Η σκληρή πολιτική «μηδενικών κρουσμάτων» («zero Covid») που έχουν υιοθετήσει οι κινεζικές Αρχές δεν φαίνεται να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα έναντι της μετάλλαξης Όμικρον στη Σαγκάη. Η κινεζική ηγεσία υπό τον Σι Τζινπίνγκ ωστόσο επιμένει να στοχεύει σε «μηδενικά» κρούσματα, επιστρατεύοντας σκληρά περιοριστικά μέτρα.
Παραφράζοντας τη «σύγκρουση των πολιτισμών» του Σάμιουελ Χάντινγκτον, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Μάικλ Σούμαν μιλάει για μια «σύγκρουση των εξαιρετισμών» («clash of exceptionalisms») όταν αναφέρεται στο δίπολο Ηνωμένων Πολιτειών – Κίνας.
Τόσο η Ουάσιγκτον όσο και το Πεκίνο θέλουν να αντιμετωπίζουν τις ΗΠΑ και την Κίνα αντίστοιχα ως «εξαιρετικές» περιπτώσεις χωρών που αποτελούν «μοντέλο προς μίμηση» για όλες τις άλλες χώρες, σύμφωνα με την kathimerini.gr.
«Η Αμερική βλέπει εδώ και πολύ καιρό τον εαυτό της ως κάτι το εξαιρετικό, ως ένα ευλογημένο μέρος που προορίζεται να φέρει την ελευθερία στον κόσμο. Η Κίνα, από την άλλη, έχει μια ακόμη πιο μακρά ιστορία εξαιρετισμού και, ενθαρρυμένη από τα πολλά σύγχρονα επιτεύγματά της, προωθεί πια πιο δυναμικά το δικό της μοντέλο διακυβέρνησης ως πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο», όπως σημειώνει ο Μάικλ Σούμαν σε άρθρο του για το Atlantic.
Ειδικά στην περίπτωση της Κίνας, η πανδημία του κορωνοϊού ήρθε τα τελευταία χρόνια να λειτουργήσει ως επιβεβαιωτική της «αδιαμφισβήτητης» κινεζικής «ανωτερότητας», τουλάχιστον από την σκοπιά των ιδίων των Κινέζων.
Για το Πεκίνο, αυτή η πολιτική «μηδενικού COVID» (zero COVID policy) έγινε τα περασμένα χρόνια «το σλόγκαν του αναδυόμενου μεγαλείου της Κίνας» το κράτος της οποίας κατάφερνε να κρατήσει τα κρούσματα εντός των συνόρων μιας χώρας 1,4 δισεκατομμυρίων κατοίκων «κοντά στο μηδέν» την ώρα που στον αντίποδα οι ανοιχτές κοινωνίες της Δύσης θρηνούσαν συνολικά εκατομμύρια νεκρούς από τον Covid.
«Ωστόσο πλέον, καθώς η Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη με το χειρότερο ξέσπασμα της πανδημίας COVID, αυτό το αφήγημα – και μαζί το πολιτικό και οικονομικό σύστημα της χώρας – αρχίζουν να δέχονται σοβαρή πίεση.
Η Σαγκάη, η οικονομική πρωτεύουσα της Κίνας, τελεί υπό lockdown εδώ και πάνω από δύο εβδομάδες, με τους κατοίκους της δυσκολεύονται να προμηθευτούν τρόφιμα. Στην Γκουανγκζού από την άλλη, που αποτελεί σημαντικό επιχειρηματικό κέντρο στα νότια της χώρας, οι τοπικοί αξιωματούχοι μετέτρεψαν το συνεδριακό κέντρο που φιλοξενούσε το περίφημο Canton Fair σε νοσοκομείο έκτακτης ανάγκης για τον κορωνοϊό. Αλλά και στην υπόλοιπη Κίνα, οι τοπικές Αρχές επιβάλλουν περιορισμούς κατά της επιδημίας, με τα νοικοκυριά να συγκεντρώνουν προμήθειες φοβούμενα το ενδεχόμενο επιβολής lockdown. Στη Γουχάν, το αρχικό επίκεντρο της πανδημίας, οι κάτοικοι χρειάζονται αρνητικό τεστ COVID ακόμη και για να μπουν στο μετρό.
Η τρέχουσα κρίση καθιστά την Κίνα «εξαιρετική» και πάλι, αλλά αυτήν τη φορά με μια ακραία έννοια, όπως σημειώνει ο Σούμαν στο άρθρο του για το Atlantic. Διότι την ίδια ώρα που μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου μαθαίνει – καλώς ή κακώς – να ζει με τον κορωνοϊό, πίσω στην Κίνα οι Αρχές επιβάλλουν lockdown, κάνουν εκατομμύρια τεστ και κυνηγούν ένα προς ένα τα κρούσματα, ακριβώς όπως έκαναν και πριν από δύο χρόνια.
Η Κίνα θα πρέπει, με κάποιον τρόπο, να βρει νέους τρόπους ώστε να ανταπεξέλθει, όπως άλλωστε και ολόκληρος ο υπόλοιπος κόσμος. Ειδικά στην περίπτωση του Πεκίνου ωστόσο, εκείνη η πολιτική «μηδενικού Covid» που άλλοτε παρουσιαζόταν ως «σημάδι ανωτερότητας» πλέον εξελίσσεται σε δοκιμασία για το εάν και κατά πόσο η Κίνα μπορεί να ανταποκριθεί στη μεταβαλλόμενη πραγματικότητα της πανδημίας.
Οι Κινέζοι αυτοπαρουσιάζονταν ως «εξαιρετικοί» από αρχαιοτάτων χρόνων. Όμως αυτή τους η θεώρηση κατάρρευσε πίσω στα τέλη του 19ου αιώνα όταν, σε μια καταστροφική αντιπαράθεση με τις δυτικές δυνάμεις, οι Κινέζοι ηγέτες αμφισβήτησαν όχι μόνο την ανωτερότητα του πολιτισμού τους αλλά και την ίδια την αξία του στον σύγχρονο κόσμο. Για έναν αιώνα, δανείστηκαν ιδέες από το εξωτερικό (βλ. κομμουνισμό, καπιταλισμό, συντάγματα) σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσουν τη χαμένη τους δύναμη, όπως σημειώνει ο Μάικλ Σούμαν μέσα από τις σελίδες του Altantic.
Πλέον, καθώς η Κίνα έχει εν τω μεταξύ αποκτήσει και πάλι πλούτο και επιρροή, εκείνη η παλαιά αντίληψη περί κινεζικού εξαιρετισμού επανέρχεται στην επιφάνεια, με την Κίνα να προωθεί το δικό της σύστημα ως αποτελεσματικότερο. Την ώρα που ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δυσκολεύεται να περάσει νομοθεσία από το Κογκρέσο, ο Σι χαράσσει στρατηγική κάνοντας σχέδια για τις επόμενες δεκαετίες, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Η αρχική επιτυχία της «Zero Covid» πολιτικής ήρθε να ταιριάξει σε αυτό το αφήγημα. Για του λόγου το αληθές, αρκεί μια ματιά στα στατιστικά στοιχεία, ή τουλάχιστον σε όσα το Πεκίνο παρουσιάζει ως στοιχεία. Σχεδόν 1 εκατομμύριο Αμερικανοί έχουν χάσει τη ζωή τους από τον COVID-19, σε σύγκριση με μόλις 4.641 Κινέζους…
Και όταν άρχισαν να ανεβαίνουν πρόσφατα τα κρούσματα στη Σαγκάη οδηγώντας παράλληλα και σε θανάτους, οι κινεζικές Αρχές έσπευσαν να απαντήσουν… επιβάλλοντας lockdown, κάνοντας μαζικά τεστ και επιστρατεύοντας hi-tech μέσα παρακολούθησης για τον περιορισμό των κινήσεων των πολιτών.
Αξίζει να σημειωθεί πως στη Σαγκάη, ο αριθμός των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων έχει πια ξεπεράσει εκείνους της αρχικής επιδημίας στη Γουχάν. Όσο για τα μέτρα του κινεζικού καθεστώτος, εκείνα αν και σκληρά αυτήν την φορά δεν κατάφεραν να ανακόψουν την εξάπλωση του ιού. Αντιθέτως, το μόνο που κατάφεραν ήταν «να στερήσουν το φαγητό από πολλούς από τους 25 εκατομμύρια κατοίκους της Σαγκάης», όπως γράφει ο Μάικλ Σούμαν στο Atlantic, σύμφωνα με τον οποίο ωστόσο το πιο πιθανό είναι πως η Κίνα θα επιμείνει στη «zero covid» πορεία που έχει ήδη χαράξει παρά τις αποτυχίες, κι αυτό για μια σειρά από λόγους άλλοι από τους οποίους είναι πολιτικοί και άλλοι πρακτικοί.
Κινεζικές αδυναμίες πίσω από τα σκληρά μέτρα
Στην Κίνα υπάρχουν πάνω από 50 εκατομμύρια πολίτες άνω των 60 ετών που δεν είναι πλήρως εμβολιασμένοι. Παράλληλα, η χώρα διαθέτει αναλογικά πολύ λιγότερες μονάδες εντατικής θεραπείας από τις ΗΠΑ (περίπου το 1/6 όσων διαθέτουν οι ΗΠΑ) αλλά και πολύ λιγότερους κατά κεφαλήν νοσηλευτές (περίπου το 1/5).
Αξίζει όμως να σημειωθεί και κάτι άλλο αναφορικά με τα εμβόλια. Στην προσπάθειά της να παρουσιαστεί ως ικανή στα μάτια της διεθνούς κοινότητας, η Κίνα επέλεξε να εμβολιάσει τον πληθυσμό της με δικά της, κινεζικά, εμβόλια (Sinovac).
«Τα κινεζικά εμβόλια βασίζονται σε παλαιότερη τεχνολογία από εκείνα των δυτικών και είναι γνωστό ότι είναι λιγότερο αποτελεσματικά, ειδικά έναντι των πιο πρόσφατων μεταλλάξεων του κορωνοϊού. Μελέτη δύο πανεπιστημίων του Χονγκ Κονγκ που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο έδειξε ότι ακόμη και τρία εμβόλια του δημοφιλούς κινεζικού Sinovac ήταν ανεπαρκή για την προστασία από την μετάλλαξη Όμικρον», γράφει ο Μάικλ Σούμαν στο Atlantic.