Μια περίεργη υπόθεση κατασκοπείας και διαφθοράς στην τουρκική πολεμική αεροπορία, ήρθε να «ταράξει» τα νερά στις Ένοπλες Δυνάμεις της γειτονικής χώρας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που στην Τουρκία εκτελούνται επιχειρήσεις «σκούπα» στην αμυντική βιομηχανία για «κατασκόπους Γκιουλενιστές».
Πριν από ένα περίπου χρόνο, οι αρχές ασφαλείας στην Τουρκία, συνέλαβαν 26 άτομα για κατασκοπεία στην αμυντική βιομηχανία. Αυτονόητο ότι το καθεστώς Ερντογάν, συνδέει αυτά τα 26 άτομα με τον Φετουλάχ Γκιουλέν. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι επιχειρήσεις αυτές, στόχευαν σε πρόσωπα που είχαν θέσεις και πρόσβαση σε στρατιωτικά προγράμματα, που θεωρούνται ως γκιουλενιστές, μέλη της προαναφερθείσας μυστικής τρομοκρατικής οργάνωσης, όπως την χαρακτηρίζει η κυβέρνηση του Προέδρου Ερντογάν.
Αυτήν τη φορά σύμφωνα με ξένο μέσο ενημέρωσης, που έχει στην κατοχή του απόρρητα έγγραφα του Γενικού Επιτελείου αποκάλυψε ότι, ένας ανώτερος στρατιωτικός υπεύθυνος για την επιθεώρηση και την αξιολόγηση των μονάδων της Πολεμικής Αεροπορίας της Τουρκίας, συνδεόταν με δίκτυο οργανωμένου εγκλήματος και είναι ύποπτος για διαρροή απόρρητου υλικού.
Σύμφωνα με τον εμπιστευτικό προσωπικό φάκελο που τηρείται στο αρχηγείο του Γενικού Επιτελείου, ο Yaşar Kadıoğlu, ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Αξιολόγησης και Επιθεώρησης της Πολεμικής Αεροπορίας (Hava Kuvvetleri Değerlendirme ve Denetleme Başkanlığı, ή DEDENT), επισημάνθηκε ως στόχος ευάλωτος σε εκβιασμούς λόγω σειράς εξωσυζυγικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένης και μιας πόρνης.
Είχε επανειλημμένα παραβιάσει τους κανονισμούς σχετικά, με το χειρισμό διαβαθμισμένων εγγράφων στις μονάδες της Πολεμικής Αεροπορίας με τις οποίες είχε συνεργαστεί, κρατούσε μυστικά αρχεία στο προσωπικό του σημειωματάριο και ήταν ύποπτος για διαρροή εμπιστευτικών εγγράφων.
Οι δεσμοί του Kadıoğlu με μια συμμορία οργανωμένου εγκλήματος που περιλάμβανε ένα κύκλωμα πορνείας, που είχε συσταθεί για την απόκτηση απόρρητου υλικού από στρατιωτικούς και κυβερνητικούς γραφειοκράτες, δημοσιοποιήθηκαν για πρώτη φορά όταν οι εισαγγελείς στη Σμύρνη απήγγειλαν κατηγορίες σε πολλούς υπόπτους το 2011.
Η κρύπτη των εγγράφων που κατασχέθηκαν από τους υπόπτους, ενοχοποίησε δεκάδες πολίτες και στρατιωτικό προσωπικό για διαρροή ευαίσθητων πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων διαβαθμισμένων εγγράφων του ΝΑΤΟ στη συμμορία.
Τα έγγραφα του Γενικού Επιτελείου, απαριθμούσαν επίσης παραβιάσεις που φέρεται να διέπραξε ο Kadıoğlu, ο οποίος τραβούσε φωτογραφίες και κατέγραφε βίντεο αεροσκαφών φορτωμένων με εγχώριους πυραύλους και πυρομαχικά.
Το Γενικό Επιτελείο δεν προήγαγε τον Kadıoğlu, τότε είχε τον βαθμό του σμηνάρχου, τον Αύγουστο του 2015 , έφυγε από την Πολεμική Αεροπορία και αμέσως μετά έπιασε δουλειά στον ιδιωτικό τομέα στην αεροπορική εταιρεία χαμηλού κόστους Pegasus.
Η μαζική εκκαθάριση των στρατηγών της Πολεμικής Αεροπορίας και εκατοντάδων πιλότων μάχης από τον στρατό, μετά από μια «αποτυχημένη» απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, έδωσε μια ευκαιρία για την επιστροφή του. Αντιμετωπίζοντας μια σοβαρή έλλειψη στην ανώτερη διοίκηση, ειδικά σε μονάδες εκπαίδευσης, η κυβέρνηση του Ερντογάν επέτρεψε την επιστροφή του στην υπηρεσία μαζί με άλλους, που είχαν απολυθεί από το στρατό λόγω του ποινικού τους μητρώου.
Ενώ ήταν εκτός Πολεμικής Αεροπορίας, ο Kadıoğlu φέρεται να είχε συνεργαστεί με το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ερντογάν, για τον εντοπισμό αξιωματικών φιλο-Νατοϊκών που στοχοποιήθηκαν για εκκαθάριση ως μέρος του σχεδίου της ισλαμιστικής κυβέρνησης να μεταμορφώσει τον τουρκικό στρατό.
Ο Kadıoğlu εισήχθη ξανά στην Πολεμική Αεροπορία τον Νοέμβριο του 2016 και τον επόμενο χρόνο προήχθη στον βαθμό του ταξίαρχου και διορίστηκε διοικητής βάσης στη 2η κύρια αεριωθούμενα βάση Çiğli στη Σμύρνη. Η βάση, είναι κυρίως μια εκπαιδευτική εγκατάσταση για στρατιωτικούς πιλότους. Το 2020 προήχθη σε υποπτέραρχο.
Η επιστροφή του Kadıoğlu στην Πολεμική Αεροπορία, εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ευπάθεια ασφαλείας του δεύτερου μεγαλύτερου στρατού του ΝΑΤΟ, από άποψη ανθρώπινου δυναμικού. Η συμμορία με την οποία σχετιζόταν είναι γνωστό ότι, είχε στόχο αξιωματικούς των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, που είχαν αναπτυχθεί σε βάσεις στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, σύμφωνα με το κατηγορητήριο.
Η επιχείρηση κατασκοπείας ξένων αξιωματικών του στρατού, διευθυνόταν από τον πρώην συνταγματάρχη Coşkun Başbuğ, ο οποίος εργαζόταν στη στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών. Ο Başbuğ κατηγορήθηκε για συλλογή πληροφοριών για λογαριασμό του εγκληματικού δικτύου, με τη χρήση γυναικών οι οποίες κατευθύνονταν να κάνουν σεξ με στόχους, προκειμένου να αντλήσουν πληροφορίες και να αποκτήσουν μυστικά έγγραφα.
Σήμερα ως διοικητής του DEDENT, ο Kadıoğlu, ο οποίος επισημάνθηκε ως ύποπτος από το Γενικό Επιτελείο το 2013 για τη συμπεριφορά του και τα νομικά του προβλήματα, έχει πρόσβαση σε όλες τις μονάδες και τις βάσεις της Πολεμικής Αεροπορίας στην Τουρκία και αναφέρεται απευθείας στον Αρχηγό της Πολεμικής Αεροπορίας. Καθώς η Τουρκία είναι μέλος της στρατιωτικής συμμαχίας του ΝΑΤΟ, γνωρίζει επίσης απόρρητο υλικό του ΝΑΤΟ.