Μετά την αποπομπή του υπουργού Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντντερ, η κυβερνητική κρίση στη Γερμανία φέρνει σε ακόμα δεινότερη θέση τη γερμανική οικονομία.
Οι πτωχεύσεις αυξήθηκαν στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 20 ετών. Το κύμα των πτωχεύσεων είναι το αποτέλεσμα μιας τέλειας καταιγίδας, λένε οι ειδικοί. Πρόκειται για παρατεταμένη οικονομική αδυναμία και δραστικά αυξημένο κόστος. Τώρα, το τέλος του συνασπισμού προκαλεί πρόσθετη αβεβαιότητα. Αλλά και ελπίδα.
Σύμφωνα με έρευνες του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών της Χάλε (IWH), ο αριθμός των πτωχεύσεων επιχειρήσεων στη Γερμανία αυξήθηκε απότομα τον Οκτώβριο.
1530 συνεταιρισμοί και εταιρείες κατέθεσαν αίτηση πτώχευσης τον περασμένο μήνα, όπως ανακοίνωσε την Πέμπτη το IWH.
Πρόκειται για 17% περισσότερες από ό,τι τον προηγούμενο μήνα και μάλιστα 48% περισσότερες από ό,τι ένα χρόνο νωρίτερα – και ταυτόχρονα ο υψηλότερος αριθμός του Οκτωβρίου εδώ και 20 χρόνια.
Τα στοιχεία είναι επίσης κατά 66% υψηλότερα από τον μέσο όρο του Οκτωβρίου για τα έτη 2016 έως 2019, δηλαδή πριν από την πανδημία του κοροναϊού.
«Το σημερινό κύμα πτωχεύσεων είναι το αποτέλεσμα μιας τέλειας καταιγίδας παρατεταμένης οικονομικής αδυναμίας και δραστικά αυξημένου κόστους», δήλωσε ο ερευνητής του IWH Steffen Müller.
«Πολλές ασθενέστερες επιχειρήσεις που επιβίωσαν στη φάση των χαμηλών επιτοκίων και με στήριξη κατά τη διάρκεια της πανδημίας βρίσκονται τώρα υπό τεράστια πίεση με έντονα αυξημένο κόστος».
Αυτό οδηγεί ιδίως τις υπερχρεωμένες εταιρείες σε αφερεγγυότητα.
Στους τομείς που πλήττονται ιδιαίτερα περιλαμβάνονται οι κατασκευές, το εμπόριο και οι υπηρεσίες που σχετίζονται με τις επιχειρήσεις.
Στον κλάδο της μεταποίησης, τα στοιχεία ήταν επίσης σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Οι διαχειριστές αφερεγγυότητας της Γερμανίας πιέζουν για γρήγορες νέες εκλογές.
Όπως σημειώνει η Deutsche Welle, εκπρόσωποί της που επέκριναν μέχρι πρότινος την κυβέρνηση συνασπισμού τριών κομμάτων ατενίζουν τώρα το μέλλον με ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία. Ενδεικτική για την κατάσταση της γερμανικής οικονομία, η Bosch, προμηθεύτρια της αυτοκινητοβιομηχανίας, η οποία αναγκάστηκε να διορθώσει προς τα κάτω τις προοπτικές της για το 2024 και δεν αποκλείει να προχωρήσει σε περαιτέρω περικοπές θέσεων εργασίας πέραν των 7.000 θέσεων, που έχουν ήδη ανακοινωθεί.
Ενδεικτική για την κατάσταση της γερμανικής οικονομίας η Bosch, προμηθεύτρια της αυτοκινητοβιομηχανίας, η οποία αναγκάστηκε να διορθώσει προ τα κάτω τις προοπτικές της για το 2024 και δεν αποκλείει να προχωρήσει σε περαιτέρω περικοπές θέσεων εργασίας πέραν των 7.000 θέσεων, που έχουν ήδη ανακοινωθεί. Ο διευθύνων σύμβουλος της, Στέφαν Χάρτουνγκ δήλωσε στην εφημερίδα Tagesspiegel: "Πρέπει να περάσουμε από τα λόγια στην πράξη και να εφαρμόσουμε συγκεκριμένα μέτρα πριν τις πρόωρες εκλογές προκειμένου να ενισχυθεί βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα η οικονομία". Ο οικονομολόγος Χένινγκ Βόπελ, διευθύνων σύμβουλος του Κέντρου Ευρωπαϊκής Πολιτικής (cep), δηλώνει στην DW ότι η συγκυβέρνηση στο Βερολίνο "δεν κατάφερε να επαναφέρει τη γερμανική οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης".
Στο μεταξύ στις ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τις εκλογές και στις 20 Ιανουαρίου ορκίζεται ως ο 47ος πρόεδρος. Με τον αμερικανό μεγιστάνα στο Λευκό Οίκο, ο πλανήτης θα βρεθεί αντιμέτωπος με νέες προκλήσεις στην πολιτική ασφάλειας, το εμπόριο και την πολιτική για την κλιματική αλλαγή, καθώς και σε σχέση με την στήριξη της Ουκρανίας στον πόλεμο κατά της Ρωσίας.
Χάμπεκ: "Η χειρότερη στιγμή για να αποτύχει η κυβέρνηση"
Σε αυτό το φόντο ο αντικαγκελάριος και ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ προειδοποιούσε: "Είναι η χειρότερη στιγμή για να αποτύχει η κυβέρνηση". Μετά το τέλος της συγκυβέρνησης και την αποχώρηση των υπουργών του FDP ο αντικαγκελάριος τόνισε: "Είναι τραγικό να συμβαίνουν αυτά σε μια μέρα όπως αυτή, όταν η Γερμανία θα έπρεπε να επιδεικνύει ενότητα και να έχει ευχέρεια κινήσεων στην Ευρώπη".
Το ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters φιλοξενεί την εκτίμηση του επικεφαλής οικονομολόγου της τράπεζας ING Κάρστεν Μζέσκι, ο οποίος κάθε άλλο παρά αισιόδοξος είναι. Θεωρεί ότι η Γερμανία είναι σήμερα λιγότερο προετοιμασμένη από ό,τι πριν την πρώτη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ το 2016: "Μετά από τέσσερα χρόνια στασιμότητας και διαρθρωτικών αδυναμιών, η Γερμανία δεν είναι μόνο ο "ασθενής της Ευρώπης", αλλά και πιο ευάλωτη από ό,τι πριν οκτώ χρόνια".
Κατά την άποψη του Χένινγκ Βόπελ από το Κέντρο Ευρωπαϊκής Πολιτικής (cep) τα αναγκαία μέτρα χρειάζονται χρόνο για να αποδώσουν. Υπάρχουν όμως και "μέτρα με θετικό αντίκτυπο απλώς και μόνο με την ανακοίνωσή τους. Μέτρα που αποσκοπούν στη βελτίωση των προσδοκιών και του γενικότερου πλαισίου παραγωγής μπορούν κάλλιστα να έχουν θετικά αποτελέσματα βραχυπρόθεσμα".
Χρειαζόμαστε μια "ψύχραιμη πολιτική"
Ο Χένινγκ Βόπελ απαριθμεί στην DW τέσσερα πιθανά μέτρα άμεσης απόδοσης: "Πρώτον, η σταθεροποίηση της ενεργειακής μετάβασης, η οποία έχει καθοριστική σημασία για την προστασία του κλίματος και τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας. Δεύτερον, ο περιορισμός της γραφειοκρατίας, η οποία δεν πρέπει οπωσδήποτε να είναι δαπανηρή. Τρίτον, η προώθηση της διαδικασίας της ψηφιοποίησης, που κρύβει σημαντικές δυνατότητες ανόδου της παραγωγικότητας και τέταρτον, φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις.
Ο Μάριν Γκόρνινγκ, διευθυντής Έρευνας Βιομηχανικής Πολιτικής στο Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW) στο Βερολίνο ζητά επίσης "συστημικές αλλαγές". Όχι όμως μόνο σε εθνικό, αλλά σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σε συνέντευξή του στην DW την περασμένη εβδομάδα, δήλωνε: "Η Γερμανία είναι ο ορισμός της βιομηχανοποιημένης χώρας και έχει τις ρίζες της στην Ευρώπη". Επομένως, δεν μπορεί παρά να υπάρξει μια "ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική".
Στο ερώτημα σχετικά με τα μέτρα που θα έπρεπε να λάβει η γερμανική κυβέρνηση βραχυπρόθεσμα, προειδοποιεί για σπασμωδικά μέτρα και τονίζει ότι θα πρέπει να αποφύγουμε να "πετάμε από το παράθυρο δισεκατομμύρια από εδώ και από εκεί". Εξάλλου, υπάρχει ακόμη χρόνος κατά την άποψή του: "Δεν είμαστε στο χείλος του γκρεμού". Αυτό που απαιτείται τώρα είναι μια "ψύχραιμη πολιτική όπου επιχειρήσεις και καταναλωτές έχουν την εντύπωση ότι γνωρίζουν τι θα συμβεί αύριο".