Επί 18 χρόνια, χαιρετούσε κάθε πρωί τη γυναίκα και τα παιδιά του και πήγαινε στα κεντρικά του ΠΟΥ, όπου υποτίθεται ότι εργαζόταν ως γιατρός και ερευνητής. Στην οικογένειά του ήταν παράδειγμα προς μίμηση. Συγγενείς και φίλοι του εμπιστεύονταν τα χρήματά τους για να τα επενδύσει σε ομόλογα που είχε πρόσβαση μόνο αυτός χάρη στην υψηλόβαθμη θέση του στον παγκόσμιο οργανισμό.
Η αρχή του ψέματος
Από μικρός, ο Ζαν Κλοντ ήταν υπόδειγμα μαθητή. Γεννημένος στην Λονς-λε-Σωνιέ της Γαλλίας το 1954, ονειρευόταν να μετακομίσει σε μία μεγαλύτερη πόλη και να ζήσει μία ζωή με ανέσεις και χλιδή. Η επιθυμία να γίνει γιατρός δεν γεννήθηκε από τα αλτρουιστικά του αισθήματα και την ανάγκη του για προσφορά. Αφενός τον γοήτευε το στάτους του επαγγέλματος. Αφετέρου, ήταν ερωτευμένος με τη Φλόρενς, μια μακρινή ξαδέρφη του που επίσης σπούδαζε ιατρική. Έτσι, στα 20 του γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Λυόν, όπου φοιτούσε και η Φλόρενς.
Οι επιδόσεις του κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους ήταν καλές. Ωστόσο, στο τέλος της χρονιάς, μια ερωτική απογοήτευση τον έβγαλε εκτός προγράμματος και δεν εμφανίστηκε στην εξεταστική. Δεν πήγε να δώσει ούτε στην επαναληπτική. Στους δικούς του αποφάσισε να πει ότι πέρασε με καλούς βαθμούς και συνέχιζε κανονικά στο επόμενο έτος.
Ήταν η αρχή ενός ψέματος που θα γιγαντωνόταν. Για τα επόμενα 4 χρόνια, προσποιούταν ότι πήγαινε καθημερινά στη σχολή, διάβαζε για τα μαθήματα και έγραφε καλά στις εξετάσεις. Με το που «πήρε» το πτυχίο του, ανακοίνωσε ότι βρήκε και δουλειά ως ερευνητής στον ΠΟΥ.
Οι απάτες
Ο Ζαν Κλοντ τελικά «κέρδισε» την καρδιά της Φλόρενς. Το 1975 παντρεύτηκαν, εγκαταστάθηκαν σε ένα προάστιο της Λυόν και μέσα στα επόμενα χρόνια απέκτησαν δύο παιδιά. Ο τόπος κατοικίας τους διευκόλυνε το αφήγημα του ψευτογιατρού. Το σπίτι τους ήταν πολύ κοντά στα σύνορα με την Ελβετία και τα κεντρικά του ΠΟΥ, όπου υποτίθεται ότι εργαζόταν, βρίσκονταν στη Γενεύη.
Για σχεδόν δύο δεκαετίες ο Ζαν Κλοντ Ρομάν έφευγε κάθε πρωί από το σπίτι, περνούσε με το αυτοκίνητό του τα σύνορα, πήγαινε στα γραφεία του ΠΟΥ και σπαταλούσε την ημέρα του κάνοντας βόλτες στις βιβλιοθήκες, τη γραμματεία πληροφοριών και τους δημόσιους χώρους του κτιρίου. Ενίοτε καθόταν απλώς κλειδωμένος στο αυτοκίνητό του και διάβαζε. Άλλες φορές ισχυριζόταν ότι έπρεπε να πάει σε επαγγελματικό ταξίδι, οπότε διανυκτέρευε στο ξενοδοχείο του αεροδρομίου και περνούσε το χρόνο του διαβάζοντας ταξιδιωτικούς οδηγούς της πόλης που υποτίθεται ότι βρισκόταν.
Η πλασματική δουλειά του στον ΠΟΥ του έδινε το πρεστίζ που πάντα ονειρευόταν. Δεν του έφερνε όμως έσοδα. Χωρίς να το γνωρίζει η γυναίκα του, τα χρήματα που έφερνε στην οικογένεια, προέρχονταν από την πώληση ενός σπιτιού που είχε κληρονομήσει ο Ζαν Κλοντ. Ήταν μία λύση με ημερομηνία λήξης. Τα χρήματα θα τελείωναν οπότε σύντομα έπρεπε να βρει νέα πηγή εσόδων. Σκέφτηκε λοιπόν ότι ήταν καιρός να εξαργυρώσει το πρεστίζ της ψεύτικης δουλειάς του. Ο τρόπος για να γίνει αυτό ήταν να εκμεταλλευτεί συγγενείς και φίλους, οι οποίοι μέχρι τότε έβλεπαν στο πρόσωπο του Ζαν Κλοντ έναν λαμπρό επιστήμονα που τιμούσε το όνομα της οικογένειας του.
Όλα αυτά τα χρόνια, ο Γάλλος ψευτογιατρός είχε κερδίσει πλήρως την εμπιστοσύνη των δικών του ανθρώπων. Γι’ αυτό, όταν τους παρουσίασε μία μεγάλη επενδυτική ευκαιρία στο εξωτερικό, δεν δυσκολεύτηκε να τους πείσει προκειμένου να του δώσουν τα χρήματά τους, με υποσχέσεις ότι θα τα πολλαπλασίαζε, αποσπούσε τεράστια χρηματικά ποσά από συγγενείς και φίλους.
Οι φόνοι
Όταν τα θύματα της απάτης του άρχισαν σιγά σιγά να ζητούν τα λεφτά τους, ο Ζαν Κλοντ κατάλαβε ότι ήταν η αρχή του τέλους. Ένας από τους φίλους του ήταν μάλιστα ιδιαίτερα πιεστικός. Άρχισε να ερευνά τον ψευτογιατρό μέχρι που ξεσκέπασε το ψέμα του. Ο Ζαν Κλοντ πανικοβλήθηκε. Τότε πήρε τη μοιραία απόφαση.
H Φλόρενς ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ο άντρας πήγε στην κουζίνα και επέστρεψε με έναν πλάστη. Σε ανύποπτο χρόνο άρχισε να τη χτυπά βάναυσα μέχρι που ξεψύχησε. Το επόμενο πρωί, σκότωσε και τα δύο μικρά παιδιά του. Το όπλο που χρησιμοποίησε αυτή τη φορά ήταν μία καραμπίνα. Με την ίδια καραμπίνα παραμάσχαλα, οδήγησε μέχρι το πατρικό του σπίτι. Ήταν αποφασισμένος να σκορπίσει κι εκεί τον θάνατο. Σκότωσε τον πατέρα, τη μητέρα και τον σκύλο τους.
Στη συνέχεια, επέστρεψε στον αρχικό τόπο του εγκλήματος. Εκεί όπου κείτονταν τα άψυχα κορμιά των παιδιών και της γυναίκας του. Αφού πήρε μεγάλη δόση υπνωτικών χαπιών, έβαλε φωτιά στο σπίτι και παρέμεινε μέσα. Ήταν μια απόπειρα να βάλει τέλος στη ζωή του. Οι αρχές όμως ειδοποιήθηκαν άμεσα και οι πυροσβέστες έσωσαν τον αναίσθητο άντρα από την πυρκαγιά.
Η δίκη
«Σκότωσα την Φλόρενς για να την προστατεύσω από τον αβάσταχτο πόνο που θα ένιωθε μετά την αυτοκτονία μου. Έπειτα έπρεπε να σκοτώσω και τα παιδιά. Τι θα απογίνονταν χωρίς τους γονείς τους;», ισχυρίστηκε κατά την απολογία του.
Σύντομα, αποκαλύφθηκε ότι την προηγούμενη μέρα είχε επιχειρήσει να σκοτώσει την ερωμένη του, στην οποία επίσης χρωστούσε λεφτά. Όλοι οι φόνοι έγιναν εν ψυχρώ και προμελετημένα.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, έγινε αναφορά και στον ύποπτο θάνατο του πεθερού του δράστη, 3 χρόνια νωρίτερα. Ο πατέρας της Φλόρενς, που τις τελευταίες μέρες της ζωής του ζητούσε έντονα από τον Ζαν Κλοντ τα χρήματα που του είχε δώσει για επενδύσεις, σκοτώθηκε πέφτοντας από τις σκάλες του σπιτιού του. Ο μόνος που ήταν παρών ήταν ο γαμπρός του.
Η υπόθεση του Ζαν Κλοντ Ρομάν δεν σόκαρε μόνο τους δικούς του ανθρώπους που μέχρι τότε ένιωθαν περηφάνια για τα επιτεύγματα του «λαμπρού επιστήμονα», αλλά ολόκληρη τη Γαλλία. Η δίκη του δολοφόνου ξεκίνησε τέλη Ιουνίου του 1996 και στις 6 Ιουλίου ανακοινώθηκε η ετυμηγορία. Ο Ρομάν καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη χωρίς τη δυνατότητα αποφυλάκισης για 22 χρόνια.
Όταν τα 22 χρόνια πέρασαν, απευθύνθηκε στο εφετείο για να εξετάσει την υπόθεσή του. Το 2019 αποφυλακίστηκε υπό τον όρο να παρουσιάζεται στο τοπικό αστυνομικό τμήμα και να φορά μόνιμα το ηλεκτρονικό βραχιόλι.