Η εισβολή στη χώρα μας περίπου 150 Κροάτων χούλιγκαν-ναζί την περασμένη εβδομάδα, τα εκτεταμένα επεισόδια στη Νέα Φιλαδέλφεια και κυρίως, η δολοφονία του 29χρονου οπαδού της ΑΕΚ, Μιχάλη Κατσουρή, συγκλόνισαν ολόκληρη την Ελλάδα (πλην ορισμένων ανεγκέφαλων…) και όχι μόνο.
Οι Bad Blue Boys της Ντινάμο Ζάγκρεμπ δεν κρύβουν τον θαυμασμό τους για τον ναζισμό και την ακροδεξιά ιδεολογία. Σε όσους δεν γνωρίζουν την ιστορία της Κροατίας αυτό ίσως φαίνεται παράδοξο. Όλοι όμως όσοι είχαν μελετήσει στοιχειωδώς την ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν εξεπλάγησαν, καθώς οι Κροάτες είχαν συνεργαστεί με τις δυνάμεις του Άξονα και είχαν προβεί σε μαζικές δολοφονίες Σέρβων, Εβραίων και Ρομά. Αυτό είχε γίνει μέσω της διαβόητης παραστρατιωτικής ομάδας Ουστάσι (Ustase ή Ustasha) που είχε ιδρυθεί στα τέλη της δεκαετίας του 1920 από τον δικηγόρο και πολιτικό Άντε Πάβελιτς (Ante Pavelic, 1889-1959).
Η ιστορία της Κροατίας
Για να κατανοήσει κάποιος καλύτερα όμως όλα όσα έγιναν στη διάρκεια του Μεσοπολέμου και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην τέως Γιουγκοσλαβία πρέπει να γνωρίζει το παρελθόν της περιοχής. Η σημερινή Κροατία κατοικήθηκε από τους Ιλλυριούς πριν αποτελέσει τμήμα του ρωμαϊκού κράτους και διαιρεθεί στις επαρχίες της Πανονίας και της Δαλματίας. Έπειτα καταλήφθηκε από τους Οστρογότθους και τους Αβάρους.
Ο λαός των Κροατών εγκαταστάθηκε στην περιοχή περίπου τον 7ο αιώνα. Η ονομασία Κροάτες έγινε γνωστή όταν ο αυτοκράτορας Ηράκλειος (610- 641) συμμάχησε μαζί τους και νίκησε τους Αβάρους. Σύμφωνα με τον Γ. Μπαμπινιώτη η ονομασία Κροατία είναι μεσαιωνική λατινική: Croatia < σερβοκροατικό Hrvatska < Hrvati, όνομα σλαβικής φυλής που κατοίκησε στην περιοχή και σημαίνει «ορεσίβιος». Η λέξη ίσως συνδέεται με τη ρωσική Khrebet, «οροσειρά».
Γύρω στο 870 ξεκίνησε η βυζαντινή επικυριαρχία στην Κροατία παράλληλα με τον εκχριστιανισμό των κατοίκων της, η οποία όμως δεν κράτησε πολύ. Οι Κροάτες ηγεμόνες κατέλαβαν τις δαλματικές ακτές, ιδρύοντας το δικό τους βασίλειο το 925. Την εξουσία στην Κροατία ασκούσαν οι λεγόμενοι Ζουπάνοι, που μάχονταν εναντίον των Βυζαντινών, των Ούγγρων και των Βουλγάρων. Εσωτερικές διενέξεις όμως, οδήγησαν στην υποταγή της χώρας στους Ούγγρους το 1102. Το 1526 οι Οθωμανοί κατέλαβαν σημαντικό μέρος της χώρας, το οποίο διατήρησαν στην κατοχή τους ως το 1692.
Η παραλιακή περιοχή του Ζαντάρ είχε καταληφθεί από τη Βενετία γύρω στο 1420 και παρέμεινε υπό τον έλεγχό της ως το 1798. Η κυριαρχία της Αυστρίας στην Κροατία ξεκίνησε μετά τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) και ανακόπηκε το 1805, όταν τμήμα της περιήλθε στην κυριαρχία του Ναπολέοντα. Οι Ούγγροι ανακατέλαβαν την περιοχή το 1813 και τη διατήρησαν υπό τον έλεγχό τους ως το 1861, όταν η Κροατία υποτάχθηκε στους Αυστριακούς. Το 1867, όταν ιδρύθηκε η Αυστροουγγαρία πέρασε στην κυριαρχία της (ΔΟΜΗ, 2005).
Ήδη από το 1102, αλλά ιδιαίτερα μετά το 1526, η Κροατία είχε ένα τυπικό καθεστώς αυτονομίας με συνέλευση και μπάνο (αντιβασιλέα), αλλά η κροατική αριστοκρατία είχε εκγερμανιστεί ή εξουγγριστεί. Έτσι, ατόνησε η σλαβική ταυτότητα των Κροατών, χωρίς όμως να σβήσει η ανάμνηση του μεσαιωνικού κροατικού κράτους. Οι Κροάτες ζούσαν διασπαρμένοι στη Δαλματία, την κυρίως Κροατία και τη Σλαβονία. Τμήματα των περιοχών αυτών από τα μέσα του 16ου αιώνα μέχρι το 1881 αποτέλεσαν το λεγόμενο «Στρατιωτικό σύνορο» της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων με το οθωμανικό κράτος. Επρόκειτο για μια στρατιωτική ζώνη, στην οποία κατέφευγαν Βαλκάνιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Σέρβοι, Βλάχοι και Αρβανίτες), γνωστοί αρχικά με την ονομασία «ουσκόκοι» (οι εισπηδήσαντες) και προσέφεραν στρατιωτικές υπηρεσίες στους Αψβούργους ως παραμεθόριοι στρατιωτικοί φρουροί και ελεύθεροι χωρικοί(Σφέτας, 2009).
Ο κροατικός εθνικισμός- Ο «Ιλλυρισμός»
Η πρώτη πνευματική κίνηση εκδήλωσης κροατικού εθνικισμού ήταν ο «Ιλλυρισμός» που εμφανίστηκε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Κύρια αιτία για την εκδήλωση του «Ιλλυρισμού» ήταν η πολιτική του εξουγγρισμού των Κροατών, που εφάρμοσαν οι Ούγγροι. Ο όρος «Ιλλυριός» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τους αυτόχθονες, τους απογόνους των αρχαίων Ιλλυριών που ήταν Σλάβοι κατά τους εκπροσώπους του «Ιλλυρισμού» (Λούντεβιτ Γκάι, Ίβαν Κουκούλγιεβιτς).
Έτσι, οι Κροάτες διανοούμενοι δημιούργησαν ένα αντίβαρο προς τους Ούγγρους, οι οποίοι εμφανίστηκαν στην Ευρώπη πολύ αργότερα από τους Σλάβους (μόλις το 896). Παράλληλα, αναπτύχθηκε μια τάση ένωσης με τους Σλάβους του νότου(Σέρβους και Σλοβένους). Οι Κροάτες διανοούμενοι αναφέρονταν στο μεσαιωνικό κροατικό κράτος και στη χρήση της εκκλησιαστικής σλαβονικής για να αποδείξουν ότι οι Νότιοι Σλάβοι είχαν γραπτή γλώσσα από τον μεσαίωνα. Τελικά, μετά τη Συμφωνία της Βιέννης (1850) επιλέχτηκε η στοκαβική διάλεκτος ως βάση για τη διαμόρφωση μιας κοινής γλώσσας για Σέρβους και Κροάτες.
Οι Αψβούργοι στο μεταξύ, είχαν απαγορεύσει τη χρήση των όρων «Ιλλυριός» (από το 1843) και «Σλάβος». Συνέχεια του «Ιλλυρισμού» ήταν ο «Γιουγκοσλαβισμός» (Γιουγκοσλάβος- Σλάβος του Νότου). Ο «Γιουγκοσλαβισμός» εντασσόταν στο γενικότερο πνεύμα του Αυστροσλαβισμού (πολιτική κίνηση για την ομοσπονδιοποίηση της αυτοκρατορίας των Αψβούργων με την αναγνώριση των Σλάβων ως μιας συνταγματικής συνιστώσας) και αποτελούσε αντίδραση των Κροατών στην ολιγωρία της Βιέννης για την ικανοποίηση των κροατικών πολιτικών αιτημάτων. Κύριοι εκπρόσωποί του «Γιουγκοσλαβισμού» ήταν ο επίσκοπος Γιούρι Γιόσιπ Στροσμάγιερ και ο Φράνκο Ράτσκι. Τελικά η προσπάθεια για ίδρυση γιουγκοσλαβικού κράτους στα τέλη του 19ου αιώνα δεν ευοδώθηκε.
Και στον «Γιουγκοσλαβισμό» όμως, υπήρχε αντίπαλο δέος. Επρόκειτο για τον λεγόμενο «Μεγαλοκροατισμό», που αναδύθηκε ως αντίδραση στη μετατροπή της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων σε Δυαδική Αυτοκρατορία το 1867, την Αυστροουγγαρία και την περαιτέρω διάσπαση των περιοχών της Κροατίας. Η Δαλματία παρέμεινε αυστριακή επαρχία, το λιμάνι της Ριέκα τέθηκε υπό ουγγρική επικυριαρχία, ενώ η Κροατία και η Σλαβονία εντάχθηκαν στο ουγγρικό βασίλειο με περιορισμένη αυτονομία (ουγγροκροατική συμφωνία 1868). Βασικοί εκπρόσωποι του «Μεγάλοκρατισμού» ήταν ο Άντε Στάρτσεβιτς και Ευγένιος Κβάτερινγκ. Ο Στάρτσεβιτς είχε ρατσιστικές θέσεις, καθώς χαρακτήριζε τους Σέρβους ως σχισματικούς Κροάτες, τους Σλοβένους ως ορεινούς Κροάτες και τους Βόσνιους Μουσουλμάνους ως εξωμότες Κροάτες.
Μάλιστα για τους Σέρβους έλεγε ότι ήταν κατώτερη φυλή (Σέρβος- Servus- δούλος), ως εκπρόσωποι του κατώτερου βυζαντινορθόδοξου πολιτισμού που έπρεπε να εξοντωθούν, να προσηλυτιστούν στον Καθολικισμό ή να εκτοπιστούν. Σε αυτές τις απόψεις του Στάρτσεβιτς (1823-1896) πρέπει να αναζητηθούν πολλές ιδέες που γνώρισαν ευρεία διάδοση ή και υλοποιήθηκαν τον 20ο αιώνα. «Καθώς ο Γιουγκοσλαβισμός παρέμεινε μια ασαφής ιδεολογία, η Μεγάλοκροατική ιδεολογία του κόμματος του Δικαίου (του Κβατέρινγκ) είχε μια διάχυτη μαχητικότητα και αποτέλεσε το ιδεολογικό έμβρυο των εγκληματιών Ουστάσε του Πάβελιτς στη δεκαετία του ’30 και στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου», γράφει ο Σπυρίδων Σφέτας. Για τους Στάρτσεβιτς και Κβατέρνικ (1825-1871) οι αρχαίοι Έλληνες «χάλασαν τον λίθο, κηλίδωσαν το χαρτί» και κατέστρεψαν τους άλλους υγιείς λαούς.
Οι Ρωμαίοι εκφυλίστηκαν, διότι, «αντί να μείνουν δάσκαλοι, αφέθηκαν να είναι μαθητές, αρνήθηκαν τα ήθη και τα έθιμά τους, αφέθηκαν να καταληφθούν από αλλοτροπία, από το γραικυλισμό». Ο βυζαντινισμός, σύμφωνα με αυτούς, αναπήδησε από το πνεύμα του γραικυλισμού. Ο Στάρτσεβιτς θεωρούσε ως βασικό εχθρό του λαού τους την Ορθοδοξία, στην οποία οφειλόταν και η αποξένωση των Σέρβων από τις κοινές κροατικές ρίζες (Σφέτας, 2008).
Τέλος, ένα ενδιαφέρον στοιχείο από τους προηγούμενους αιώνες για τους Κροάτες, είναι ότι τον 17ο αιώνα οι στρατιώτες από την Κροατία συνήθιζαν να φορούν λωρίδες υφάσματος ως λαιμοδέτες. Έτσι προέκυψε η λέξη γραβάτα: γραβάτα < ιταλικό cravatta < γαλλικό cravate < Cravates «Κροάτες». Η λέξη cravatta υπάρχει στα ιταλικά από το 1675, ενώ η λέξη cravate στα γαλλικά από το 1651.
Η ίδρυση της Γιουγκοσλαβίας- Ο Άντε Πάβελιτς και η Ουστάσι
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13 έδωσαν στους Κροάτες νέο έναυσμα για την εθνική τους αποκατάσταση, κάτι που ενισχύθηκε με την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε, εξόριστοι Κροάτες ίδρυσαν στο Παρίσι τη Νοτιοσλαβική Επιτροπή που εξέδωσε το 1915 την πρώτη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κροατίας, της Σλαβονίας και της Δαλματίας και τις ένωσής τους με τη Σερβία. Τον Ιούλιο του 1917, Σέρβοι και Κροάτες υπέγραψαν τη Δήλωση της Κέρκυρας, με την οποία ιδρύθηκε ενιαίο κράτος Σέρβων, Κροατών, και Σλοβένων. Σε αυτό εντάχθηκαν επίσης, το Μαυροβούνιο, η περιοχή των Σκοπίων, το Κόσοβο και η Βοϊβοντίνα.
Όμως, το νέο αυτό βασίλειο ελεγχόταν από τους Σέρβους και τους Κροάτες, οι οποίοι ως η δεύτερη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα, επεδίωξαν μεγαλύτερη συμμετοχή στην εξουσία. Προκλήθηκαν επανειλημμένα εσωτερικές ταραχές και στις 6 Ιανουαρίου 1929, με πρόσχημα την πολιτική κρίση, ο βασιλιάς Αλέξανδρος κατάργησε το Σύνταγμα, διέκοψε τη λειτουργία της Βουλής και εισήγαγε μια προσωπική δικτατορία, γνωστή ως «δικτατορία της 6ης Ιανουαρίου». Παράλληλα, άλλαξε το όνομα της χώρας σε «Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας». Όμως τα προβλήματα δεν τελείωσαν. Το 1.931 ο Κροάτης ιστορικός και αντιγιουγκοσλαβιστής διανοούμενος Μίλαν Σάφλεϊ δολοφονήθηκε. Στα τέλη του 1932 το Κροατικό Αγροτικό Κόμμα εξέδωσε το λεγόμενο «Μανιφέστο του Ζάγκρεμπ», με το οποίο ζητούσε τον τερματισμό της σερβικής ηγεμονίας και δικτατορίας, που θεωρούσε ότι υπήρχε.
Η κυβέρνηση αντέδρασε φυλακίζοντας πολλούς Κροάτες ηγέτες. Στις 9 Οκτωβρίου 1934 ο βασιλιάς της Γιουγκοσλαβίας Αλέξανδρος δολοφονήθηκε στο Παρίσι από τον Βούλγαρο Βέλιτσκο Κέριμ (γνωστό και με το «επαναστατικό» ψευδώνυμο Vlado Chernozemski), ακτιβιστή της Ε.Μ.Ε.Ο. (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση), που είχε ένοπλη δράση στη Μακεδονία στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Κέριμ είχε ως συνεργάτες Γιουγκοσλάβους που ανήκαν σε ριζοσπαστικά, απαγορευμένα, πολιτικά κόμματα, αλλά και μέλη της Ουστάσε.
Ποια ήταν όμως αυτή η οργάνωση, η Ουστάσι, που ήρθε πάλι στο προσκήνιο μετά τα τραγικά γεγονότα της Νέας Φιλαδέλφειας; Επρόκειτο για μια φασιστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1929 από τον Κροάτη πολιτικό Άντε Πάβελιτς . Ο Πάβελιτς ήταν φανατικός Κροάτης εθνικιστής. Το 1927 ήρθε μυστικά σε επαφή με τον Μπενίτο Μουσολίνι και του παρουσίασε τα αποσχιστικά σχέδιά του για την Κροατία. Το 1929 ίδρυσε την Ουστάσι (Ustase), γνωστή και ως Ustasha ή Ustashe, η ιδεολογία της οποίας ήταν κράμα φασισμού, Ρωμαιοκαθολικισμού και κροατικού υπερεθνικισμού. Τα μέλη της υποστήριξαν τη δημιουργία μιας μεγάλης Κροατίας που θα ξεκινούσε από τον ποταμό Δρίνο και θα έφτανε στα όρια του Βελιγραδίου. Διακήρυτταν επίσης, τη δημιουργία μιας «φυλετικά καθαρής» Κροατίας με την εξόντωση Σέρβων, Εβραίων και Ρομά.
Για τα μέλη της Ουστάσι, οι Βόσνιοι ήταν «Μουσουλμάνοι Κροάτες» και συνεπώς δεν διώκονταν. Η Ουστάσι υποστήριζε τον Ρωμαιοκαθολικισμό και το Ισλάμ ως θρησκείες των Κροατών, καθώς η μουσουλμανική θρησκεία είχε πολλούς οπαδούς στην Βοσνία και την Ερζεγοβίνη. Μάλιστα, το Ισλάμ επαινέθηκε από τα μέλη της Ουστάσι ως «η θρησκεία που κρατά αληθινό το αίμα των Κροατών». Μεγάλος εχθρός για την Ουστάσι ήταν η Ορθοδοξία, η θρησκεία των Σέρβων. Η οργάνωση αυτή έδρασε ως τρομοκρατική ως τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Όμως, με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου απέκτησε ενεργότερο ρόλο στη Γιουγκοσλαβία.
Ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας
Η ιδεολογία και οι πρακτικές της Ουστάσε δεν είχαν αρχικά μεγάλη απήχηση στον κροατικό λαό. Σταδιακά όμως βρήκαν θιασώτες, κυρίως ανάμεσα στον αγροτικό πληθυσμό. Με την γερμανική εισβολή στη Γιουγκοσλαβία στις 6 Απριλίου 1941, ο Πάβελιτς, που είχε εξοριστεί στην Ιταλία, και άλλα στελέχη της Ουστάσι επέστρεψαν στη Γιουγκοσλαβία. Ο βασιλιάς της χώρας Πέτρος και άλλοι ηγέτες της έφυγαν στο εξωτερικό. Στις 10 Απριλίου 1941 ξεκίνησε ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας.
Η Σλοβενία διαιρέθηκε σε δύο τμήματα, από τα οποία τα βόρεια 2/3 περιήλθαν στη Γερμανία και το νότιο 1/3 στην Ιταλία. Μάλιστα, οι Γερμανοί απέλασαν Σλοβένους διανοούμενους και επαγγελματίες και εγκατέστησαν Γερμανούς εποίκους από τη Βεσαραβία, την Αυστρία και τη Βοσνία. Απαγορεύτηκε η χρήση της σλοβενικής γλώσσας στη Διοίκηση και οι νεαροί άντρες υποχρεώθηκαν να καταταγούν στον γερμανικό στρατό. Καθώς οι Ιταλοί δεν ήταν πολύ αυστηροί στη δική τους ζώνη, πολλοί Σλοβένοι μετακινήθηκαν στον Νότο.
Η Βοϊβοντίνα διαιρέθηκε από τον Άξονα· το δυτικό της τμήμα περιήλθε στην Ουγγαρία και το ανατολικό, το Βανάτο, τέθηκε υπό ειδική διοίκηση υπό τον έλεγχο της τοπικής γερμανικής μειονότητας. Μεγάλο μέρος της, λεγόμενης Δημοκρατίας της Μακεδονίας, παραχωρήθηκε στη Βουλγαρία, η οποία άρχισε τον εκβουλγαρισμό του. Το δυτικό της τμήμα και το Κόσοβο παραχωρήθηκαν στην ιταλοκρατούμενη Αλβανία, καθώς ο πληθυσμός τους ήταν στη συντριπτική του πλειοψηφία Αλβανοί.
Το Μαυροβούνιο περιήλθε στους Ιταλούς που προσπάθησαν να εγκαθιδρύσουν μια αυτόνομη διοίκηση. Μεγάλα τμήματα της Βοσνίας, της Ερζεγοβίνης και της Δαλματίας παραχωρήθηκαν στην Ιταλία που καθώς κατείχε και την Αλβανία, έλεγχε ολόκληρη την Αδριατική Θάλασσα. Από την παλιά Γιουγκοσλαβία απέμεναν μόνο η Σερβία και η Κροατία που είχαν όμως κυβερνήσεις «μαριονέτες». Στη Σερβία, ο Στρατηγός Μίλαν Νέντιτς σχημάτισε μια «Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας».
Ο Νέντιτς, Αρχηγός του προπολεμικού Γενικού Επιτελείου Στρατού της Γιουγκοσλαβίας, δεν είχε καμία ιδεολογική σχέση με τον Άξονα και θεωρούσε τον εαυτό του ως προσωρινό εκπρόσωπο του εξόριστου βασιλιά Πέτρου. Αντίθετα η Κροατία τον Μάιο του 1941 ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο βασίλειο και ο θρόνος της προσφέρθηκε στον Δούκα του Σπολέτο. Ο δούκας αποδέχθηκε την προσφορά όμως δεν έφυγε ποτέ από τη Ρώμη! Ο Τσιάνο στις 17 Νοεμβρίου 1941 έγραφε γι’ αυτόν: «Πράγματι αυτή η συμπεριφορά αυτού του νεαρού είναι τελείως παράλογη. Συγκατοικεί με μια νεαρή της υψηλής κοινωνίας και την περιφέρει με το προσωπικό του αυτοκίνητο. Συχνάζει σε εστιατόρια και ποτοπωλεία και μεθοκοπάει… πραγματικά αξιόλογος άνδρας για βασιλιάς!» (Σταυριανός 2007)
Η εγκληματική δράση της Ουστάσι κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Ουσιαστικός ηγέτης του «ανεξάρτητου» βασιλείου της Κροατίας όμως ήταν ο Άντε Πάβελιτς που αυτοπροσδιορίστηκε ως πογκλάβνικ (συνώνυμο του φίρερ, επικεφαλής). Η οργάνωση που αυτός είχε ιδρύσει, η Ουστάσι λειτούργησε ως πολιτοφυλακή. Υπήρχαν 4.500 άνδρες που βρίσκονταν υπό κεντρικό έλεγχο και 25.000-30.000 «Άγριοι Ουστάσι» («divlje ustase») οι οποίοι, δήθεν, παρακαλούσαν να πολεμήσουν τους εχθρούς του καθεστώτος.
Οι φρικαλεότητες που έγιναν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1941 σε βάρος Σέρβων, Εβραίων και Ρομά ήταν απερίγραπτες. Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί θορυβήθηκαν. Ο Πάβελιτς απέδωσε τις εγκληματικές ενέργειες σε «παράτυπους» Ουστάσι. Μάλιστα ορισμένοι από αυτούς συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν. Η Γκεστάπο σε έκθεσή της προς τον Χίμλερ κάνει λόγο για σφαγές και βασανισμούς 300.000 Ορθοδόξων από τα μέλη της Ουστάσι.
Ο ιστορικός Τζόναθαν Στάινμπεργκ γράφει ότι: «Υπάρχουν φωτογραφίες Σέρβων γυναικών με στήθη κομμένα από μαχαίρια τσέπης, ανδρών με μάτια βγαλμένα, αδυνατισμένα και ακρωτηριασμένα».
«Οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί γνώριζαν σε κάποιο βαθμό τις δολοφονικές προσπάθειες του καθεστώτος των Ουστάσι ενάντια στους Σέρβους, τους Εβραίους και τους Σιντί-Ρομά που ζουν σε εδάφη που ελέγχονται από την Κροατία. Δεν είναι σαφές εάν οι συμμαχικοί ηγέτες κατάλαβαν ξεκάθαρα ότι περίπου 700.000 θύματα, τα περισσότερα από τα οποία ήταν Σέρβοι είχαν σκοτωθεί στα στρατόπεδα θανάτου της Ουστάσι στο Γιασένοβατς και αλλού με τις πιο αδίστακτες και πρωτόγονες μεθόδους όπως μαζικοί πυροβολισμοί, χτυπήματα με ρόπαλα και αποκεφαλισμοί» («The Fate of the Wartime Ustasha Treasury»)
«Το Βατικανό το οποίο διατηρούσε «Αποστολικό Απεσταλμένο» στο Ζάγκρεμπ από τον Ιούνιο του 1941 ως το τέλος του πολέμου, γνώριζε τις δολοφονικές εκστρατείες που ξεκίνησαν με τον εγκλεισμό των περισσότερων από τους 35.000-45.000 Εβραίους της Κροατίας την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1941 και συνεχίστηκαν με τη φυγή έως και 5.000 Εβραίων από τις γερμανοκρατούμενες περιοχές του κροατικού κράτους μέχρι το ιταλικό τμήμα του προτεκτοράτου και την απέλαση στη Γερμανία όλων των Εβραίων της Κροατίας που είχαν απομείνει εκεί ως τον Ιούλιο του 1942».
Ο Πάβελιτς το 1942 κόμπαζε ότι «οι Γερμανοί και οι Κροάτες έκαναν από κοινού μεγάλα ανδραγαθήματα. Μπορούμε να υπερηφανευόμαστε ότι κατορθώσαμε να σπάσουμε το σερβικό έθνος το οποίο μετά το αγγλικό, είναι το πιο χοντροκέφαλο, το πιο ανόητο» (Σταυριανός, 2007). Ο πρώτος ηγέτης της ανεξάρτητης Κροατίας μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας Φράνιο Τούτζμαν (1922-1999) διαφωνούσε με τον αριθμό των 500.000-700.000 θυμάτων της Ουστάσι και ισχυριζόταν ότι μόνο 30.000-40.000 κρατούμενοι πέθαναν στο Γιασένοβατς και πως συνολικά τα θύματα της Ουστάσι στην Κροατία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν γύρω στις 60.000. («The Fate of the Wartime Ustasha Treasury»).
Οι θησαυροί της Ουστάσι στην Ελβετία
Το θησαυροφυλάκιο της Ουστάσι ήταν προϊόν της λείας από τα θύματα της εθνοκάθαρσης. Κάποια στιγμή, οι Κροάτες φασίστες είχαν στην κατοχή τους περισσότερα από 80 εκατομμύρια δολάρια (350 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα). Άλλες πηγές κάνουν λόγο για μικρότερα ποσά. Από τον Μάιο του 1944 άρχισαν να διοχετεύονται από το καθεστώς Πάβελιτς μεγάλες ποσότητες χρυσού προς την Ελβετία (358 κιλά, αξίας 403.000 δολαρίων στις 31 Μαΐου 1944, 980 κιλά, αξίας 1,1 εκ. δολαρίων τον Αύγουστο του 1944).
Στην Κροατία έμειναν 350 κιλά χρυσού και διαμάντια 1.100 καρατίων τα οποία διοχετεύτηκαν στην Αυστρία. Ένα μέρος αυτών κατασχέθηκε από τους Βρετανούς ενώ περίπου 250 κιλά χρυσού και ποσότητες διαμαντιών δόθηκαν στον Πάβελιτς ο οποίος διέφυγε στο Μπουένος Άιρες με άλλα μέλη της Ουστάσι («The Fate of the Wartime Ustasha Treasury»).
Η Αργεντινή, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Γερμανία και διάφορες χώρες της Νότιας Αμερικής αποτέλεσαν καταφύγιο για πολλά μέλη της Ουστάσι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Πάβελιτς πυροβολήθηκε από΄τον Μαυροβούνιο Μπλαγκόγιε Γιόβοβιτς κοντά στο Μπουένος Άιρες στις 9 Απριλίου 1957. Στη συνέχεια κατέφυγε στην Ισπανία όπου υπέκυψε στα τραύματά του το 1959.
Αντίποινα και βιαιότητες στη Γιουγκοσλαβία στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Βέβαια οι Σέρβοι δεν παρέμειναν αδρανείς. Προέβαιναν σε αντίποινα κι έπαιρναν αιματηρή εκδίκηση, ιδίως στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το γειτονικό Σαντζάκι. Χιλιάδες Σέρβοι όμως σκοτώθηκαν και στη Βοϊβοντίνα από Γερμανούς και Ούγγρους. Οι Αλβανοί της Γιουγκοσλαβίας οργανωμένοι στη φασιστική οργάνωση «Σκεντέρμπεη» προέβησαν επίσης σε αδιάκριτες σφαγές Σέρβων.
Οι Βούλγαροι αρκέστηκαν στη χρήση κάθε μέσου πίεσης προς τους κατοίκους της, λεγόμενης, «Μακεδονίας» για να πειστούν ή να δεχτούν ότι είναι Βούλγαροι… Το μεταπολεμικό κράτος της Γιουγκοσλαβίας υπό την ηγεσία του Κροάτη Γιόζιπ Μπροζ (Τίτο, 1891-1980) άρχισε μετά τον θάνατο του ηγέτη του να παρουσιάζει σημάδια αποσύνθεσης. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1991 και όσα την ακολούθησαν αποτελούν μερικές από τις μελανότερες σελίδες της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας.
Πηγές:
«The Fate of the Wartime Ustasha Treasury», U.S. Department of State(.gov)
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΣΦΕΤΑΣ, «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», ΤΟΜΟΙ Α+Β, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ, 2008 και 2011
Λ.Σ. ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΣ, «ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ από το 1453 και μετά», ΤΟΜΟΣ ΙΙ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ, 2007
Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, ΕΚΔΟΣΗ 2005
WIKIPEDIA