Τα προεκλογικά παιχνίδια του τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σχολιάζει ο επικεφαλής των γραφείων των Times της Νέας Υόρκης στην Κωνσταντινούπολη, Μπεν Χάμπαρντ. Όπως τονίζει ο αναλυτής της αμερικανικής εφημερίδας, ο Ερντογάν φαίνεται πως επιχειρεί να κερδίσει την εύνοια των ψηφοφόρων εξαγοράζοντάς τους, αλλά και βγάζοντας εκτός κούρσας έναν από τους πιο επικίνδυνους αντιπάλους του, σε μια στρατηγική που θα μπορούσε να του προσφέρει την επανεκλογή, αλλά και να καταστρέψει την ήδη δεινοπαθούσα οικονομία της Τουρκίας.
Όπως τονίζει ο Χάμπαρντ, ορισμένοι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι η στρατηγική του προέδρου για την άμβλυνση του πλήγματος στα τουρκικά νοικοκυριά από τον εκτός ελέγχου πληθωρισμό δεν είναι βιώσιμη, ενώ πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι τουλάχιστον δυο από τους αντιπάλους του θα μπορούσαν να τον νικήσουν. Ο ένας είναι ο Εκρέμ Ιμάμογλου, ο οποίος αυτή τη στιγμή είναι αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη, σε δίκες που σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές έχουν πολιτικά κίνητρα.
Ο Ερντογάν από την πλευρά του υποστηρίζει ότι στόχος του είναι να υπηρετήσει την χώρα των 84 εκατ. ανθρώπων, που φέτος γιορτάζει την εκατοστή επέτειο της γέννησής της από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για την αντιπολίτευση και τους νατοϊκούς συμμάχους, οι φετινές γενικές εκλογές της Τουρκίας, είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για τη βελτίωση της πορείας ενός μέλους της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, που ανήκει στις 20 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη και διατηρεί σημαντικούς διπλωματικούς και επιχειρηματικούς δεσμούς με χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Ευρώπης.
Οι δωροδοκίες του Ερντογάν
Από τα τέλη Δεκεμβρίου, και ενόψει των εκλογών που έχουν οριστεί για τη 14η Μαΐου, ο Ερντογάν έχει αυξήσει τον κατώτατο μισθό κατά 55%, τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων κατά 30%, έχει δημιουργήσει πρόγραμμα επιδοτούμενων δανείων για εμπόρους και μικρές επιχειρήσεις και έχει καταργήσει το όριο ηλικίας για τη συνταξιοδότηση, επιτρέποντας σε περισσότερους από 1,5 εκατ. Τούρκους να βγουν αυτομάτως στη σύνταξη.
Ο Ερντογάν υποστηρίζει ότι η νίκη του θα δικαιώσει τις προσπάθειές του για την ανοικοδόμηση της τουρκικής οικονομίας, αύξηση της διεθνούς επιρροής της χώρας και προστασίας της από εγχώριες και διεθνείς απειλές. Επιπλέον, έχει χαρακτηρίσει «ανίκανη» την αντιπολίτευση και έχει δηλώσει πως ο ίδιος είναι ο καταλληλότερος να οδηγήσει τη χώρα του στα επόμενα 100 χρόνια της, τα οποία έχει αποκαλέσει «αιώνα της Τουρκίας».
Η «μετάλλαξη» ενός προέδρου
Ο Χάμπαρντ τονίζει ότι ο Ερντογάν είναι ο σημαντικότερος πολιτικός στην Τουρκία εδώ και δυο δεκαετίες, έχοντας θητεύσει ως πρωθυπουργός από το 2003 έως το 2014 και έκτοτε ως πρόεδρος. Υπογραμμίζει τη δραστική βελτίωση της τουρκικής οικονομίας κατά την πρώτη δεκαετία της προεδρίας του, που έβγαλε εκατομμύρια Τούρκους από τη φτώχεια και διεύρυνε την τουρκική βιομηχανία.
Ωστόσο, επισημαίνει επίσης ότι τα τελευταία χρόνια, πέραν των κλιμακούμενων προβλημάτων στην οικονομία της χώρας του, ο Ερντογάν έχει κατηγορηθεί και για αυταρχική στροφή, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της ακραίας συγκέντρωσης εξουσίας στα χέρια του, έπειτα από το δημοψήφισμα του 2017, όταν με ισχνή πλειοψηφία πέτυχε την τεράστια διεύρυνση του ρόλου του.
Οι επικριτές του τον κατηγορούν ότι φιμώνει τα ΜΜΕ, ενώ επεμβαίνει και στη δικαστική εξουσία, σκηνοθετώντας δίκες με πολιτικά κίνητρα. Επιπλέον, έχει αναλάβει την εξωτερική και την οικονομική πολιτική της χώρας, παρακάμπτοντας τόσο το ΥΠΕΞ όσο και την κεντρική τράπεζα.
Θα χάσει ο «σουλτάνος»;
Τώρα, έξι κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους με στόχο να τον «εκθρονίσουν», υποστηρίζοντας ότι σε περίπτωση που νικήσουν τις εκλογές θα αποκαταστήσουν την ανεξαρτησία των κυβερνητικών σωμάτων και θα περιορίσουν τις εξουσίες του προέδρου επιστρέφοντας στο κοινοβουλευτικό σύστημα.
Οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Τουρκία αυξάνουν τις πιθανότητες η αντιπολίτευση να κληθεί να αποδείξει την ειλικρίνειά της, καθώς μερίδα των ψηφοφόρων αμφισβητεί πλέον τις ικανότητες του Ερντογάν. Μέσα σε μόλις δυο χρόνια, οι ανορθόδοξες πολιτικές του «σουλτάνου» έχουν κάνει την τουρκική λίρα να χάσει σχεδόν τα δυο-τρίτα της αξίας της, ενώ ο πληθωρισμός καλπάζει ανεξέλεγκτος, αγγίζοντας το 85% το Νοέμβριο, πριν περιοριστεί στο 64% το Δεκέμβριο.
Όμως η αντιπολίτευση αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα. Πέραν των ρητορικών ικανοτήτων του Ερντογάν, ο οποίος εκτός των άλλων μπορεί να στηριχτεί σε έναν ευρύ κομματικό μηχανισμό και έχει στη διάθεσή του κρατικούς πόρους, η συμμαχία των έξι κομμάτων δεν έχει ανακοινώσει ακόμη το όνομα του υποψηφίου που θα διεκδικήσει την προεδρία, πυροδοτώντας εικασίες περί εσωτερικών διχασμών που θα καθιστούσαν την κυβέρνησή τους αναποτελεσματική ή και… κοντόληκτη.
Και, φυσικά, έχουν να ανταγωνιστούν τις διαρκείς δαπάνες της κυβέρνησης για την οικονομική υποστήριξη των πολιτών. Πέραν εκείνων που αναφέρθηκαν παραπάνω, ο Ερντογάν έχει δημιουργήσει σύστημα επιδοτήσεων των οικογενειών με κρατικά εισοδήματα, έχει προχωρήσει σε διαγραφές ορισμένων χρεών και έχει δημιουργήσει κρατικά χρηματοδοτούμενους λογαριασμούς για την προστασία των καταθέσεων σε τουρκικές λίρες από την υποτίμηση.
Πολλοί οικονομολόγοι υπογραμμίζουν ότι ο πακτωλός κρατικού χρήματος μπορεί μεν να δώσει τη νίκη στον Ερντογάν, όμως το πιθανότερο είναι να οδηγήσει σε ακόμη υψηλότερο πληθωρισμό και να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στην οικονομία της χώρας, ωθώντας την στην ύφεση λίγο μετά τις εκλογές.
Πολιτικές διώξεις
Μεγάλο πρόβλημα αποτελούν, φυσικά, και οι διώξεις προς τον Εκρέμ Ιμάμογλου, δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης και έναν από τους αντιπάλους που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον Ερντογάν στην ήττα.
Τον περασμένο μήνα, τουρκικό δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων του Ιμάμογλου για δυο χρόνια και επτά μήνες, με την κατηγορία της προσβολής κρατικών λειτουργών. Το έγκλημά του; Είχε αποκαλέσει τους αξιωματούχους που ακύρωσαν την πρώτη του νίκη στις δημοτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης το 2019 «ανόητους». Λίγους μήνες αργότερα, οι εκλογές επαναλήφθηκαν και ο Ιμάμογλου νίκησε και πάλι τον υποψήφιο που είχε την υποστήριξη του Ερντογάν. Τη δεύτερη φορά, η διαφορά τους ήταν πολύ μεγαλύτερη.
Προς το παρόν, ο Ιμάμογλου διατηρεί το αξίωμά του εν αναμονή της έφεσης, όμως εντωμεταξύ έχει βρεθεί αντιμέτωπος με τρεις ακόμη νομικές διώξεις που θα μπορούσαν να τον θέσουν εκτός της δημαρχίας, αλλά και της τουρκικής πολιτικής εν γένει.
Συγκεκριμένα, ο κωνσταντινουπολίτης δήμαρχος κατηγορείται από το υπουργείο εσωτερικών για διαφθορά στο διάστημα που κατείχε το προηγούμενο αξίωμά του, ο υπουργός εσωτερικών τον έχει κατηγορήσει ότι απασχολούσε πάνω από 1.600 άτομα που συνδέονταν με την τρομοκρατία και τέλος, ελέγχεται η καταγγελία ότι πρόσβαλε τον δήμαρχο μιας συνοικίας της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος ανήκει στο κόμμα του Ερντογάν.
Σύμφωνα με τον Χασάν Σινάρ, αναπληρωτή καθηγητή ποινικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Altinbas της Κωνσταντινούπολης, οι διώξεις κατά του Ιμάμογλου είναι «καθαρά πολιτικές».
«Θέλουν να σταματήσουν τον Ιμάμογλου, επειδή είναι το ανερχόμενο αστέρι της αντιπολίτευσης», υποστήριξε μιλώντας στους Times. Και παρόλο που δεν έχει αποδειχθεί εμπλοκή του Ερντογάν στην υπόθεση, ο ακαδημαϊκός αμφιβάλλει για το κατά πόσον ένας δικαστής θα λάμβανε τέτοιου είδους απόφαση εις βάρος διακεκριμένου πολιτικού, χωρίς να ξέρει ότι έχει την έγκριση του προέδρου.
«Πρόκειται για μια πολιτική πράξη που φορά τον μανδύα της δικαστικής», ισχυρίστηκε «και κανείς δεν μπορεί να κάνει τέτοιο ενώ ο πρόεδρος διαφωνεί».