Ο πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου έληξε τη 10η Ιουνίου 1999 μετά από νατοϊκούς βομβαρδισμούς εβδομάδων. Ήταν η πρώτη στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ χωρίς εντολή του ΟΗΕ.
Στις 10 Ιουνίου 1999 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εγκρίνει το ψήφισμα 1244, με το οποίο τίθεται και επισήμως τέλος στον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου. Δυόμισι μήνες νωρίτερα, στις 24 Μαρτίου 1999, το ΝΑΤΟ είχε ξεκινήσει τους βομβαρδισμούς εναντίον στόχων στην υπόλοιπη Γιουγκοσλαβία (την οποία αποτελούσαν η Σερβία και το Μαυροβούνιο).
Επρόκειτο για την πρώτη πολεμική επιχείρηση της Συμμαχίας χωρίς προηγούμενη εντολή του ΟΗΕ, όπως και η πρώτη στην οποία συμμετείχαν Γερμανοί στρατιώτες. Στόχος του ΝΑΤΟ ήταν να αναγκάσει τον γιουγκοσλαβικό στρατό να αποσυρθεί από το Κοσσυφοπέδιο και να αποφευχθούν έτσι οι διωγμοί και οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε βάρος των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου.
Το ιστορικό υπόβαθρο
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησε το 1991, όταν Σλοβενία, Κροατία και η νυν Βόρεια Μακεδονία διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους, ενώ Βοσνία και Ερζεγοβίνη ακολούθησαν το 1992. Τότε η Σερβία αποφασίζει να ξεκινήσει πόλεμο εναντίον της Σλοβενίας, της Κροατίας και της Βοσνίας.
Οιωνοί κλιμάκωσης υπήρχαν από νωρίς και στο Κοσσυφοπέδιο: το 1989 ο πρόεδρος της Ένωσης Κομμουνιστών Σερβίας, Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, είχε ανακαλέσει την αυτονομία του Κοσσυφοπεδίου. Ο παραγκωνισμός των Αλβανών από τη δημόσια διοίκηση και τον δημόσιο τομέα στο Κοσσυφοπέδιο είχε ήδη ξεκινήσει και μετά την ανάκληση της αυτονομίας επεκτάθηκε μαζικά. Οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου προέβαλαν για καιρό αντίσταση χωρίς να προβαίνουν σε βιαιοπραγίες, με ηγέτη τον συγγραφέα Ιμπραήμ Ρουγκόβα, τον μετέπειτα ιδρυτή του κράτους και πρώτο πρόεδρο του Κοσσυφοπεδίου.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι υποστηρικτές μίας ένοπλης αντίστασης ενάντια στη Σερβία άρχισαν να πληθαίνουν ολοένα και περισσότερο. Πολλοί εξ αυτών οργανώθηκαν στον Απελευθερωτικού Στρατό του Κοσσυφοπεδίου (UCK) και η αρχικά μικρή ένοπλη δύναμη εξελίχθηκε γρήγορα σε κανονικό στράτευμα.
Ακολούθησαν τρομοκρατικές επιθέσεις σε σερβικά αστυνομικά τμήματα, στις οποίες το Βελιγράδι απάντησε με δυσανάλογη σκληρότητα.
Η ένοπλη σύγκρουση οδήγησε τελικά στον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου το 1998/1999 – και όταν τον Ιανουάριο του 1999 βρέθηκαν τα πτώματα 40 Κοσοβάρων Αλβανών στο χωριό Ράτσακ, λήφθηκε η απόφαση για επέμβαση του ΝΑΤΟ. Εκείνη την εποχή οι διεθνείς παρατηρητές έκαναν λόγο για μαζικές δολοφονίες, με την ηγεσία του Βελιγραδίου να αρνείται τις κατηγορίες.
Τον Φεβρουάριο του 1999 έλαβαν χώρα ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στο Ραμπουγιέ, μία περιοχή στα νοτιοδυτικά του Παρισιού. Αυτή ήταν και η τελευταία διπλωματική προσπάθεια των Ευρωπαίων και των Αμερικανών να εξωθήσουν τους Κοσοβάρους Αλβανούς και τους Σέρβους στη συνθηκολόγηση και ως εκ τούτου να σταματήσουν οι μάχες.
Οι διαπραγματεύσεις ωστόσο απέτυχαν, με τον Μιλόσεβιτς να απορρίπτει το ενδεχόμενο υποχώρησης.
Διαμάχη για την επέμβαση χωρίς εντολή του ΟΗΕ
Πριν τις αεροπορικές επιθέσεις του ΝΑΤΟ διάφοροι δυτικοί πολιτικοί, μεταξύ αυτών ιδίως ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον, κατηγορούσαν επανειλημμένως τη Σερβία πως σχεδιάζει γενοκτονία στο Κοσσυφοπέδιο. Το ΝΑΤΟ δεν ζήτησε σχετική εντολή από τον ΟΗΕ, διότι οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια ήταν καταδικασμένη να αποτύχει στο Συμβούλιο Ασφαλείας λόγω της Ρωσίας και της Κίνας. Για τον τότε κυβερνητικό συνασπισμό SPD και Πρασίνων στη Γερμανία η συμμετοχή στον πόλεμο με αρκετά πολεμικά αεροσκάφη αποτελούσε μία δύσκολη απόφαση, η οποία επιπλέον δίχασε τόσο την πολιτική όσο και την κοινωνία.
Το λεγόμενο σχέδιο «Πέταλο» της Σερβίας ήταν αυτό που θα έδινε στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση το απαραίτητο «πάτημα» για γερμανική συμμετοχή στον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου. Το υποτιθέμενο σχέδιο του Βελιγραδίου φέρεται να είχε ως στόχο την εκδίωξη του αλβανικού πληθυσμού πέρα από τα νότια σύνορα του Κοσσυφοπεδίου προς την Αλβανία. Ωστόσο δεν είναι ακόμη βέβαιο το εάν υπήρχε πράγματι τέτοιο σχέδιο. Το σίγουρο είναι όμως πως εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου είχαν τραπεί σε φυγή ή εκδιωχθεί.
Υποχώρηση Μιλόσεβιτς – υπό την πίεση της Μόσχας;
Ο πόλεμος του ΝΑΤΟ διήρκεσε περισσότερο από έντεκα εβδομάδες, διότι γίνονταν λανθασμένες εκτιμήσεις από όλους τους εμπλεκόμενους. Το ΝΑΤΟ ήταν πεπεισμένο πως μετά από κάποιες ημέρες βομβαρδισμών ο Μιλόσεβιτς θα ήταν πιο πρόθυμος να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Την ίδια στιγμή το Βελιγράδι υπέθετε πως το ΝΑΤΟ κάποια στιγμή θα υποχωρούσε και θα πρότεινε έναν συμβιβασμό. Εν τέλει ο Μιλόσεβιτς υπέκυψε – και πολλοί εικάζουν πως σε αυτό έβαλε το χέρι της η Μόσχα. Η ρωσική οικονομία αντιμετώπιζε προβλήματα εκείνη την περίοδο και ως εκ τούτου η Ρωσία είχε ανάγκη τη συνεργασία με τη Δύση, εκτιμά ο άλλοτε Ειδικός Εντεταλμένος της ΕΕ στο Κοσσυφοπέδιο Βόλφγκανγκ Πέτριτς.
Το ψήφισμα 1244 του ΟΗΕ και η συμφωνία του Κουμάνοβο
Ο πόλεμος έλαβε τέλος με δύο διεθνείς νομικές πράξεις. Η στρατιωτική συμφωνία του Κουμάνοβο (9 Ιουνίου 1999) επέβαλε την αποχώρηση του γιουγκοσλαβικού στρατού και της σερβικής αστυνομίας από το Κοσσυφοπέδιο, με το ΝΑΤΟ να αναλαμβάνει την ασφάλεια της περιοχής. Η συμφωνία προέβλεπε επίσης τον αφοπλισμό του UCK.
Μία ημέρα αργότερα το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ενέκρινε το ψήφισμα 1244, γνωστό και ως ψήφισμα για το Κοσσυφοπέδιο, το οποίο αποτέλεσε θεμέλιο για τη σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο επίλυση του πολέμου του Κοσσυφοπεδίου. Το ψήφισμα όριζε πως το Κοσσυφοπέδιο παρέμενε στη Γιουγκοσλαβία, έχοντας ωστόσο πολύ μεγαλύτερη αυτονομία. Ακόμη, δημιουργείται η Μεταβατική Διοικητική Αποστολή των Ηνωμένων Εθνών στο Κοσσυφοπέδιο (UNMIK) με σκοπό την ίδρυση πολιτικών θεσμικών οργάνων, ενώ για την τήρηση της ασφάλειας ο ΟΗΕ στέλνει τη διεθνή δύναμη KFOR. Το ψήφισμα ωστόσο δεν καθόρισε το τελικό καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου.
Η ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου
Η επέμβαση του ΝΑΤΟ ολοκληρώθηκε μετά από 78 ημέρες και περίπου 2.300 αεροπορικές επιθέσεις. Οι νεκροί εκτιμάται πως έφτασαν τους 3.500. Μαζί με αυτήν έληξε και ο πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου.
Εννέα χρόνια αργότερα, στις 17 Φεβρουαρίου 2008, το Κοσσυφοπέδιο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του, την οποία αναγνωρίζουν σήμερα 115 από τα 192 κράτη-μέλη του ΟΗΕ – μεταξύ αυτών και η Γερμανία. Η Ρωσία, η Κίνα και πέντε κράτη-μέλη της ΕΕ (Ελλάδα, Ρουμανία, Ισπανία, Σλοβακία και Κύπρος) ανήκουν στα κράτη που δεν αναγνωρίζουν το Κοσσυφοπέδιο ως ανεξάρτητο κράτος. Το ίδιο και η Σερβία.