Η Γιαγιόι Κουσάμα, η Γιαπωνέζα καλλιτέχνις που φημίζεται για τους καλειδοσκοπικούς πίνακες, τις βούλες και τις “μαλακές” πολύχρωμες εικαστικές εγκαταστάσεις της, απέφερε 80,9 εκατομμύρια δολάρια σε δημοπρασία πέρυσι, παίρνοντας από τον Ντέιβιντ Χόκνεϊ την κορυφαία θέση του σύγχρονου καλλιτέχνη με τις περισσότερες πωλήσεις για το 2023.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση Hiscox Artist Top 100 (όπως δημοσιεύται στο ARTnews), ο Hockney, που ήταν ο κορυφαίος καλλιτέχνης σε πωλήσεις το 2022, την περασμένη χρονιά έμεινε στη δεύτερη θέση με 50,3 εκατομμύρια δολάρια.
Το ακριβότερο έργο της Κουσάμα που πωλήθηκε το 2023 ήταν ο πίνακας “A Flower” (2014), ο οποίος συγκέντρωσε σχεδόν 10 εκατομμύρια δολάρια κατά τη διάρκεια δημοπρασίας στον οίκο Christie’s στο Χονγκ Κονγκ.
“Παρά το γεγονός ότι είναι 95 ετών, η Ιάπωνας πρωτοπόρος Yayoi Kusama παραμένει μία από τις γυναίκες καλλιτέχνες με τη μεγαλύτερη επιρροή“, δήλωσε ο Robert Read, επικεφαλής του τμήματος τέχνης και πριβέ πελατών της Hiscox.
Κουσάμα – Μια Γιαπωνέζα στη Νέα Υόρκη, εφιάλτης!
Γεννημένη το 1929 στο Ματσουμότο της Ιαπωνίας, η Κουσάμα μεγάλωσε σε ένα αγρόκτημα που ανήκε στην οικογένειά της εδώ και έναν αιώνα. Πέρασε την παιδική της ηλικία βυθισμένη σε χωράφια με λουλούδια, όπου, όπως λέει η ίδια στο ντοκιμαντέρ “Kusama: Infinity”, είχε για πρώτη φορά παραισθήσεις – μεταξύ των οποίων και βιολέτες που “μιλούσαν”. Αργότερα αυτές οι παραισθήσεις θα ενέπνεαν την τέχνη της.
Η μοίρα της θα ήταν να παντρευτεί νωρίς. Εκείνη όμως ήθελε να σχεδιάζει, ακόμα και αν κανείς δεν εκτιμούσε την τέχνη της. Η μητέρα της μάλιστα της άρπαζε τα σχέδια και τα κατέστρεφε, πριν καν προλάβει να τα τελειώσει.
Η Κουδάμα στο ντοκιμαντέρ αναφέρει ότι οι γονείς της είχαν έναν δυστυχισμένο γάμο και η μητέρα της συχνά την έβαζε να κατασκοπεύει τις αδιακρισίες του πατέρα της με άλλες γυναίκες. Το γεγονός ότι τον είδε κάποια στιγμή πάνω στη σεξουαλική πράξη, την οδήγησε σε έναν ισόβιο φόβο για το σεξ. Η Κουσάμα έχει πει ότι χρησιμοποίησε την τέχνη της ως έναν τρόπο να επεξεργαστεί το τραύμα. Σε όλη της τη ζωή η ψυχική ασθένεια ήταν κάτι που έπρεπε να διαχειριστεί.
Φοίτησε για λίγο στη Σχολή Τεχνών και Χειροτεχνίας του Κιότο και σαν θαυμάστρια της Αμερικανίδας ζωγράφου Georgia O’Keeffe, της έγραψε ένα γράμμα, για να γίνει αργότερα ο “πρώτος και μεγαλύτερος ευεργέτης της”.
Ανυπόμονη να έρθει στις ΗΠΑ και να γίνει καλλιτέχνις, η Κουσάμα προσγειώθηκε στο Σιάτλ και στη συνέχεια στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 27 ετών, μόλις 13 χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια των 15 χρόνων της παραμονής της στη Νέα Υόρκη, δημιούργησε μερικά από τα έργα για τα οποία είναι διάσημη σήμερα, όπως οι πίνακες “Infinity Net” που πωλούνται μέχρι και 8 εκατομμύρια δολάρια. Από νωρίς, η Κουσάμα παρακαλούσε τις γκαλερί να παρουσιάσουν τα έργα της. Οι περισσότερες αρνήθηκαν. Συχνά έκλαιγε για μέρες.
Πίστευε ότι οι άντρες συνάδελφοί της – συμπεριλαμβανομένου του Andy Warhol, τον οποίο αποκάλεσε “στενό φίλο” – αντέγραφαν το έργο της. Όλα αυτά οδήγησαν σε μια απόπειρα αυτοκτονίας.
“Η Κουσάμα αντιμετώπισε τρομερή προκατάληψη στον κόσμο της τέχνης“, δήλωσε στην The Post ο παλιός της φίλος Hanford Yang, αρχιτέκτονας και επί μακρόν καθηγητής του Ινστιτούτου Pratt. “Ήταν πολύ καλή, αλλά καμία από τις μεγάλες γκαλερί δεν την φιλοξενούσε επειδή, πρώτον, ήταν Γιαπωνέζα και, δεύτερον, ήταν γυναίκα…”. Πάλευε στη Νέα Υόρκη. Δεν είχε χρήματα. Την έβλεπα να κλαίει“.
Έτρωγε από τα σκουπίδια ενός ιχθυοπωλείου
Στην αυτοβιογραφία της “Infinity Net: The Autobiography of Yayoi Kusama” περιγράφει τα πρώτα της διαμερίσματα στο Μανχάταν ως “επίγεια κόλαση”. Χρησιμοποιούσε μια πόρτα που βρήκε στο δρόμο για κρεβάτι και έτρωγε “από τα σκουπίδια ενός ιχθυοπωλείου”. Ζωγράφιζε όλη τη νύχτα για να ζεσταθεί γιατί δεν είχε θέρμανση. Παρά ταύτα ήταν “επιθετική” όταν προωθούσε την τέχνη της.
Κάπου αναφέρει ότι κουβάλησε μόνη της έναν καμβά ψηλότερο από την ίδια, 40 τετράγωνα μέχρι το Whitney για να τον δουν, μόνο και μόνο για να απορριφθεί. Πήγαινε σε πάρτι αναζητώντας προστάτες, εισέβαλε σε εκδηλώσεις και έκανε φίλους με σύγχρονους καλλιτέχνες όπως ο Warhol και ο Donald Judd. Όταν η O’Keeffe επισκέφθηκε τη Νέα Υόρκη, σύστησε την Κουσάμα σε εμπόρους τέχνης.
Η πρώτη της ατομική έκθεση, τον Οκτώβριο του 1959, έγινε σε μια γκαλερί που ξεκίνησε από καλλιτέχνες. Ο Judd αγόρασε ένα από τα έργα της για 200 δολάρια. Η υποστήριξη ενός αξιοσέβαστου άνδρα συναδέλφου της είχε μεγάλη σημασία.
Το 1962, η Kusama άρχισε να παρουσιάζει έργα μαλακής γλυπτικής, καλύπτοντας καναπέδες και σιδερώστρα με χειροποίητες φαλλικές μορφές. “Κανείς δεν έκανε τότε μαλακή γλυπτική”, λέει η ίδια στο ντοκιμαντέρ. Αργότερα την ίδια χρονιά, ο ομότεχνος της Claes Oldenburg έκανε το ντεμπούτο του με μαλακά γλυπτά. Η Κουσάμα αισθάνθηκε ότι είχε κλέψει την ιδέα. “Η σύζυγός του με τράβηξε στην άκρη και μου είπε: “Yayoi, συγχώρεσέ μας””, έχει υποστηρίξει η Kusama.
Το 1963, πραγματοποίησε μια ατομική έκθεση στη γκαλερί Gertrude Stein, την πρώτη της εγκατάσταση. “Aggregation: One Thousand Boats Show” παρουσίασε μια βάρκα καλυμμένη με μαλακές φαλλικές μορφές- επίσης, ταπετσάρισε τον χώρο με επαναλαμβανόμενες εικόνες της βάρκας. Στην αυτοβιογραφία της έγραψε ότι όταν ο Warhol, ο “στενός της φίλος” και “αντίπαλός” της, ήρθε να δει την έκθεση φώναξε “Yayoi, τι είναι αυτό; Είναι φανταστικό!” Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Γουόρχολ επιχρίσωσε τους τοίχους και το ταβάνι της περίφημης γκαλερί Leo Castelli με επαναλαμβανόμενες ταπετσαρίες αγελάδων, η Κουσάμα συντρίφτηκε.
“Ήταν πολύ αναστατωμένη”, είπε ο Γιανγκ. “Ήταν πολύ παρόμοια … και κανείς δεν έδωσε στην Κουσάμα καμία αναγνώριση”.
Πήδηξε από το παράθυρο και επέζησε
Το 1965, η Κουσάμα παρουσίασε το πρώτο της δωμάτιο με καθρέφτη στη μικρή γκαλερί Castellane, η οποία προσπάθησε και απέτυχε να πουλήσει το έργο για 5.000 δολάρια. (Σήμερα πωλούνται για περίπου 2 εκατομμύρια δολάρια το ένα.) Μήνες αργότερα, ο Λουκάς Σαμαράς, ένας καλλιτέχνης του οποίου το έργο βρίσκεται τώρα στη μόνιμη συλλογή του Whitney, παρουσίασε για πρώτη φορά ένα δωμάτιο καθρέφτη στην πιο καθιερωμένη γκαλερί Pace.
Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ, αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Οδηγούμενη στην αυτοκτονία, η Κουσάμα πήδηξε από ένα παράθυρο – αλλά προσγειώθηκε σε ένα ποδήλατο και επέζησε. Μη θέλοντας πια να νιώθει ότι την κοροϊδεύουν, κάλυψε τα παράθυρα του στούντιό της στο Greenwich Village για να εμποδίσει άλλους καλλιτέχνες να δουν και να αντιγράψουν τις ιδέες της.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η Κουσάμα άρχισε να οργανώνει γυμνά “Happenings”, όπου ζωγράφιζε γυμνούς εθελοντές, και συμμετείχε σε γυμνές πολιτικές διαμαρτυρίες κατά του πολέμου του Βιετνάμ. Εκείνη την εποχή, το έργο της είχε πλέον παρουσιαστεί σε όλη την Ευρώπη και ήταν γνωστό όνομα στην καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης, αλλά η χρηματική επιτυχία ήταν ακόμη εφήμερη.
Αν και δεν παντρεύτηκε ποτέ ούτε απέκτησε παιδιά, είχε σχέσεις, μεταξύ άλλων με τον διάσημο καλλιτέχνη Joseph Cornell. Το ζευγάρι είχαν καλή επικοινωνία, έχει πει η Κουσάμα, επειδή και στους δύο “δεν άρεσε το σεξ”.
βυθιζόμενη όλο και περισσότερο στην κατάθλιψη, η Kusama επέστρεψε στην Ιαπωνία και τελικά μπήκε στο Seiwa Hospital, ένα ψυχιατρικό ίδρυμα, όπου ζει ακόμα. Τώρα, λέει στο ντοκιμαντέρ με την κατακκόνικη καρέ περούκα της, “θέλω να ζήσω για πάντα”.
Η Κουσάμα εξακολουθεί να ζωγραφίζει καθημερινά από το εργαστήριό της, το οποίο βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το ίδρυμα.
Τραγική ειρωνεία!
Πριν από λίγες μέρες η Κουσάμα ζήτησε συγγνώμη δημόσια για κάποιες ρατσιστικές περιγραφές της για τους μαύρους στην αυτοβιογραφία της Infinity Net του 2003. “Λυπάμαι βαθύτατα που χρησιμοποίησα οδυνηρή και προσβλητική γλώσσα στο βιβλίο μου”, ανέφερε η Γιαπωνέζα καλλιτέχνιδα σε μια δήλωση στην εφημερίδα San Francisco Chronicle. “Το μήνυμά μου ήταν πάντα ένα μήνυμα αγάπης, ελπίδας, συμπόνιας και σεβασμού για όλους τους ανθρώπους. Η δια βίου πρόθεσή μου ήταν να ανυψώσω την ανθρωπότητα μέσω της τέχνης μου. Ζητώ συγγνώμη για τον πόνο που προκάλεσα“.