Οι γονείς της ήταν Αμερικάνοι αλλά ζούσαν στην Αγγλία. Η αγάπη της για την υποκριτική ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία, όταν ξεκίνησε αρχικά μαθήματα χορού. Με την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οι γονείς της επέστρεψαν στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκαν στο Λος Άντζελες.
Η απίστευτη ομορφιά της προσέλκυσε έναν κυνηγό ταλέντων και το 1942, σε ηλικία 10 ετών, πρωτοεμφανίστηκε ως παιδί-θαύμα στον κινηματογράφο στην κωμωδία «Κάθε λεπτό γεννιέται κι ένας» («There’s One Born Every Minute»). Δεν άργησαν να ακολούθησαν οι ταινίες «Η επιστροφή της Λάσι» («Lassie Come Home», 1943) και «Ο αλήτης και η αμαζόνα («National Velvet», 1944).
Παράλληλα με την εξωτερική εμφάνιση της απέδειξε ότι διέθετε σπουδαίες υποκριτικές ικανότητες και ακολούθησαν συνεργασίες της σε σημαντικές παραγωγές.
Η δόξα στη μεγάλη οθόνη
Το 1960 πρωταγωνίστησε στην ταινία του Ντάνιελ Μαν «Ζήσαμε στην αμαρτία» («BUtterfield 8» και κέρδισε το πρώτο της Όσκαρ. Ακολούθησε ένα δεύτερο για την ερμηνεία της στην ταινία του Μάικ Νίκολς «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» («Who’s Afraid of Virginia Woolf?», 1996), βασισμένο στο ομότιτλο έργο του. Με το ιστορικό δράμα του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς «Κλεοπάτρα» («Cleopatra», 1963) έγινε παγκοσμίως γνωστή. Το ρόλο του εραστή της Μάρκου Αντώνιου υποδύθηκε ο σπουδαίος βρετανός ηθοποιός Ρίτσαρντ Μπάρτον, με τον οποίο μοιράστηκε μία θυελλώδη ερωτική σχέση και τον οποίο παντρεύτηκε δύο φορές.
Άλλες ταινίες της ήταν οι «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια» («Reflection in a Golden Eye», 1967) του Τζον Χιούστον, «Το μεγάλο μυστικό της» («Secret Ceremony», 1968) το Τζόζεφ Λόουζι, «Ανεμοδαρμένος λόφος» («Boom!» 1968) του Τζόζεφ Λόουζι, «Το γαλάζιο πουλί» («The Blue Bird», 1976) του Τζορτζ Κιούκορ και «Μικρή νυχτερινή μουσική» («A Little Night Music», 1977) του Χάρολντ Πρινς.
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε καθυστερημένα, το 1981, με το έργο της Λίλιαν Χέλμαν «Μικρές Αλεπούδες» («Little Foxes»), που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ.
Τα Όσκαρ
Ήταν υποψήφια για το Όσκαρ καλύτερης ερμηνείας στις ταινίες «Όσα δεν σβήνει ο χρόνος» («Raintree Country», 1957) του Έντουαρντ Ντμίτρικ, «Λυσσασμένη Γάτα» («Cat on a Hot Tin Roof», 1958) του Ρίτσαρντ Μπρουκς και «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» («Suddenly Last Summer», 1959) του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς. Οι δυο τελευταίες ταινίες βασίζονται στα ομότιτλα θεατρικά έργα του Τενεσί Ουίλιαμς. Από τη δεκαετία του ‘80 είχε επικεντρωθεί στον αγώνα για την καταπολέμηση του AIDS και βοήθησε να συγκεντρωθούν εκατομμύρια δολάρια. Για το έργο της αυτό τιμήθηκε με ειδικό βραβείο Όσκαρ το 1993.
Οι γάμοι, οι έρωτες και τα άγνωστα ειδύλλια
Η προσωπική ζωή της είναι από τις παραμυθένιες στην ιστορία του Χόλιγουντ. Έρωτες, πάθη, φλογερά ειδύλλια. Ο πρώτος της σύζυγός (1951-1952) ήταν ο Κόνραντ Χίλτον, ιδιοκτήτης της γνωστής αλυσίδας ξενοδοχείων. Ακολούθησαν οι γάμοι με τον άγγλο ηθοποιό Μάικλ Γουάιλντινγκ (1952-1957), τον θεατρικό και κινηματογραφικό παραγωγό Μάικ Τοντ (1957-1958), τον τραγουδιστή Έντι Φίσερ (1959-1964), τον ηθοποιό Ρίτσαρντ Μπάρτον (1964-1976), τον ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή Τζον Γουόρνερ (1976-1982) και τον πιο ταπεινό απ’ όλους, τον οικοδόμο Λάρι Φορτένσκι (1991-1996), είκοσι χρόνια μικρότερό της. Από τους οκτώ γάμους της απέκτησε τέσσερα παιδιά.
Ο Κόλιν Φάρελ και η επιθυμία του να γίνει ο 9ος σύζυγος
Ανάμεσα στα άγνωστα ειδύλλια ήταν αυτό με τον Κόλιν Φάρελ, με διαφορά ηλικίας 44 χρόνια. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στο νοσοκομείο Cedars-Sinai στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια το 2009, όταν η Τέιλορ έκανε επέμβαση στην καρδιά και ο Φάρελ ήταν εκεί για τη γέννηση του γιου του. Ο νεαρότερος ηθοποιός ενθουσιάστηκε τόσο με την παρουσία της και θέλησε προωσπικό ραντεβού μαζί της.
Εκείνη θαύμαζε την ιρλανδική προφορά του και τον χαρακτήρα του που της θύμιζαν τον Ρίτσαρντ Μπάρτον. H συνάντηση των δύο δεν άργησε. Τον υποδέχτηκε στην έπαυλη της, όπου εκείνος έφερε μαζί του τα ποιήματα του Yeats. Και έτσι ξεκίνησαν οι συναντήσεις τους, που κράτησαν 2 χρόνια. Η σχέση τους κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής της Τέιλορ, ανταλλάσσοντας καθημερινά τηλεφωνήματα.
«Την έπαιρνα τηλέφωνο στις δύο τα ξημερώματα, και η νοσοκόμα απαντούσε στο τηλέφωνο και της έλεγα: «Είναι ξύπνια;»… Και μιλούσαμε για μισή ώρα, μία ώρα, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Ήταν πολύ ωραία. Τη λάτρευα», συνέχισε ο Ιρλανδός ηθοποιός μιλώντας για την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. «Ήταν μια πολύ εντυπωσιακή γυναίκα. Ήθελα να γίνω ο σύζυγος νούμερο εννέα, αλλά δεν προχώρησε».
Το πάθος με τον Ντέιβιντ Λιντς
O σκηνοθέτης δεν μπόρεσε ποτέ να κρύψει τον θαυμασμό του για την σπουδαία ηθοποιό. Στο after party των Όσκαε το 1987, o ίδιος δήλωνε ξετρελλαμένος με την ομορφιά της και την αίσθηση πλαι του αλλά κυρίως για τα φιλιά που αντάλλαξαν.
«Έσκυψα σιγά-σιγά, όλο και πιο κοντά στα χείλη της, υπνωτισμένος από αυτά τα βιολετί μάτια», θυμάται, «και πλησίαζα όλο και πιο κοντά, και πολύ σύντομα τα χείλη μου άγγιζαν τα δικά της.
Και βυθίζονταν όλο και πιο βαθιά σε αυτά τα μαξιλαρένια χείλη. Είδα αυτά τα μάτια να κλείνουν καθώς φιλιόμασταν και μετά τα δικά μου να κλείνουν, και πέσαμε σε ένα όνειρο και δεν θα το ξεχάσω ποτέ» περιέγραφε.
Οι δυό τους δεν χάθηκαν εκείνο το βράδυ. Ξαναβρέθηκαν άλλες 3 φορές ανταλλάσσοντας αυτά τα αξέχαστα φιλιά, όπως αργότερα εκμυστηρεύτηκε ο Λιντς.
Τα αμύθητης αξίας δώρα των θαυμαστών της
Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ αγαπήθηκε από τους άνδρες της ζωής με απίστευτο πάθος. Τόσο με αυτούς που έκανε σχέση, όσο και με τους εκείνους που απλά τους είχε γοητεύσει. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που ξόδευαν τεράστια ποσά για να τις προσφέρουν ογκώδη διαμάντια και σπάνια σμαράγδια, που ταίριαζαν με τα μάτια της.
Ο Richard Burton αγόρασε το διαμάντι 68 καρατίων από τον διάσημο κοσμηματοπώλη Cartier International SNC, ως δώρο για εκείνη το 1969. Μετά το διαζύγιο του ζευγαριού το 1978, το διαμάντι 68 καρατίων δημοπρατήθηκε για 6,6 εκατομμύρια δολάρια και τα χρήματα αξιοποιήθηκαν για την κατασκευή ενός νοσοκομείου στη Μποτσουάνα.
Η σπουδαία ηθοποιός πέθανε σε ηλικία 79 χρόνων, στις 23 Μαρτίου 2011 από καρδιακή ανεπάρκεια.