Η νέα κυβέρνηση του Ισραήλ, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, έχει γίνει πρωτοσέλιδο – κυρίως στο εσωτερικό της χώρας – και για τις πολιτικές της έναντι των Παλαιστινίων, από τότε που ανέλαβε την εξουσία στο τέλος του περασμένου έτους.
Αλλά στην εξωτερική πολιτική, ιδίως όσον αφορά τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η πιο δεξιά κυβέρνηση του Ισραήλ μέχρι στιγμής τείνει να παρεκκλίνει από την πορεία τής προκατόχου της, όπως σημειώνεται σε ανάλυση του Al Jazeera.
Ας πάρουμε την πρώτη δημόσια ομιλία του νέου υπουργού Εξωτερικών, στις 2 Ιανουαρίου.
Μεταξύ άλλων, ο Eli Cohen δήλωσε ότι η νέα κυβέρνηση θα «μιλάει λιγότερο» όταν πρόκειται για την Ρωσία και την Ουκρανία, υπονοώντας ότι η κυβέρνηση θα αποφύγει να πάρει δημόσια θέση για τη σύγκρουση.
Ο Κοέν μίλησε επίσης με τον Ρώσο ομόλογό του, Σεργκέι Λαβρόφ, προτού μιλήσει με τον Ουκρανό υπουργό Εξωτερικών Ντμίτρο Κουλεμπά, μια απόφαση που ενόχλησε το Κίεβο, με τον πρεσβευτή του στο Ισραήλ να λέει ότι το τηλεφώνημα ήταν απόδειξη πως το Τελ Αβίβ αλλάζει πορεία υπό τον Νετανιάχου.
«Ο Νετανιάχου ενδιαφέρεται λιγότερο για ιδιεολογικές συμπάθειες»
«Η διαφορά μεταξύ των δύο κυβερνήσεων είναι ότι η προηγούμενη κυβέρνηση ήταν 100% ιδεολογικά συμπαθής στην Ουκρανία και προσπάθησε να υποστηρίξει την Ουκρανία όσο μπορούσε, χωρίς να αποξενώσει εντελώς τους Ρώσους», δήλωσε στο Al Jazeera ο Jonathan Rynhold, επικεφαλής πολιτικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Bar-Ilan.
«Αυτή η κυβέρνηση ενδιαφέρεται λιγότερο για τις ιδεολογικές συμπάθειες. Δεν επενδύουν στο να δουν τη δημοκρατία να υπερισχύει της δικτατορίας, ούτε θα ήταν απαραίτητα ευτυχείς να δουν τις διεθνείς κυρώσεις να πετυχαίνουν, καθώς μπορεί να φοβούνται ένα προηγούμενο», πρόσθεσε ο Rynhold, αναφερόμενος σε ένα παγκόσμιο κίνημα βάσης, που πιέζει για κυρώσεις κατά του ίδιου του Ισραήλ για τη συνεχιζόμενη κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών.
Φαίνεται τώρα ότι η νέα ισραηλινή κυβέρνηση προσπαθεί να στείλει πιο θετικά μηνύματα προς την Ρωσία, συνεχίζοντας παράλληλα τα δικά της μακροχρόνια δόγματα εξωτερικής πολιτικής.
«Το Ισραήλ έχει δύο βασικά συμφέροντα εθνικής ασφάλειας όσον αφορά την Ρωσία και την Ουκρανία, τα οποία έχουν τη συναίνεση των Ισραηλινών: Τη διατήρηση καλών σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε γενικές γραμμές και τη ρωσική αποδοχή τής ελευθερίας του Ισραήλ να επιχειρεί στρατιωτικά εναντίον των ιρανικών δυνάμεων, των θέσεων εκτόξευσης πυραύλων και του λαθρεμπορίου όπλων στη Συρία», σημείωσε ο Rynhold.
«Αυτό απαιτεί ενεργό συντονισμό με την Ρωσία, προκειμένου να αποφευχθεί μια σύγκρουση μεταξύ ρωσικών και ισραηλινών δυνάμεων. Η σημερινή και οι προηγούμενες κυβερνήσεις προσπάθησαν να εξισορροπήσουν αυτούς τους στόχους», πρόσθεσε.
Πιο δύσκολη η ισορροπία
Η σχέση του Ισραήλ με την Ρωσία έχει γίνει όλο και πιο περίπλοκη, ακόμη και δύσκολη, λόγω του πολέμου.
«Πριν από τον πόλεμο, η εξωτερική πολιτική του Ισραήλ όσον αφορά τις δύο χώρες περιελάμβανε σχέσεις σε πολλούς τομείς και πάντα επεδίωκε να γίνει ισχυρότερη», δήλωσε ο Γιονατάν Φρίμαν, ειδικός διεθνών σχέσεων στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ.
«Και οι δύο χώρες εξακολουθούν να έχουν μεγάλους εβραϊκούς πληθυσμούς και εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινοί έχουν οικογενειακούς δεσμούς με εκείνους που ζουν ακόμη εκεί. Επιπλέον, υπήρξε ισχυρό εμπόριο στους τομείς της γεωργίας, του τουρισμού, ακόμη και της βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας».
Εκτός από αυτούς τους παράγοντες, το Ισραήλ και η Ρωσία συντονίζονται επίσης σε θέματα ασφάλειας που σχετίζονται με την Συρία.
Επομένως, το Ισραήλ, ακόμη και πριν από την άφιξη της κυβέρνησης Νετανιάχου, «περπάτησε» σε τεντωμένο σχοινί από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία.
Από τη μία πλευρά, θεωρεί τον εαυτό του μέρος του δυτικού στρατοπέδου και, για το λόγο αυτό, πιέστηκε να απορρίψει και να καταδικάσει τον πόλεμο και τα υποτιθέμενα εγκλήματα της Ρωσίας. Από την άλλη, αρνήθηκε κατηγορηματικά να πάρει ξεκάθαρη θέση και απέρριψε κάθε αίτημα για παράδοση όπλων στην Ουκρανία.
Πώς στήριξε την Ουκρανία
Σε αντίθεση με την Ευρώπη ή τον κύριο σύμμαχό του, τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ παρέχει μόνο ανθρωπιστική βοήθεια καθώς και κάποιο αμυντικό εξοπλισμό, όπως κράνη και προστατευτικά γιλέκα.
Το Κίεβο εξέφρασε την απογοήτευσή του τον Δεκέμβριο, όταν το Ισραήλ δεν έλαβε πρόσκληση για τη διάσκεψη αλληλεγγύης της Ουκρανίας στο Παρίσι.
Το Ισραήλ είναι πάντοτε πιθανό να είναι προσεκτικό όταν πρόκειται για την Ρωσία, ανεξάρτητα από τον εκάστοτε πρωθυπουργό.
Αλλά ορισμένοι εμπειρογνώμονες λένε ότι έχει κάνει πολύ περισσότερα από όσα είναι δημοσίως γνωστά.
«Καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται, το Ισραήλ έχει αναλάβει αυξημένη δράση, κυρίως παρασκηνιακά, για να ενταχθεί ή να εξετάσει ορισμένους από τους οικονομικούς περιορισμούς που έχουν τεθεί στη Ρωσία από τη Δύση», δήλωσε ο Freeman. «Επιπλέον, το Ισραήλ έχει αυξήσει τη βοήθεια που έχει δώσει στην Ουκρανία, ακόμη και πρόσφατα παρέχοντας ηλεκτρικές γεννήτριες και περιθάλποντας τραυματισμένους Ουκρανούς στρατιώτες στο Ισραήλ».
Το Ιράν είναι η προτεραιότητα
Το κύριο μέλημα της νέας κυβέρνησης Νετανιάχου παραμένει το Ιράν.
Εδώ, το Ισραήλ εξαρτάται από τη ρωσική υποστήριξη, καθώς οι αεροπορικές επιδρομές του Ισραήλ στη Συρία πρέπει να συντονίζονται με το Κρεμλίνο.
Ωστόσο, μια νέα δυναμική έχει αναμφισβήτητα προκύψει ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία, η οποία μπορεί να αναγκάσει το Ισραήλ να αλλάξει την προσέγγισή του προς την Ρωσία.
Η Ρωσία έχει λάβει υποστήριξη από το Ιράν, με τη μορφή επιθετικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Οι ΗΠΑ, εν τω μεταξύ, κατηγορούν την Ρωσία ότι προμηθεύει όπλα στο Ιράν και λένε ότι η Μόσχα και η Τεχεράνη κινούνται προς μια πλήρη αμυντική συνεργασία, η οποία θα μπορούσε να απειλήσει άμεσα το Ισραήλ.
Ο Νετανιάχου, μεσολαβητής για τη λήξη του πολέμου;
Ενώ αυτό θα έκανε φυσικά το Ισραήλ να είναι επιφυλακτικό απέναντι στη Ρωσία, είναι επίσης πιθανό η κυβέρνηση Νετανιάχου να βλέπει την ευκαιρία να γίνει μεσολαβητής και ίσως να τερματίσει τον πόλεμο, ειδικά αν αυξηθεί η πίεση στις δυτικές χώρες να μειώσουν την ακριβή υποστήριξη προς την Ουκρανία.
«Νομίζω ότι δεν είναι μόνο προς το συμφέρον του Ισραήλ να διατηρήσει σχέσεις σεβασμού με την Ρωσία όσο μπορεί, αλλά είναι επίσης μεγάλο συμφέρον της Δύσης και των ΗΠΑ να το κάνει αυτό το Ισραήλ», υποστήριξε ο Freeman.
«Ο λόγος είναι η προσδοκία ότι το Ισραήλ μπορεί πλέον να διαδραματίσει έναν ακόμη πιο σημαντικό διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας, καθώς ο Νετανιάχου έχει ακόμη μεγαλύτερη εμπειρία από τους προηγούμενους πρωθυπουργούς του Ισραήλ στο να συνομιλεί με τον Πούτιν και είναι σεβαστός από την Ρωσία», όπως εξήγησε.
Ο Νετανιάχου θεωρούνταν κοντά στον Πούτιν κατά την προηγούμενη περίοδο της εξουσίας του και ανακοίνωσε τον Οκτώβριο ότι θα προσφερόταν να μεσολαβήσει μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας αν κέρδιζε τις εκλογές.
«Πράγματι, ο Νετανιάχου θεωρούσε, ιστορικά, τις στενές σχέσεις με τον Πούτιν χρήσιμες για την εικόνα του ως ισχυρού ηγέτη, με παγκόσμια επιρροή. Η σημερινή κυβέρνηση ίσως ελπίζει ότι μπορεί να αποτρέψει την Ρωσία από την περαιτέρω συνεργασία με το Ιράν σε πυραύλους ακριβείας, απομακρυνόμενος λίγο περισσότερο από την Ουκρανία», δήλωσε ο Rynhold.
Ο Ρώσος πρόεδρος τηλεφώνησε στον Νετανιάχου τον Δεκέμβριο και τον συνεχάρη για την εκλογική του νίκη και τον σχηματισμό κυβέρνησης.
«Ωστόσο, δεδομένης της αυξανόμενης έντασης στις σχέσεις με την κυβέρνηση Μπάιντεν σε διάφορα μέτωπα», σημείωσε ο Rynhold, «αμφιβάλλω πολύ αν θα δούμε κάποια σημαντική προσέγγιση με την Ρωσία».
Επιπλέον, εκτιμά ότι «ο νέος υπουργός Εξωτερικών δεν είναι πιθανό να έχει μεγάλη επιρροή στις σημαντικές πτυχές τής ισραηλινής εξωτερικής πολιτικής, τις οποίες θα διευθύνει ο ίδιος ο πρωθυπουργός, σε συντονισμό με τον υπουργό Στρατηγικών Υποθέσεων, Ρον Ντέρμερ».