Σύμφωνα με το Αμερικανό ειδικό της CIA Henri J. Barkey, έχουμε μια σφοδρότατη τουρκοαμερικανική σύγκρουση με θέμα τους ρωσικούς πυραύλους S-400, η οποία θα σημάνει και το οριστικό τέλος του Ερντογάν στην εξουσία.
Οι ΗΠΑ δεν “βάζουν νερό στο κρασί τους” στο θέμα αυτό και έχουν προτείνει δυο λύσεις:
1. Την μεταφορά των τουρκικών S-400 στην τουρκική βάση στο Κατάρ με στόχο όμως το Ιράν, κάτι που ή Άγκυρα ούτε να ακούσει δεν θέλει.
2. Την μεταφορά και τοποθέτηση των S-400 στην βάση του Ιντσιρλίκ, σε κατάσταση “μακράς αποθήκευσης”, υπό τον έλεγχο των Αμερικανών.
Σε αυτήν την περίπτωση η βάση αυτή αποτελεί κόκκινο πανί για τον Ερντογάν, γ αυτό και ο ίδιος έδωσε εντολή για καθοδηγούμενες διαμαρτυρίες κατά της βάσης, με απαίτηση την δήθεν αποχώρηση των ΗΠΑ από αυτήν.
Ο υπάλληλος της CIA Henri J. Barkey, ο οποίος καταδικάστηκε από την Τουρκία ερήμην σε ισόβια κάθειρξη για δήθεν δραστηριότητές στην απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου, έγραψε ένα άρθρο με τίτλο «Η επίλυση της κρίσης των S-400 θα μπορούσε να αναζωογονήσει τις Τουρκοαμερικανικές σχέσεις» με αυτές τις εκδοχές.
“Ακόμα και τότε, κανείς δεν αμφισβήτησε σοβαρά τη δέσμευση της Τουρκίας στο σύστημα της Δυτικής Συμμαχίας", γράφει ο Μπαρκέι, ενώ ο ίδιος τονίζει ότι "έκτοτε όμως οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας μετά από όλα αυτά έχουν φτάσει σε μια άνευ προηγουμένου θέση που προσομοιάζεται με την περίοδο του εμπάργκο των ΗΠΑ το 1974, μετά την εισβολή της Άγκυρας στην Κύπρο".
Ο ίδιος χαρακτήρισε επίσης τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στη Συρία ως «κατοχή», και ανέφερε τις διαφορές μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας, ειδικά σε σχέση με την προκλητική παρουσία του τουρκικού ναυτικού στην Ανατολική Μεσόγειο, την εταιρική σχέση ΗΠΑ-YPG, αλλά και τα γεγονότα του 1915.
«Εκτιμώ ότι Ουάσιγκτον/ΝΑΤΟ και Τουρκία δεν μπορεί να προσεγγίσουν σε μια συμφωνία, μετά την ρωγμή που προκλήθηκε από την απόφαση της Άγκυρας να αγοράσει S-400 αξίας 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τη Ρωσία», γράφει ο ίδιος.
Ο Αμερικανός ειδικός των μυστικών υπηρεσιών δηλώνει ότι η αγορά των S-400 της Τουρκίας από τη Ρωσία ήταν απάντηση στην απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016.
"Η όλη κίνηση με τους ρωσικούς πυραύλους αφορά τον θυμό του Ερντογάν με τις ΗΠΑ, ειδικά μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, όταν κατηγόρησε την Ουάσινγκτον.
Ως εκ τούτου, η συμφωνία με τη Μόσχα ήταν μια προσπάθεια να δείξει τη δυσαρέσκειά του στους Αμερικανούς, παρόλο που η όλη διαδικασία υλοποιήθηκε κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Τραμπ τον Σεπτέμβριο του 2017.
Υπάρχουν δύο επιλογές για να ξεπεραστεί η διαφορά των S-400, η μία από αυτή είναι να τοποθετηθούν οι S-400 στη βάση του Ιντσιρλίκ, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα χρησιμοποιούνται και θα είναι προσβάσιμοι σε συνεχή έλεγχο, και η άλλη να μεταφερθούν στο Κατάρ στοχεύοντας το Ιράν.
Η σημερινή κυβέρνηση Μπάιντεν ωστόσο έχει χάσει ολοκληρωτικά την πίστη της στον Ερντογάν, και δεν θα συναινέσει ούτε και σε μια τέτοια συμφωνία, αφού ο Ερντογάν ενδέχεται να την παραβιάσει, τονίζει ο Αμερικανός ειδικός.
Ο Barkey, τόνισε επίσης τον αυξανόμενο αντι-αμερικανισμό στην Τουρκία, και επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι η αμερικανική παρουσία στη βάση του Ιντσιρλίκ έχει πλέον γίνει κεντρικό θέμα στην “ φλεγόμενη” τουρκική πολιτική.
Επισημαίνοντας ότι δεν θα είναι εύκολο να εφαρμοστεί το μοντέλο της Κρήτης για τους τουρκικούς S-400, ο Barkey τόνισε:
"Ωστόσο, η Ουάσιγκτον μπορεί να κάνει μια ρύθμιση που θα παρέχει έναν έμμεσο έλεγχο και πρόσβαση σε αυτούς τους πυραύλους, όπως και με τους ελληνικούς πυραύλους S-300. Μπορεί επίσης να διασφαλίσει ότι οι πύραυλοι αυτοί, αν μεταφερθούν στο Κατάρ για παράδειγμα δεν θα μετακινηθούν ποτέ από εκεί, και ούτω καθεξής.
Στο βαθμό που μια συμφωνία παρέχει βελτίωση στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις, το σύστημα S-400 θα μπορούσε να μετατραπεί σε πονοκέφαλο για την Τεχεράνη", είπε ο ίδιος.
Ωστόσο, ο Barkey δήλωσε ότι αυτή η επιλογή δεν είναι ρεαλιστική για την σημερινή τουρκική κυβέρνηση, (που όπως όλα δείχνουν έχει έρθει η ώρα να αποχωρήσει από την τουρκική πολιτική σκηνή αφού παίζει χοντρά παιχνίδια, που δεν ανέχονται οι ΗΠΑ πλέον, και το θέμα θα λυθεί από την επόμενη κυβέρνηση στην Άγκυρα).