Ο Πρέσβης της Ελλάδας στον ΟΟΣΑ και Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιώργος Παγουλάτος, υπογράμμισε τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Τεχνητή Νοημοσύνη στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και των συνεπειών της.
«Η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης μπορεί να βοηθήσει σε μεγάλο εύρος εφαρμογών, από την καλύτερη προετοιμασία, ανίχνευση και αντιμετώπιση πυρκαγιών έως τον ανασχεδιασμό και την κατασκευή των υποδομών για μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε πλημμύρες και παρατεταμένους καύσωνες» ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Παγουλάτος, μιλώντας για τη συμβολή της στη διαχείριση της κλιματικής κρίσης. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα skai.gr
Ο Πρέσβης της Ελλάδας στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ μετά την ολοκλήρωση του Global Strategy Group Meeting του ΟΟΣΑ, στο οποίο προεδρεύουσα χώρα ήταν η Ελλάδα. Όπως σημείωσε «ως προεδρεύουσα χώρα η Ελλάδα διαμόρφωσε τη θεματική και το πρόγραμμα του GSG 2023, με αντικείμενο τον ανασχεδιασμό κρατικών και δημοσιονομικών πολιτικών στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον». Ο Γιώργος Παγουλάτος τόνισε ότι «η πράσινη ανάπτυξη περιλαμβάνει νέες τεχνολογίες και τη θωράκιση της χώρας απέναντι στα ακραία κλιματικά φαινόμενα».
Επίσης, σημείωσε ότι «η επένδυση της Ελλάδας στην πράσινη ανάπτυξη είναι μονόδρομος και επιλογή ανάγκης». Σε ερώτηση σχετικά με το δημογραφικό και το γεγονός ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις το 40% του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών έως το 2050 με συνέπειες στη μείωση του εργατικού δυναμικού και την επιβάρυνση του ασφαλιστικού τομέα, επισήμανε ότι πρόκειται για «ζήτημα εκρηκτικής βαρύτητας για τις γηράσκουσες ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης, σε αντιδιαστολή μάλιστα με τον μεγάλο δημογραφικό δυναμισμό της Αφρικής και μέρους του αναπτυσσόμενου κόσμου».
Προσέθεσε ότι «δεν υπάρχουν απλές λύσεις αλλά υποδεικνύονται δέσμες πολιτικών από την ενίσχυση της μητρότητας και της οικογένειας, τις γονικές άδειες, τους παιδικούς σταθμούς και τη στέγη για τα νέα ζευγάρια, μέχρι την αύξηση της απασχόλησης, τη βελτίωση της πρόσβασης και την επιμήκυνση της παραμονής στην αγορά εργασίας», ενώ όπως ανέφερε «προτεραιότητα έχει η εφαρμογή ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης για την ένταξη στην αγορά εργασίας του ηλικιακά ενεργού πληθυσμού Ελλήνων και Ελληνίδων που δεν εργάζεται σήμερα και υπολογίζεται κοντά στα 3 εκατομμύρια». «Κατά δεύτερο λόγο», συμπλήρωσε, «τα κενά στην αγορά εργασίας μπορούν να καλυφθούν και μέσα από την ένταξη των μεταναστών που διαμένουν στη χώρα αλλά και μέσω της ελεγχόμενης πρόσκλησης μέσω διακρατικών συμφωνιών ανθρώπων με συγκεκριμένες δεξιότητες που καλύπτουν ανάγκες των αναπτυσσόμενων κλάδων της οικονομίας».
Ακολουθεί η συνέντευξη του Πρέσβη της Ελλάδας στον ΟΟΣΑ και Καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιώργου Παγουλάτου, στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και την Ειρήνη Ζαρκαδούλα
ΕΡ: Τον Δεκέμβριο πραγματοποιήθηκε το Global Strategy Group Meeting του ΟΟΣΑ, υπό την προεδρία μάλιστα της Ελλάδας, σε μία περίοδο που ο κόσμος έχει πληγεί από πολυκρίσεις. Πού εστίασε η διάσκεψη και ποια είναι τα συμπεράσματα;
Το Global Strategy Group (GSG) του ΟΟΣΑ είναι η κορυφαία τακτική διοργάνωση κατά τη διάρκεια της οποίας οι 38 χώρες μέλη του ΟΟΣΑ (συν την ΕΕ), σε υψηλό επίπεδο εκπροσώπησης, συζητούν μεταξύ τους τις μείζονες στρατηγικές προκλήσεις και τον παγκόσμιο ρόλο του Οργανισμού. Ως προεδρεύουσα χώρα η Ελλάδα (εξαιρετική η Προεδρία της Νίκης Κεραμέως) διαμόρφωσε τη θεματική και το πρόγραμμα του GSG 2023, με αντικείμενο τον ανασχεδιασμό κρατικών και δημοσιονομικών πολιτικών στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον. Στις επιμέρους συνεδρίες, η διάσκεψη εστιάστηκε (αφενός) στην ανθεκτικότητα των παγκόσμιων αλυσίδων παραγωγής και την χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης και (αφετέρου) στις δημογραφικές προκλήσεις και τις σχέσεις με τον «Παγκόσμιο Νότο». Οι συζητήσεις στην ολομέλεια και τις ομάδες εργασίας άντλησαν από εκτενή μελέτη που εκπονήθηκε από τον ΟΟΣΑ κατά τις οδηγίες της ελληνικής Προεδρίας, με χρήση (για πρώτη φορά) μεθοδολογίας Foresight τεσσάρων σεναρίων, σε καθένα των οποίων οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να διατυπώσουν συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής.
Μεταξύ των συμπερασμάτων της διάσκεψης, διαπιστώθηκε ότι:
– Είναι αναγκαία η ενίσχυση της ασφάλειας, διαφοροποίησης και ανθεκτικότητας των εφοδιαστικών αλυσίδων χωρών του ΟΟΣΑ με τρίτες χώρες, με τρόπο προσεκτικό, στοχευμένο και διαφανή, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι περαιτέρω όξυνσης της πόλωσης και του παγκόσμιου οικονομικού κατακερματισμού.
– Είναι σκόπιμη η τακτική επιδίωξη διαλόγου και συνεργασίας (engagement) με την Κίνα, για την αντιμετώπιση κοινών παγκόσμιων προκλήσεων όπως η κλιματική αλλαγή. Μια πλήρης διάρρηξη (decoupling) εμπορικών συναλλαγών με την Κίνα δεν είναι επιθυμητή, και θα επέφερε σημαντικό οικονομικό κόστος, αποδυναμώνοντας τη δυνατότητα των χωρών του ΟΟΣΑ να χρηματοδοτήσουν την πράσινη μετάβαση.
– Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην προετοιμασία και αποτροπή διεθνών κρίσεων, με έμφαση στην ενεργειακή και επισιτιστική ασφάλεια, και την ανάπτυξη εργαλείων διαχείρισης του κινδύνου (περιβαλλοντικού, πολιτικού, χρηματοοικονομικού και υγειονομικού).
– Αναγκαίος επίσης ο ανασχεδιασμός των ασφαλιστικών αγορών ενόψει υψηλής συχνότητας ακραίων φυσικών καταστροφών.
– Σκόπιμη είναι η εμβάθυνση της αναπτυξιακής συνεργασίας με τον «Παγκόσμιο Νότο», και με μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων για την χρηματοδότηση της κλιματικής προσαρμογής στις αναπτυσσόμενες οικονομίες.
EΡ:Η πράσινη ανάπτυξη βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής της ΕΕ και η Ελλάδα εστιάζει στον τομέα και με το δεδομένο ότι βρέθηκε αντιμέτωπη με άνευ προηγουμένου πυρκαγιές και πλημμύρες. Πώς θα μπορούσε η επένδυση στην πράσινη ανάπτυξη να οδηγήσει σε βιώσιμες οικονομίες και στην προστασία των κοινωνιών;
Η κλιματική κρίση θα επιδεινώνεται. Η συγκράτηση της ανόδου της θερμοκρασίας στο +1,5 δεν είναι πλέον εφικτή, με δεδομένη την αδυναμία της παγκόσμιας κοινότητας να υιοθετήσει έναν αποφασιστικότερο ρυθμό μετάβασης προς τον στόχο των μηδενικών καθαρών εκπομπών άνθρακα (net zero) για το 2050. Η ΕΕ βρίσκεται στην παγκόσμια πρωτοπορία πράσινης μετάβασης και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, αλλά αυτό δεν αρκεί όσο μεγάλοι παγκόσμιοι ρυπαντές δεν ακολουθούν. Περνάμε πλέον από τον απλό μετριασμό των επιπτώσεων (climate mitigation) στην ανάγκη προσαρμογής στα νέα δυσμενή δεδομένα της κλιματικής αλλαγής (climate adaptation). Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για την Ελλάδα, που λόγω γεωγραφικής θέσης είναι ακόμα πιο έντονα εκτεθειμένη στις καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Υπό τα δεδομένα αυτά, η επένδυση της Ελλάδας στην πράσινη ανάπτυξη είναι μονόδρομος και επιλογή ανάγκης, μεταξύ άλλων και λόγω του διεθνούς και ευρωπαϊκού ρυθμιστικού πλαισίου που υπαγορεύει την απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα. Πέραν της ενεργειακής μετάβασης στις ΑΠΕ, η πράσινη ανάπτυξη περιλαμβάνει νέες τεχνολογίες και την θωράκιση της χώρας απέναντι στα ακραία κλιματικά φαινόμενα, με πλήθος παρεμβάσεων σε δημόσια και ιδιωτικά κτίρια και υποδομές. Η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης εδώ μπορεί να βοηθήσει σε μεγάλο εύρος εφαρμογών, από την καλύτερη προετοιμασία, ανίχνευση και αντιμετώπιση πυρκαγιών έως τον ανασχεδιασμό και την κατασκευή των υποδομών για μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε πλημμύρες και παρατεταμένους καύσωνες. Υπερκείμενοι στόχοι: η βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων και η ανθεκτικότητα των οικονομιών και κοινωνιών στην κλιματική κρίση.
ΕΡ: Πόσο επωφελής στην πράξη θα μπορούσε να είναι η μεταστροφή σε πιο πράσινες κοινωνίες σε σχέση με το κόστος που έχει για τα κράτη η αποκατάσταση μετά τις φυσικές καταστροφές;
Ένα από τα συμπεράσματα των εργασιών του ΟΟΣΑ ήταν ότι η πράσινη μετάβαση, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, δεν είναι χωρίς οικονομικό κόστος: συγκεκριμένοι βιομηχανικοί κλάδοι θα συρρικνωθούν, θέσεις εργασίας θα χαθούν, επενδύσεις και επιδοτήσεις έχουν δημοσιονομικό κόστος. Όμως, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, το ισοζύγιο (οικονομικό και δημοσιονομικό) της πράσινης μετάβασης είναι θετικό σε σύγκριση με το κόστος της μη προσαρμογής, δηλαδή το κόστος των φυσικών καταστροφών και της αποκατάστασής τους. Και αυτό είναι το δίλημμα που έχουν τα κράτη μπροστά τους. Δεν είναι μια βολική παρούσα κατάσταση έναντι μιας ακριβής πράσινης μετάβασης. Είναι μια ραγδαία επιδείνωση της κλιματικής κρίσης, την αρχή της οποίας ήδη βιώνουμε, έναντι του κόστους της πράσινης μετάβασης προκειμένου η κλιματική καταστροφή να περιοριστεί. Περαιτέρω όμως, η πράσινη τεχνολογία και η κυκλική οικονομία ανοίγουν νέους επιχειρηματικούς κλάδους και ευκαιρίες απασχόλησης, με θετικό αναπτυξιακό πρόσημο. Πλήθος επιχειρήσεων (από ΑΠΕ μέχρι εταιρείες της κυκλικής οικονομίας) ήδη εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες αυτές και δημιουργούν νέες δουλειές και εισοδήματα, πραγματοποιώντας τη μετάβαση σε μια οικονομία προωθημένης οικολογικής ισορροπίας.
ΕΡ: Με τον πόλεμο στην Ουκρανία τέθηκε το ζήτημα της ασφάλειας των εφοδιαστικών αλυσίδων, ζήτημα το οποίο βρέθηκε στο τραπέζι των συζητήσεων σας. Υπάρχει τρόπος να θωρακιστούν οι χώρες από αντίστοιχες προκλήσεις στο μέλλον;
Ο πόλεμος στην Ουκρανία σήμανε την αντιστροφή της τάσης παγκόσμιας οικονομικής και εμπορικής ολοκλήρωσης, που είχε κορυφωθεί κατά τις δεκαετίες του ’90 και ’00 μέχρι την κρίση του 2008. Η πανδημία του 2020 ανέκοψε αυτή την τάση και μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οι δυνάμεις της γεωπολιτικής φρενάρουν πλέον την επέκταση της παγκοσμιοποίησης των αγορών. Την κυριαρχία της αποδοτικότητας έχει διαδεχθεί η προτεραιότητα της ασφάλειας, οι παγκόσμιες αλυσίδες αξίας αποπαγκοσμιοποιούνται καθώς οι οικονομίες της Δύσης επιδιώκουν να περιορίσουν την εξάρτησή τους από χώρες που ανήκουν σε δυνητικά αντίπαλους γεωπολιτικούς συνασπισμούς. Η Δύση έχει ελαχιστοποιήσει τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας και επιδιώκει να περιορίσει την εμπορική εξάρτησή της από την Κίνα σε κρίσιμες πρώτες ύλες και ενδιάμεσα αγαθά. Δεν πρόκειται για αποσύνδεση (decoupling) αλλά για μείωση των κινδύνων που δημιουργεί η μεγάλη εξάρτηση (derisking). Επομένως η ασφάλεια των εφοδιαστικών αλυσίδων περνάει από τη στροφή σε φιλικές χώρες (friendshoring) και σε χώρες της εγγύτερης γειτονίας (nearshoring). Βέβαια κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να γνωρίζει εάν μια φιλική χώρα δεν θα μετατρέψει αύριο την εμπορική αλληλεξάρτηση σε επιθετικό οικονομικό όπλο (weaponization of interdependence). Αυτό ακριβώς το σκεπτικό υπηρετεί η διαφοροποίηση των εφοδιαστικών αλυσίδων μεταξύ περισσότερων εμπορικών εταίρων που μειώνει το ρίσκο της αποκλειστικής εξάρτησης, καθώς και η ανάπτυξη ορισμένων κρίσιμων σταδίων των αλυσίδων παραγωγής (από ενέργεια και σπάνιες γαίες μέχρι ημιαγωγούς και ενδιάμεσα αγαθά) σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η «πράσινη επανεκβιομηχάνιση» αναφέρεται από πολλούς ως επιθυμητός στρατηγικός στόχος για την Ευρώπη.
ΕΡ: Ακόμη ένα σημαντικό θέμα αποτελεί το δημογραφικό. Eκτιμάται ότι το 40% του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών έως το 2050 κάτι που έχει ως συνέπεια την μείωση του εργατικού δυναμικού και την επιβάρυνση του ασφαλιστικού τομέα. Υπάρχει τρόπος διαχείρισης ενός τέτοιου σεναρίου;
Το δημογραφικό είναι ζήτημα εκρηκτικής βαρύτητας για τις γηράσκουσες ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης, σε αντιδιαστολή μάλιστα με τον μεγάλο δημογραφικό δυναμισμό της Αφρικής και μέρους του αναπτυσσόμενου κόσμου. Στις πλούσιες χώρες, όπως η Ελλάδα, οι άνθρωποι ζουν περισσότερο και τα ζευγάρια τείνουν να κάνουν λιγότερα παιδιά. Το δημογραφικό ήταν κεντρικός άξονας του Global Strategy Group του ΟΟΣΑ υπό την ελληνική προεδρία, όπως επίσης αποτελεί την κύρια εστίαση του Κέντρου Κρήτης του ΟΟΣΑ. Εδώ δεν υπάρχουν απλές λύσεις αλλά υποδεικνύονται δέσμες πολιτικών από την ενίσχυση της μητρότητας και της οικογένειας, τις γονικές άδειες, τους παιδικούς σταθμούς και τη στέγη για τα νέα ζευγάρια, μέχρι την αύξηση της απασχόλησης, τη βελτίωση της πρόσβασης και την επιμήκυνση της παραμονής στην αγορά εργασίας.
Προτεραιότητα έχει η εφαρμογή ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης για την ένταξη στην αγορά εργασίας του ηλικιακά ενεργού πληθυσμού Ελλήνων και Ελληνίδων που δεν εργάζεται σήμερα και υπολογίζεται κοντά στα 3 εκατομμύρια. Η χαμηλή απασχόληση, εν προκειμένω, λειτουργεί για την Ελλάδα και ως ευκαιρία για να κινητοποιήσει με κατάλληλες στοχευμένες πολιτικές κατάρτισης και κινητροδότησης αυτή την μεγάλη δεξαμενή πολιτών που σήμερα είναι εκτός αγοράς. Κατά δεύτερο λόγο, τα κενά στην αγορά εργασίας μπορούν να καλυφθούν και μέσα από την ένταξη των μεταναστών που διαμένουν στη χώρα αλλά και μέσω της ελεγχόμενης πρόσκλησης μέσω διακρατικών συμφωνιών ανθρώπων με συγκεκριμένες δεξιότητες που καλύπτουν ανάγκες των αναπτυσσόμενων κλάδων της οικονομίας.
Σκόπιμη θα ήταν ίσως επίσης μια ενεργός πολιτική προσέλκυσης μεταναστών από χώρες πολιτισμικά συναφείς και άρα με προοπτικές καλύτερης ενσωμάτωσης, που θα εμπλουτίσουν τον κοινωνικό κορμό της χώρας μας.
ΕΡ: Τι είδους αλλαγή-προσαρμογή στις δημοσιονομικές πολιτικές θα μπορούσε να ωφελήσει τα κράτη λαμβάνοντας υπόψη τις συνεχώς αυξανόμενες γεωπολιτικές προκλήσεις;
Οι αλλεπάλληλες προηγούμενες κρίσεις (χρηματοπιστωτική, κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, πανδημία, πόλεμος Ουκρανίας) έχουν αφήσει πίσω τους αυξημένα επίπεδα χρέους, με μέσο δημόσιο χρέος 114% ΑΕΠ στις χώρες του ΟΟΣΑ. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες (δεδομένων των γεωπολιτικών εντάσεων), να κατευθύνουν τεράστιες επενδύσεις στον πράσινο μετασχηματισμό και την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, καθώς και στην ανάπτυξη των νέων ψηφιακών τεχνολογιών όπου η ΕΕ υστερεί. Την ίδια ώρα θα πρέπει να χρηματοδοτήσουν τις φτωχές αναπτυσσόμενες χώρες στην δική τους κλιματική μετάβαση, η αποτυχία της οποίας απειλεί την Ευρώπη με ανεξέλεγκτα κύματα κλιματικών προσφύγων από την Αφρική και την Ασία. Και όλα αυτά ενώ αντιμετωπίζουν την δημογραφική γήρανση της Ευρώπης, με όλες τις δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομική επιβράδυνση και το ταχέως αυξανόμενο κόστος υγείας και ασφαλιστικών συστημάτων. Άρα ο συνδυασμός των προκλήσεων έχει χαρακτηριστικά μιας ιστορικά κρίσιμης καμπής για την Ευρώπη και τις χώρες του ΟΟΣΑ, και αυτό επέβαλε και τη θεματική του φετινού Global Strategy Group.
Υπό τις συνθήκες αυτές, οι δημοσιονομικές πολιτικές πρέπει να προτάξουν την δημοσιονομική βιωσιμότητα, δηλαδή τη δυνατότητα των κρατών να εξυπηρετούν προοπτικά τα υψηλά επίπεδα χρέους τους, την αξιοπιστία και πειθαρχία της δημοσιονομικής πολιτικής, παράλληλα με την αναγκαία ευελιξία και αντικυκλικότητά της, που σημαίνει: στόχευση σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στην ανοδική φάση του κύκλου, ώστε να υπάρχουν τα δημοσιονομικά περιθώρια αντικυκλικής στήριξης της οικονομίας όταν η οικονομία μπαίνει σε ύφεση. Και αυτό παράλληλα με προστασία των επενδυτικών δαπανών (golden rule), ιδίως εκείνων που κατευθύνονται στον πράσινο και ψηφιακό μετασχηματισμό, επενδυτικές δαπάνες που βελτιώνουν την παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας. Αυτή είναι η χρυσή ισορροπία στη δημοσιονομική πολιτική, την οποία υποστηρίζει επίσης η Ευρωπαϊκή Ένωση, και την οποία θα έλεγα, μετά από μακρά οδυνηρή περίοδο κρίσης, έχει αφομοιώσει και εφαρμόζει επιτυχώς η χώρα μας.