Αλμπέρ Καμύ: «Η ευημερία των λαών υπήρξε ανέκαθεν το άλλοθι των τυράννων»
Εκτεταμένη πείνα, ασθμαίνουσα οικονομία και ένας πληθυσμός σε απεγνωσμένη ανάγκη βοήθειας περισσότερο από ποτέ, είναι οι εικόνες που "ζωγραφίζουν" το Αφγανιστάν εν μέσω μίας από τις πιο ακραίες ανθρωπιστικές κρίσεις της σύγχρονης ιστορίας.
Το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς βοήθειας διακόπηκε όταν οι Ταλιμπάν ανέλαβαν την εξουσία τον περασμένο Αύγουστο. Τα νοσοκομεία και τα σχολεία δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν το προσωπικό τους, και πολλοί άνθρωποι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν τρόφιμα, γεγονός που επιδεινώνει την ήδη τρομερή επισιτιστική κρίση.
«Είναι τεράστια τα επίπεδα απόγνωσης που βλέπουμε στους ανθρώπους», είπε η Βίκι Άκεν, διευθύντρια της International Rescue Committee στο Αφγανιστάν. «Η ανθρωπιστική κατάσταση φαίνεται να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο».
Πάνω από 22 εκατομμύρια άνθρωποι, περισσότερο από το μισό πληθυσμό της χώρας, αντιμετωπίζουν πείνα σε επίπεδα κρίσης, ενώ η πλειονότητα τους δεν μπορεί να γνωρίζει πότε θα είναι το επόμενο γεύμα, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα (WFP) του ΟΗΕ. Αυτό σηματοδοτεί μια δραματική αύξηση από το Σεπτέμβριο, όταν περισσότεροι από 14 εκατομμύρια άνθρωποι κινδύνευαν να πεινάσουν. Ο Οργανισμός εκτίμησε επίσης ότι τον Δεκέμβριο, το 95% του πληθυσμού είχε ανεπαρκή κατανάλωση τροφίμων, υιοθετώντας μέτρα για να αντιμετωπίσει την κατάστασή του παραλείποντας, για παράδειγμα, ένα γεύμα. Από τον Οκτώβριο του 2020, όταν η ξηρασία έπληξε το Αφγανιστάν, η κατάσταση συνέχισε να επιδεινώνεται.
Αξιωματούχοι του ΟΗΕ δήλωσαν ότι η κατάσταση εντείνεται με άνευ προηγουμένου ρυθμό.
«Ποτέ δεν βίωσα ξανά τόσο γρήγορη επιδείνωση», είπε η Μέρι-Έλεν ΜακΓκρόαρτι, η διευθύντρια του WFP για το Αφγανιστάν. «Τα ποσοστά υποσιτισμού διπλασιάζονται κάθε εβδομάδα. Αδυνατισμένα παιδιά μπαίνουν στα νοσοκομεία».
Η χώρα αντιμετώπιζε ήδη τη χειρότερη ξηρασία των τελευταίων 30 ετών, με τους ανθρώπους που ζουν στην αφγανική ύπαιθρο να βρίσκονται σε απόγνωση. Τώρα με την αποτυχημένη οικονομία, οι αγρότες δεν μπορούν να βρουν δουλειά αλλού.
«Η οικονομική κατάρρευση των τιμών των τροφίμων και των καυσίμων, ο αντίκτυπος της ξηρασίας και η καταστροφική κληρονομιά της σύγκρουσης προστίθενται, δημιουργώντας ένα τσουνάμι πείνας και υποσιτισμού σε ολόκληρη τη χώρα», είπε η ΜακΓκρόαρτι.
Μια αποτυχημένη οικονομία
Από την πτώση της Καμπούλ τον Αύγουστο και την αποχώρηση των στρατευμάτων των ΗΠΑ, η ελεγχόμενη από τους Ταλιμπάν κυβέρνηση έχει πνιγεί από τη διεθνή οικονομία, με αποτέλεσμα μια νομισματική κρίση, εκτεταμένη φτώχεια και την κατάρρευση βασικών δημόσιων υπηρεσιών όπως η υγειονομική περίθαλψη.
«Ήταν τρομερή η κατάσταση και πριν τον Αύγουστο», είπε η Άκεν. «Αλλά όταν η χρηματοδότηση για την ανάπτυξη κόπηκε στις 15 Αυγούστου και επιβλήθηκαν οι κυρώσεις και πάγωσαν τα περιουσιακά στοιχεία, αυτό οδήγησε πραγματικά την κατάσταση από πολύ άσχημη στα άκρα».
Τα Ηνωμένα Έθνη υπολόγισαν ότι το 97% του πληθυσμού θα μπορούσε να βυθιστεί στη φτώχεια μέχρι τα μέσα του τρέχοντος έτους. Τον Σεπτέμβριο το ποσοστό φτώχειας ήταν στο 72%. Η οικονομική κατάρρευση έχει αγγίξει σχεδόν κάθε μέρος της ζωής στη χώρα, από την ικανότητα αγοράς τροφίμων μέχρι τις ελπίδες εύρεσης εργασίας ή διατήρησης της θερμοκρασίας ή πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη.
«Αυτή τη στιγμή το Αφγανιστάν βρίσκεται σε έναν φάυλο κύκλο», δήλωσε η Ingy Sedky, υπεύθυνη επικοινωνίας στη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού στο Αφγανιστάν. «Η έλλειψη μετρητών και η μη καταβολή μισθών οδηγούν σε αδυναμία λήψης κατάλληλης τροφής και διατροφής. Και τώρα με τις σκληρές συνθήκες του χειμώνα, εκθέτει πολλούς σε πρόσθετους κινδύνους για την υγεία».
Περιέγραψε ότι οι νοσοκόμες στα μαιευτήρια είχαν χρήματα μόνο για μια μικρή φορητή θερμάστρα σε μια μεγάλη πτέρυγα. «Στριμώχνουν τρία μωρά σε μια θερμοκοιτίδα καθώς δεν έχουν σύστημα θέρμανσης ή αρκετό εξοπλισμό για να τα φροντίσουν», είπε η Sedky.
Έκκληση για ανθρωπιστική βοήθεια
Η τρομερή κρίση έχει ωθήσει τους ανθρωπιστικούς οργανισμούς και τα Ηνωμένα Έθνη να εντείνουν τις νέες εκκλήσεις για χρηματοδότηση. Στα μέσα Ιανουαρίου, ο ΟΗΕ και οι εταίροι του έκαναν έκκληση για περισσότερα από 5 δισεκατομμύρια δολάρια για το έτος, περισσότερα από όσα έχει ζητήσει ποτέ ο οργανισμός για ένα μόνο έθνος. Το μεγαλύτερο μέρος της βοήθειας, 4,4 δισεκατομμύρια δολάρια, θα κατευθυνθεί για να βοηθήσει Αφγανούς στο εσωτερικό της χώρας. Τα υπόλοιπα θα πήγαιναν στα εκατομμύρια των Αφγανών προσφύγων σε γειτονικές χώρες όπως το Ιράν και το Πακιστάν.
Ο συντονιστής της έκτακτης βοήθειας του ΟΗΕ Μάρτιν Γκρίφιθς είπε χωρίς αυτά τα κονδύλια, «δεν θα υπάρχει μέλλον» για τον λαό του Αφγανιστάν. Όμως και στο παρελθόν ο οργανισμός δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις χρηματοδοτικές του ανάγκες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ηθικές και φυσικές αυτουργοί αυτής της κρίσης, οι οποίες πάγωσαν μεγάλο μέρος της χρηματοδότησής τους για το Αφγανιστάν όταν ήρθαν στην εξουσία οι Ταλιμπάν, έκτοτε δεσμεύτηκαν εκ νέου για μέρος της βοήθειάς τους, ανακοινώνοντας 308 εκατομμύρια δολάρια σε πρόσθετη βοήθεια αυτόν τον μήνα, στην οποία θα συμπεριλαμβάνεται η κάλυψη αναγκών όπως η στέγη, η υγειονομική περίθαλψη, η τροφή, το νερό και πρόσβαση σε άλλες βασικές υπηρεσίες.
Εν τω μεταξύ, ο ΟΗΕ, οι ομάδες βοήθειας, οι ΜΚΟ και οι χώρες δωρητές εργάζονται για να βρουν τρόπους να φέρουν χρήματα στο Αφγανιστάν, χωρίς αυτά να καταλήγουν στα χέρια των Ταλιμπάν. Το περασμένο φθινόπωρο, το Πρόγραμμα Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών άρχισε να χρησιμοποιεί εμπορικές τράπεζες για να στέλνουν άμεσες πληρωμές στους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας μέσω κινητών τηλεφώνων. Όσοι δεν είχαν τηλέφωνα έλαβαν μετρητά αυτοπροσώπως.
Οι εργαζόμενοι στην αρωγή είπαν ότι είναι σημαντικό οι χώρες να συνεχίσουν να υποστηρίζουν την άρρωστη χώρα.
«Τα κράτη πρέπει να επενδύσουν στο Αφγανιστάν», είπε η Sedky. «Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποτραπεί η πλήρης κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και των βασικών υπηρεσιών όπως η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση».