Την Τετάρτη, η Τράπεζα της Τουρκίας μείωσε το βασικό επιτόκιο δανεισμού για έκτη φορά σε χρονικό διάστημα επτά μηνών και τώρα βρίσκεται στο 10,75% από το 24% στο οποίο βρισκόταν τον Ιούλιο του περασμένου έτους. Το αποτέλεσμα είναι να ασκούνται νέες πιέσεις στον νόμισμα, δεδομένου ότι η συγκυρία είναι έτσι κι αλλιώς αρνητική για τα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών που υποχωρούν, όπως αναφέρει η Καθημερινή.
Η εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών στη γειτονική χώρα πλήττεται, άλλωστε, καθοριστικά από την εμπλοκή της Άγκυρας στον εμφύλιο της Συρίας. Δεδομένου, όμως, ότι ο πληθωρισμός, που είχε υποχωρήσει στη διάρκεια του περασμένου έτους, έχει πάρει πάλι την ανιούσα, τα πραγματικά επιτόκια βρίσκονται σε αρνητικό έδαφος.
Προκειμένου να στηρίξουν την τουρκική λίρα στο νέο περιβάλλον, τους τελευταίους μήνες οι κρατικές τράπεζες της Τουρκίας πωλούν δισεκατομμύρια δολάρια και αγοράζουν τουρκικές λίρες. Οι ρυθμιστικές αρχές του τραπεζικού τομέα έλαβαν μέτρα για να αναχαιτίσουν το «σορτάρισμα» του νομίσματος.
Όπως τονίζει το σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, όλες αυτές οι παρεμβάσεις των τουρκικών αρχών οφείλονται στο ότι διακυβεύονται πολλά. Για τις τουρκικές επιχειρήσεις είναι αναγκαίο να είναι σταθερή η ισοτιμία του νομίσματος αφενός επειδή έχουν μεγάλα χρέη σε ξένο νόμισμα και αφετέρου επειδή θέλουν να διατηρήσουν σταθερές τις τιμές καταναλωτή.
Η ισοτιμία της τουρκικής λίρας αντιμετωπίζεται, άλλωστε, ως αντανάκλαση του πόσο επιτυχώς ή ανεπιτυχώς διαχειρίζεται την οικονομία ο Τούρκος πρόεδρος. Οι παρεμβάσεις, όμως, υπέρ του τουρκικού νομίσματος ούτε έχουν αποδώσει τα επιθυμητά αποτελέσματα ούτε ανώδυνες είναι: έχουν προκαλέσει μεγάλες εκροές ξένων κεφαλαίων εκτός Τουρκίας. Μιλώντας στους FT, ο Γερλάν Σουτζίκοφ, στέλεχος της Amundi, επισημαίνει πως «η αγορά δεν συμπαθεί τα μέτρα αυτού του είδους».
Σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, οι ξένες επενδύσεις σε τουρκικές μετοχές έχουν μειωθεί κατά 1,6 δισ. δολ. μέσα στους τελευταίους δώδεκα μήνες. Στο μεταξύ, οι εκροές από τα ομόλογα του τουρκικού δημοσίου έφτασαν περίπου τα 3 δισ. δολάρια τους 12 μήνες έως τα τέλη Ιανουαρίου περιορίζοντας έτσι στο 11% το μερίδιο των ξένων επενδυτών στο τουρκικό χρέος. Πρόκειται για χαμηλό ρεκόρ.
Τα μέτρα με τα οποία προσπαθεί να ελέγξει τις αγορές κεφαλαίου η κυβέρνηση Ερντογάν αποθαρρύνουν τους επενδυτές. Πολλά funds έχουν πληγεί, για παράδειγμα, από τους ελέγχους που επέβαλε η ρυθμιστική αρχή τραπεζών στον κλάδο, όπως οι περιορισμοί στον αριθμό των swaps και σε διάφορες συναλλαγές παραγώγων ανάμεσα σε τουρκικές τράπεζες και ξένες τράπεζες.
Κάποιοι διαχειριστές κεφαλαίων επισημαίνουν πως το μείγμα οικονομικής πολιτικής πάσχει από «πλήρη έλλειψη συνοχής» και επικαλούνται τον αυξανόμενο πληθωρισμό και τα χαμηλά επιτόκια, που κάθε άλλο παρά προσελκύουν τους ξένους επενδυτές για να τοποθετηθούν ή να διατηρήσουν στην κατοχή τους τουρκικό χρέος.
Ορισμένοι αναλυτές και ξένοι επενδυτές εκτιμούν πως τα μέτρα πέτυχαν ως ένα βαθμό να κρατήσουν την τουρκική λίρα σταθερή. Ο Ροκούν Σακά, βοηθός καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ, δηλώνει πως είναι «αρκετά σύνηθες» για τις κυβερνήσεις να υιοθετούν περιοριστικά μέτρα όταν βλέπουν να εμφανίζεται μια κρίση.
Εκτιμά πως τα συγκεκριμένα μέτρα της κυβέρνησης Ερντογάν μπορούν να διασφαλίσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα υπό τον όρο ότι οι περιορισμοί θα είναι προσωρινοί. Δεν συμμερίζονται πολλοί την άποψή του. Ο Ρόμπιν Μπρουκς, οικονομολόγος του Ινστιτούτου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Ουάσιγκτον, επιμένει πως τίποτε δεν αποδεικνύει ότι τα μέτρα έχουν στηρίξει την τουρκική λίρα, καθώς η πορεία της είναι από τις χειρότερες ανάμεσα στα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών.