στρατού ξεκίνησαν ξανά στην πλατεία Ταχρίρ, το επίκεντρο των διαδηλώσεων της Αραβικής Άνοιξης του 2011 που ανέτρεψαν τον προκάτοχο του Μόρσι.
Μετά από μια βίαιη καταστολή στην οποία σκοτώθηκαν πολλοί άνθρωποι, ο αιγυπτιακός στρατός πήρε τον πλήρη έλεγχο της χώρας.
Το πραξικόπημα σηματοδότησε μια δραματική αλλαγή στην πολιτική της χώρας, με τον στρατό να παίζει και πάλι κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του μέλλοντος της Αιγύπτου.
Ο φόβος του Ερντογάν
Κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων της Αραβικής Άνοιξης, η Τουρκία θεωρήθηκε ως πιθανό μοντέλο για πολιτική και οικονομική ανάπτυξη στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Η δημοκρατική διακυβέρνηση και η οικονομική πρόοδος της χώρας την είχαν καταστήσει ουσιαστικό εταίρο για την ΕΕ και τις Ηνωμένες Πολιτείες στην προώθηση της περιφερειακής σταθερότητας. Αυτή η φήμη είχε βοηθήσει στην προσέλκυση σημαντικών ξένων επενδύσεων και ώθησε την ταχεία οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας.
Μετά το 2010, ωστόσο, υπό τον Πρόεδρο Ερντογάν, οι δημοκρατικοί θεσμοί της Τουρκίας δέχθηκαν αυξανόμενη πίεση. Οι αυταρχικές τάσεις της κυβέρνησης έχουν υπονομεύσει τη φήμη της ως περιφερειακής δύναμης και είχαν ως αποτέλεσμα την έλλειψη ξένων επενδύσεων που εισρέουν στην Τουρκία.
Αυτό και η εκτεταμένη διαφθορά έχουν οδηγήσει σε οικονομική κρίση.
Οι σεισμοί
Δύο ισχυροί σεισμοί που έπληξαν την Τουρκία στις 6 Φεβρουαρίου πιθανότατα θα επιδεινώσουν την υπάρχουσα οικονομική κρίση της χώρας, με πιθανές συνέπειες για τις προοπτικές επανεκλογής του Ερντογάν.
Πολλοί στην Τουρκία κατηγορούν το οικονομικό μοντέλο της κυβέρνησης Ερντογάν που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον κατασκευαστικό τομέα, για τον υψηλό αριθμό νεκρών άνω των 45.000 ανθρώπων που προκλήθηκαν από τον σεισμό.
Η αργή αντίδραση της κυβέρνησης στην καταστροφή έχει βλάψει περαιτέρω τη φήμη του Ερντογάν ως ισχυρού ηγέτη στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Αν και ο Ερντογάν υπήρξε κυρίαρχη δύναμη στις προηγούμενες εκλογές, η νίκη του στις επερχόμενες εκλογές δεν είναι εξασφαλισμένη.
Σε προηγούμενες εκλογές έχει καταφύγει σε παρεμβάσεις στην εκλογική διαδικασία. Μπορεί να πιστεύει ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει την ίδια μέθοδο για να πετύχει μια νίκη στις εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τον Μάιο.
Η "Τουρκική Άνοιξη"
Υπάρχει αυξανόμενη οργή εναντίον του Ερντογάν σε ένα συγκεκριμένο τμήμα της κοινωνίας.
Εάν κέρδιζε στις εκλογές ο Ερντογάν, η αντιπολίτευση πιθανότατα θα κατέβαινε στους δρόμους και θα διαμαρτυρόταν, όπως στην Αραβική Άνοιξη.
Αυτό είναι μια σημαντική ανησυχία για τον Ερντογάν, καθώς φοβάται ότι οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις (TSK) θα μπορούσαν να ταχθούν στο πλευρό της αντιπολίτευσης, όπως έκανε ο αιγυπτιακός στρατός εναντίον του Μόρσι στην Αίγυπτο.
Ο Ερντογάν θέλει να διατηρήσει τον έλεγχο και οι ΤΕΔ (Τουρκικές ένοπλες Δυνάμεις) να αποτρέψουν μια «Τουρκική Άνοιξη».
Φοβάται ότι οι μάζες των ανθρώπων που του αντιτίθενται ενδέχεται να τον ανατρέψουν όταν εξαντληθούν οι δημοκρατικές επιλογές, όπως συνέβη με τον Μόρσι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ελ Σίσι, ο σημερινός ηγέτης της Αιγύπτου, ήταν Στρατηγός που διορίστηκε από τον Μόρσι. Ο Ερντογάν δεν θέλει να συμμεριστεί τη μοίρα του Μόρσι."