Μετά την κατάληψη της Καμπούλ, με μια ευκολία που μάλλον εξέπληξε και τους ίδιους, οι Ταλιμπάν είναι αντιμέτωποι με την διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας στην Καμπούλ, προσπαθώντας να στείλουν, τουλάχιστον σε επίπεδο «επικοινωνίας» (έννοια ανύπαρκτη κατά την πρώτη περίοδο της εξουσίας τους), το μήνυμα ότι επιδιώκουν την αναγνώριση της διεθνούς κοινότητας και κάποιου είδους νομιμοποίηση εντός της ίδιας της αφγανικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης και της διάθεσης να συνεργαστούν και με όσους πολιτικούς παράγοντες του Αφγανιστάν αποδέχονται την κατεύθυνση μιας σαφώς «ισλαμικής διακυβέρνησης». Στο ίδιο πλαίσιο και η προσπάθειά τους να απαλλαγούν από την ταύτισή τους με τους Παστούν, δηλώνοντας ότι εκπροσωπούν την ενότητα όλων των μουσουλμάνων και έχοντας πλέον στις τάξεις τους και άλλες εθνοτικές ομάδες, κυρίως Τατζίκους και Ουζμπέκους.
Το εάν και σε ποιο βαθμό αποτυπώνει τακτικό υπολογισμό ή μια συνολικότερη μετατόπιση είναι κάτι που θα φανεί στις επόμενες μέρες. Πάντως δείχνουν ότι θα ήθελαν να αποφύγουν μια παραπέρα κατάρρευση των εσωτερικών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δομών της χώρας. Ταυτόχρονα, θέλουν να μετατρέψουν την τακτική που ακολούθησαν στην πορεία προς την Καμπούλ, δηλαδή την οικοδόμηση ενός περίπλοκου πλέγματος συμφωνιών με τοπικούς παράγοντες, αρχηγούς φατριών και οικογενειών, διοικητές μονάδων των κυβερνητικών δυνάμεων και πολέμαρχους, σε κάποια συνεννόηση με άλλες δυνάμεις και αυτό που περιγράφουν ως «συμπεριληπτική» κυβέρνηση. Άλλωστε, είναι σαφές ότι δεν θα ήθελαν ούτε την κατάρρευση των υποδομών, ούτε τη μαζική απώλεια των δεξιοτήτων που σχετίζονται με τις υποδομές αυτές αλλά και τη συνολικότερη λειτουργία της οικονομίας, κάτι που εξηγεί ακόμη και τις δηλώσεις ότι θα ήθελαν να αξιοποιήσουν ακόμη και αυτούς που συνεργάστηκαν με τις ξένες δυνάμεις τα προηγούμενα χρόνια. Ας μην ξεχνάμε ότι η κοινωνική βάση των Ταλιμπάν ήταν πάντα οι φτωχοί χωρικοί σε μια χώρα με πολύ έντονη αντίθεση ανάμεσα στις πόλεις και την ύπαιθρο. Τώρα, όμως, καλούνται να διαχειριστούν τις όποιες κυβερνητικές και κρατικές δομές στήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και με τις οποίες είχαν μια εξωτερική σχέση
Το ερώτημα των σχέσεων με τρομοκρατικές οργανώσεις
Ταυτόχρονα όλα αυτά σημαίνουν και κάποιου είδους διεθνή αναγνώριση. Τώρα για να πετύχουν διεθνή αναγνώριση θα πρέπει να μπορέσουν να απαντήσουν στο βασικό αίτημα μιας σειράς χωρών που αφορά το εάν θα επαναληφθεί η κατάσταση της περιόδου 1996-2001, όταν προσέφεραν καταφύγιο σε τρομοκρατικές οργανώσεις και κυρίως την Αλ Κάιντα. Και πρέπει να σημειώσουμε ότι το άγχος αυτό δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ αλλά και την Κίνα και τη Ρωσία. Η μεν Κίνα έχει πάντα το άγχος ότι γύρω από το ζήτημα των Ουιγούρων και εστιάζει ιδιαίτερα στο Ισλαμικό Κίνημα του Ανατολικού Τουρκεστάν, μια οργάνωση που έχει βάση στο τμήμα του Αφγανιστάν που συνορεύει με την Κίνα που το Πεκίνο την κατηγορεί για δράση στην Σιντσιάνγκ, παρότι οι ΗΠΑ θεωρούν ότι η οργάνωση πλέον δεν υπάρχει. Γι’ αυτό και η Κίνα από καιρό συνομιλεί με τους Ταλιμπάν συζητώντας τόσο ζητήματα που αφορούν την ανοικοδόμηση των υποδομών όσο και ζητήματα ασφάλειας. Από την άλλη, η Ρωσία πάντα έχει άγχος για τη δράση ένοπλων ισλαμικών οργανώσεων τόσο στο δικό της έδαφος (άλλωστε υπάρχει και το θέμα της Τσετσενίας) όσο και ευρύτερα στην Κεντρική Ασία.
Τώρα, οι Ταλιμπάν δηλώνουν σε όλους τους τόνους ότι το Αφγανιστάν δεν θα αποτελέσει το εφαλτήριο για τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον άλλων χωρών. Και από ορισμένες απόψεις η κατάσταση είναι διαφορετική τώρα σε σχέση με το 1996. Τότε η σχέση με την Αλ Κάιντα ήταν αμφίδρομη. Η οργάνωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν χρειαζόταν μια ασφαλή βάση και οι Ταλιμπάν χρειάζονταν τους οικονομικούς πόρους που μπορούσε να κινητοποιήσει η Αλ Κάιντα αλλά και τους αποτελεσματικούς μαχητές που διέθετε στην αντιπαράθεση με τη Βόρεια Συμμαχία.
Όμως, αυτή τη στιγμή τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι Ταλιμπάν βρίσκονται στην εξουσία κατά βάση επειδή μπόρεσαν να οικοδομήσουν έναν συσχετισμό στο εσωτερικό της χώρας, με μικρότερη εξάρτηση από ξένη βοήθεια (σε αντίθεση με την καθοριστική βοήθεια που ελάμβαναν π.χ. από το Πακιστάν και αρχικά από τις ΗΠΑ στην πρώτη φάση της εξουσίας τους) και δεν θα επιθυμούσαν τόσο εύκολα να βρεθούν ξανά στο στόχαστρο. Σε αυτό το φόντο είναι προφανές ότι σε αυτή τη φάση δεν επιθυμούν να καταγραφούν ως χώρα καταφύγιο τρομοκρατών
Επιπλέον δεν είναι χωρίς σημασία και οι διαιρέσεις που έχουν συμβεί στο ευρύτερο ρεύμα των Ταλιμπάν. Καθόλου τυχαία οι διαιρέσεις έχουν να κάνουν με το πώς θα μπορέσουν να εκπροσωπήσουν το σύνολο των μουσουλμάνων της χώρας. Το τμήμα των Ταλιμπάν που συντάχτηκε με το Ισλαμικό Κράτος, οι Ταλιμπάν στο Πακιστάν (που είναι περισσότερο ένα χαλαρό δίκτυο παρά μια συγκροτημένη οργάνωση όπως στο Αφγανιστάν) και το δίκτυο Χακάνι (σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενο από τις πακιστανικές μυστικές υπηρεσίες, που όμως αποτελεί τμήμα του δικτύου των Ταλιμπάν) έχουν την αντίληψη των επιθέσεων σε «αλλόθρησκους», δηλαδή Σιίτες, Σιχ και Χριστιανούς, και έχουν κάνει τέτοιες επιθέσεις και στο Αφγανιστάν (στοχοποιώντας μάλιστα τους Σιίτες Χαζάρους). Όμως, η ηγεσία των Ταλιμπάν καταδικάζει τέτοιες επιθέσεις και είναι γνωστό ότι απεχθάνονται τις πρακτικές σεξουαλικής εκμετάλλευσης των γυναικών στις οποίες επιδίδεται το Ισλαμικό Κράτος. Όμως, ο βαθμός στο οποίο θα ελέγξουν τη δράση οργανώσεων και ομάδων με τις οποίες έχουν συμπορευτεί τα προηγούμενα χρόνια είναι ένα ερώτημα.
Τα βήματα προσέγγισής τους
Πάντως το τελευταίο διάστημα έχουν γίνει διάφορα βήματα προσέγγισής τους. Καταρχάς υπάρχει πάντα ο ρόλος του Πακιστάν. Οι δεσμοί με τους Ταλιμπάν είναι μακρόχρονοι και πάντοτε σήμαιναν μια κρίσιμη διευκόλυνση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το Πακιστάν ή οι υπηρεσίες του «ελέγχουν» τους Ταλιμπάν. Πάντως το τελευταίο διάστημα υπάρχει μια αυξημένη δραστηριότητα του Πακιστάν σε σχέση με τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν, συμπεριλαμβανομένης και προσπάθεια να φέρει σε συνεννόηση διαφορετικές παρατάξεις όπως φάνηκε και από τις διαβουλεύσεις την περασμένη Κυριακή ανάμεσα στην κυβέρνηση του Πακιστάν και εκπροσώπους διάφορων τάσεων από το Αφγανιστάν, κυρίως από την Βόρεια Συμμαχία, με την κυβέρνηση του Πακιστάν να επιμένει στην ανάγκη μιας πλατιάς μεταβατικής κυβέρνησης.
Από την άλλη η Ρωσία, που επισήμως εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τους Ταλιμπάν τρομοκρατική οργάνωση, κινείται με προσεκτικά βήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι Ρωσία και Κίνα είχαν ασκήσει κριτική στην απόφαση των ΗΠΑ για αποχώρηση από το Αφγανιστάν. Τον τόνο έδωσε ο Ρώσος πρεσβευτής στο Αφγανιστάν Ντμίτρι Ζμιρνόφ που υποστήριξε ότι οι Ταλιμπάν πέρασαν την πρώτη δοκιμασία κατορθώνοντας να διατηρήσουν την τάξη στην Καμπούλ. Ωστόσο, έσπευσε να συμπληρώσει ότι «εάν αποδείξουν στον λαό ότι εγγυώνται την τάξη και την κοινωνική δικαιοσύνη, θα έχουν περάσει τη δεύτερη δοκιμασία». Πάντως, την περασμένη Κυριακή ο ειδικός απεσταλμένος του Ρώσου προέδρου για το Αφγανιστάν Ζαμίρ Καμπούλωφ είχε δηλώσει ότι η Ρωσία «δεν βιάζεται» να αναγνωρίσει το Πακιστάν.
Η Κίνα από τη μεριά της έχει ανάλογες ανησυχίες με τη Ρωσία και θα επιθυμούσε μια καλύτερα συντονισμένη διαδικασία μετάβασης στο ίδιο το Αφγανιστάν. Παράλληλα, επεδίωξε να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με τους Ταλιμπάν, με αποκορύφωμα τη συνάντηση στις 28 Ιουλίου ανάμεσα στον υπουργό Εξωτερικών της Κίνας Γουάνγκ Γι και αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν, που περιλάμβανε και τον ίδιο τον Μουλά Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ, στην κινεζική πόλη Τιαντζίν. Ας μην ξεχνάμε ότι η Κίνα εξακολουθεί να έχει και τη στρατηγική «Μία ζώνη, ένας δρόμος» και προφανώς θα ενδιαφερόταν για μεγάλα έργα σε σχέση με τις υποδομές του Αφγανιστάν. Επιπλέον, υπάρχει και το θέμα του ορυκτού πλούτου του Αφγανιστάν, που ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Κίνα (που δεν ξεχνά βέβαια τα προβλήματα που συνάντησε η επένδυση στο ορυχείο χαλκού στο Μες Αϊνάκ) . Ωστόσο, είναι σαφές ότι η Κίνα, που έχει παράλληλα αναβαθμίσει και τις σχέσεις της με το Πακιστάν, θα κινηθεί προσεκτικά γιατί δεν θα ήθελε να δει να κινδυνεύουν οι επενδύσεις της.
Όσο για τις χώρες του Περσικού Κόλπου και αυτές επίσης παρακολουθούν στενά την κατάσταση. Ο υπουργός εξωτερικών του Κατάρ, της χώρας που φιλοξένησε τις συνομιλίες ανάμεσα στις διαφορετικές παρατάξεις του Αφγανιστάν το προηγούμενο διάστημα, συναντήθηκε στις 17 Αυγούστου με αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν με επικεφαλής τον Μουλά Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ και συζήτησαν θέματα που αφορούσαν την ειρηνική μεταβίβαση εξουσίας, τη συμφιλίωση και την προστασία των αμάχων, ενώ εκκλήσεις ότι τα πράγματα θα εξελιχτούν ειρηνικά έγιναν από διάφορες χώρες της περιοχής. Και εδώ οι προτεραιότητες είναι διττές: από τη μια το παράδειγμα ενός νικηφόρου ενόπλου κινήματος που κατάφερε να ανατρέψει συσχετισμούς διαμορφώνει μια ορισμένη ανησυχία για το τι αντίκτυπο θα δημιουργήσει (ας αναλογιστούμε π.χ. τη σύγκρουση στην Υεμένη). Από την άλλη, η προοπτική ενός Αφγανιστάν που θα έμπαινε σε μια ειρηνική φάση ανασυγκρότησης διαμορφώνει σημαντικές οικονομικές προοπτικές.