Με την οικονομική κρίση να τροφοδοτεί την κοινωνική δυσαρέσκεια, το ερώτημα των πρόωρων εκδοχών επανέρχεται στην Τουρκία.
Η κοινωνική δυσαρέκσεια και η οικονομική κρίση στην Τουρκία "απειλεί" τον θρόνο του "σουλτάνου" ο οποίος βλέπει τις πρόωρες εκλογές όλο και πιο πιεστικές. Ενδεικτική ενός κλίματος δυσαρέσκειας μια πρόσφατη δημοσκόπηση που έδειξε ότι ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου προηγείται στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων έναντι του Ερντογάν σε περίπτωση προεδρικών εκλογών.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν δυσαρεστείται όποτε βλέπει να τον περιγράφουν ως έναν νέο σουλτάνο, ή όποτε βλέπει να υπογραμμίζεται ο κυρίαρχος ρόλος που έχει εδώ και αρκετά χρόνια στην Τουρκία. Άλλωστε, ήταν αυτός που έδωσε τη μάχη να περάσει το τωρινό τουρκικό σύνταγμα που εξασφαλίζει ακριβώς τις μεγάλες αρμοδιότητες του προέδρου και τον κεντρικό του ρόλο στο πολιτικό σύστημα.
Σε μεγάλο βαθμό ο κυρίαρχος ρόλος του προκύπτει από το γεγονός ότι δεν έχει μπορέσει να διαμορφωθεί ένας συνασπισμός δυνάμεων που να μπορούν να τον ανατρέψουν, την ώρα που και ο ίδιος έχει κατά καιρούς μεγάλη ευελιξία ως προς τις συμμαχίες του.
Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία είναι μια χώρα βαθιά διαιρεμένη και αυτή η διαίρεση είχε αποτυπωθεί και στο μεγάλο κύμα διαμαρτυριών ενάντια στο Πάρκο Γκεζί το 2013 και σε επόμενες αντιδράσεις ενάντια στον αυταρχισμό της κυβέρνησης Ερντογάν, αλλά και σε μεγάλες εκλογικές συγκρούσεις, με πιο χαρακτηριστική ένδειξη τον διαφορετικό τρόπο που ψηφίζουν τα παράλια και τα μεγάλα αστικά κέντρα και η ενδοχώρα από την άλλη.
Στην πραγματικότητα ήταν η συγκυρία μετά τον πραξικόπημα όπου εκμεταλλεύτηκε με κάθε δυνατό τρόπο την κυρίαρχη θέση που είχε και τη φόρτιση για να κατοχυρώσει τη θέση του, να στραφεί όχι μόνο εναντίον των «γκιουλενιστών» αλλά και αρκετών πολιτικών αντιπάλων του και φυσικά να περάσει τις συνταγματικές αλλαγές που κυρίως εξασφάλισαν τις αυξημένες αρμοδιότητες του προέδρου ως βασικού πόλου διακυβέρνησης.
Και βέβαια δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τον τρόπο που ο Ερντογάν επένδυσε ιδιαίτερα σε μια συμμαχία με τους εθνικιστές του MHP που του έδωσε και τον αναγκαίο κοινοβουλευτικό συσχετισμό. Μάλιστα, η επένδυση αυτή δεν ήταν μόνο κοινοβουλευτική. Στην Τουρκία η σημασία μιας εκδοχής εθνικισμού είναι μεγάλη και ο Ερντογάν έχει επενδύσει σε αυτή για να αποσπάσει πολιτική νομιμοποίηση. Από τον τρόπο που προβάλλεται η στρατηγική της Γαλάζιας Πατρίδας έως τη σκλήρυνση της γραμμής στο κουρδικό (παρότι στην αρχή της πολιτικής του διαδρομής είχε επενδύσει ιδιαίτερα στην απεύθυνση στο κουρδικό στοιχείο), τα παραδείγματα αυτής της συνειδητής (ενίοτε και κυνικής) επένδυσης είναι αρκετά.
Η αχίλλειος πτέρνα της οικονομίας
Όμως, φαίνεται πως αυτό που κάποτε ήταν ο ισχυρό χαρτί του, τώρα εξελίσσεται στην αχίλλειο πτέρνα του: η οικονομία. Θυμίζουμε ότι ο Ερντογάν σε μεγάλο βαθμό έχτισε το πολιτικό του αφήγημα πάνω στην αφετηρία ότι ήταν αυτός που «έδιωξε το ΔΝΤ» και στην εικόνα μιας σχετικά παρατεταμένης οικονομικής ευημερίας.
Όμως, εδώ και καιρό τα σύννεφα πάνω από την τουρκική οικονομία έχουν πυκνώσει. Η λίρα δέχτηκε μεγάλες επιθέσεις κυρίως γιατί η Τουρκία βρέθηκε να αντιμετωπίζει την αποχώρηση επενδυτών από τις αναδυόμενες αγορές και η Κεντρική Τράπεζά της χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει μεγάλο μέρος από τα ταμειακά διαθέσιμά της. Οι ρυθμοί ανάπτυξης υποχώρησαν και η ανεργία άρχισε να ανεβαίνει σε ανησυχητικό βαθμό.
Για ένα διάστημα φάνηκε ότι η Τουρκία θα απέφευγε τα χειρότερα, όμως μετά ήρθε η πανδημία και σήμερα η Τουρκία αντιμετωπίζει σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ ύφεση ανάμεσα στο 5% με 8%, ανάλογα με το εάν θα υπάρξει δεύτερο κύμα της πανδημίας και μια προοπτική αύξησης της ανεργίας που ανάλογα με το σενάριο για την πανδημία αναμένεται να κινηθεί ανάμεσα στο 15,6 και το 16,8%.
Επιπλέον, η Τουρκία δεν υιοθέτησε την τακτική των μεγάλων πακέτων οικονομικών μέτρων που ακολούθησαν άλλες χώρες και κυρίως περιορίστηκε στη διευκόλυνση ως προς τη λήψη δανείων. Όμως, αυτό δεν βελτίωσε την κατάσταση για μικρές επιχειρήσεις ούτε για τους ανθρώπους που είναι άνεργοι. Οι εκτιμήσεις είναι ότι ο αριθμός των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή ή θα αντιμετωπίσουν το επόμενο διάστημα μεγάλη οικονομική δυσκολία μπορεί να φτάνουν τα 12-13 εκατομμύρια.
Όλα αυτά οξύνουν την κοινωνική δυσαρέσκεια και κάνουν πιο δύσκολη τη θέση του Ερντογάν.
Οι πολιτικοί συσχετισμοί και οι ενδεχόμενοι συνασπισμοί
Παρότι η κυβέρνηση διαψεύδει τις πληροφορίες για πρόωρες εκλογές, επιμένοντας ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν κανονικά το 2023, αρκετοί εκτιμούν ότι θα μπορούσαν να γίνουν και πρόωρες εκλογές.
Ενδεικτική ενός κλίματος δυσαρέσκειας μια πρόσφατη δημοσκόπηση που έδειξε ότι ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου προηγείται στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων έναντι του Ερντογάν σε περίπτωση προεδρικών εκλογών
Ως προς τη δύναμη των κομμάτων, στις περισσότερες δημοσκοπήσεις το AKP του Ερντογάν προηγείται του CHP, αν με μικρότερα ποσοστά σε σχέση με τον χειμώνα, όμως το φιλοκουρδικό και αριστερό HDP περνάει το όριο του 10%. Αντίθετα, τα δύο κόμματα που έχουν προκύψει από πρώην υπουργούς του AKP προς το παρόν δεν έχουν πολύ μεγάλη δυναμική, έστω και εάν αποσπούν ψηφοφόρους από το AKP. Το κόμμα Δημοκρατίας και Προόδου του πρώην υπουργού Αλί Μπαμπακάν φαίνεται ότι θα μπορούσε να πάρει ως και 3% ενώ το Κόμμα του Μέλλοντος, του πρώην πρωθυπουργού Αχμέτ Νταβούτογλου θα μπορούσε να πάρει έως και 2,4%.
Όμως, το ζήτημα θα είναι οι συνασπισμοί που θα διαμορφωθούν, καθώς οι περισσότεροι εκτιμούν ότι και αυτή τη φορά θα δούμε να διαμορφώνονται συνασπισμοί προεκλογικοί των κομμάτων. Εάν διατηρηθούν οι προηγούμενοι συνασπισμοί, τότε εκτιμάται ότι είναι πιθανό ο συνασπισμός του AKP με τους εθνικιστές του MHP και το Κόμμα της Μεγάλης Ενότητας, να υπερισχύσει του συνασπισμού του CHP, του Καλού Κόμματος της Ακσενέρ και του Κόμματος Ευτυχίας. Εάν στο συνασπισμό της αντιπολίτευσης προστεθούν και τα κόμματα του Μπαμπακάν και του Νταβούτογλου, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι και πάλι είναι πιθανό ο σημερινός κυβερνητικός συνασπισμός να διατηρήσει την εξουσία. Ταυτόχρονα οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι μια συμμαχία του CHP με το HDP θα μπορούσε να διαμορφώσει έναν ισχυρό προοδευτικό πόλο.
Όταν η εξωτερική πολιτική συναντά τους εσωτερικούς υπολογισμούς
Σε αυτό το φόντο οι επιλογές που κάνει η Τουρκία στην εξωτερική πολιτική, έχουν να κάνουν ως ένα βαθμό και πολιτικούς υπολογισμούς. Είναι σαφές ότι ο Ερντογάν επενδύει ιδιαίτερα στο να παρουσιάσει και να προβάλλει προς όλες τις πλευρές την εικόνα ενός ηγέτη που κατορθώνει να κάνει την Τουρκία μια υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη. Αυτό εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο επέλεξαν να εμπλακούν στον λιβυκό εμφύλιο πόλεμο, στηρίζοντας τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση στην Τρίπολη, δίνοντας στρατιωτική βοήθεια, και διευκολύνοντας την άφιξη μισθοφόρων από την Συρία. Αυτό φαίνεται στο πώς παρουσιάζεται η στρατηγική της Γαλάζιας Πατρίδας και η τουρκολιβυκή συμφωνία για την οριοθέτηση ΑΟΖ.
Αντίστοιχα, δεν είναι τυχαίο ότι αυτό τον καιρό η τουρκική κυβέρνηση επέλεξε να κλιμακώσει ακόμη περισσότερο τις επιθέσεις ενάντια στους Τούρκους. Στις 15 Ιουνίου ήταν η εκκίνηση για τη μεγάλη κινητοποίηση του HDP, η «Πορεία για τη Δικαιοσύνη και τη Δημοκρατία», που θα ξεκινούσε από την Ανδριανούπολη, όπου παραμένει φυλακισμένος από το 2016 ο Σελαχατίν Ντεμιρτάς, ο ηγέτης του HDP, αλλά και από την Χακάρι όπου είναι φυλακισμένη η βουλευτής του HDP Λεϊλά Γκιουβέν, για να καταλήξει την Άγκυρα. Εκείνη την ημέρα επέλεξε η τουρκική κυβέρνηση αφενός να καταστείλει την κινητοποίηση, αφετέρου να προχωρήσει σε μια μεγάλη επιχείρηση εναντίον κουρδικών θέσεων στο Ιράκ, στη μεγαλύτερη τέτοιου είδους επιχείρηση από το 2015.