Οι μοναδικές μεσογειακές μας γεύσεις και αρώματα, έχουν ενισχύσει το σεβασμό για τις γεύσεις της παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας και μαγειρικής, που παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εποχικές.
Για τους παραπάνω λόγους η ελληνική ελληνική κουζίνα κέρδισε μια διεθνή διάκριση, καθώς κατέλαβε τη δεύτερη θέση στην παγκόσμια κατάταξη του Word Taste Atlas.
Την πρώτη θέση στον κατάλογο με τις καλύτερες παραδοσιακές κουζίνες κατέλαβε η Ιταλία, με την πίτσα, το ριζότο με μανιτάρια και την παρμεζάνα να συγκεντρώνουν τη μεγαλύτερη βαθμολογία.
Για τη σχετική λίστα ψηφίζει το κοινό και σκοπός είναι να αναδειχτούν οι καλύτερες παραδοσιακές κουζίνες. Στην κατάταξη που δημοσιεύτηκε από τον διαδικτυακό ταξιδιωτικό οδηγό φαγητού, η χώρα έλαβε μέσο όρο βαθμολογίας 4,68 στα 5, με την Ιταλία να προηγείται με βαθμολογία 4,78 στα πέντε.
Στα κριτήρια για την ψήφο είναι τα πιάτα, τα ποτά και τα συστατικά τους. Η Ελλάδα βρέθηκε σε αυτή τη θέση χάρη στο καλαματιανό λάδι, τα φιστίκια Αιγίνης, το βινσάντο Σαντορίνης, τη μπουγάτσα και τον ντάκο, που συγκέντρωσαν την υψηλότερη βαθμολογία.
Στην τρίτη θέση είναι η Ισπανία, στην τέταρτη η Ιαπωνία, πέμπτη η Ινδία, έκτο το Μεξικό, έβδομη η Τουρκία όγδοες οι ΗΠΑ, ένατη η Γαλλία και δέκατο το Περού.
Οι δέκα χώρες με τις καλύτερες κουζίνες στον κόσμο είναι:
- Ιταλία
- Ελλάδα
- Ισπανία
- Ιαπωνία
- Ινδία
- Μεξικό
- Τουρκία
- ΗΠΑ
- Γαλλία
- Περού
Στη λίστα με τα 50 καλύτερα πιάτα του κόσμου τέσσερα ελληνικά φαγητά
Ποιο είναι το αγαπημένο σας φαγητό από όλο τον κόσμο; Σύμφωνα με τη λίστα του TasteAtlas τέσσερα ελληνικά πιάτα βρίσκονται στην λίστα των 50 καλύτερων για το 2022. Και συγκεκριμένα στην 15η θέση βρίσκονται τα παϊδάκια ενώ ακολουθεί ο γύρος στην 31η, το γιουβέτσι στην 36η και ο μπακαλιάρος λίγες θέσεις μετά στην 41η.
Το TasteAtlas, ένας από τους πιο δημοφιλείς οδηγούς για φαγητό, επισημαίνει ότι υπήρξαν κάποιες ενστάσεις για τα φαγητά αλλά και την τελική τους κατάταξη και με αναρτήσεις του στο Twitter εξήγησε πώς έγινε η ψηφοφορία. «Σε κανέναν δεν αρέσει αυτή η λίστα αλλά είναι μια αντανάκλαση της προτίμησης πραγματικών ανθρώπων. Μη μας μισείτε, εμείς απλά μετράμε ψήφους!» έγραψε μεταξύ άλλων στο Twitter.
Στην κορυφή της λίστας βρίσκεται ένα από τα πιο δημοφιλή πιάτα στην Ιαπωνία το «Karē» και στην 50ή το βραζιλιάνικο παραδοσιακό πιάτο «Feijao Tropeiro» με φασόλια.
Η ιστορία της ελληνικής κουζίνας
Η Ελληνική κουζίνα είναι όρος ο οποίος περιγράφει την παραδοσιακή κουζίνα των Ελλήνων.
Η σύγχρονη ελληνική μαγειρική έχει ευρεία χρήση ελαιολάδου, δημητριακών, ζυμαρικών, κρασιού, κρέατος, λαχανικών, οσπρίων και ψαριών-θαλασσινών. Επίσης, άλλα σημαντικά τροφικά προϊόντα είναι οι ελιές, οι ντομάτες, το τυρί, οι μελιτζάνες, τα κολοκυθάκια, το κρεμμύδι, το σκόρδο, οι πιπεριές, τα μυρωδικά, το γιαούρτι και ο χυμός λεμονιού, ενώ θέση στο τραπέζι κατέχει σχεδόν πάντα και το ψωμί.
Τα κύρια χαρακτηριστικά των παραδοσιακών ελληνικών γλυκών είναι οι ξηροί καρποί και το μέλι, ενώ συχνά χρησιμοποιούνται και διάφορα φρούτα κυρίως για τα λεγόμενα γλυκά του κουταλιού, αλλά επίσης και ζυμαρικά για ορισμένες συνταγές. Ακόμα μια σημαντική παράμετρος της Ελληνικής κουζίνας και κουλτούρας είναι οι μεζέδες που είναι ένα συλλογικό όνομα για μια ποικιλία από διάφορα μικρά γεύματα, που συνήθως σερβίρονται με κρασί, ούζο ή τσίπουρο σε μεζεδοπωλεία, ουζερί και τσιπουράδικα, αλλά επίσης σερβίρονται και σε επισκέπτες που μπορεί να έχει κάποιος στο σπίτι του.
Η κουζίνα των Ελλήνων χαρακτηρίζεται ως Μεσογειακή, ενώ επίσης έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με τις παραδοσιακές κουζίνες της Ιταλίας, των Βαλκανίων, της Τουρκίας και του Λεβάντες (τμήμα της Μέσης Ανατολής).
Από την αρχαιότητα
Κατά την αρχαιότητα και συγκεκριμένα το 320 π.Χ. γράφτηκε το πρώτο βιβλίο μαγειρικής στην ιστορία, από τον αρχαίο Έλληνα Αρχέστρατο, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως ο Πατέρας της Γαστρονομίας.
Η αρχαία ελληνική κουζίνα χαρακτηριζόταν από λιτότητα και είχε ως βάση τη λεγόμενη «τριάδα της Μεσογείου»: Σιτάρι - ελαιόλαδο - κρασί, με βάση τα ψάρια. Το κρέας τρωγόταν πιο σπάνια, ενώ σημαντική παρουσία είχαν τα οπωροκηπευτικά και όσπρια, καθώς και τα γαλακτοκομικά (κυρίως το τυρί). Αυτή η τάση στην ελληνική διατροφή συνεχίστηκε στα ρωμαϊκά και μετέπειτα στα ενετικά και οθωμανικά χρόνια και μεταβλήθηκε σχετικά πρόσφατα, που με την τεχνολογική πρόοδο το κρέας έχει γίνει πολύ πιο εύκολα διαθέσιμο στο ευρύ πλήθος.
Η αστικοποίηση, περίπου μετά το 1960, έφερε τις ανάλογες αλλαγές όπως νέες συνταγές, νέους τρόπους παρουσίασης και περισσότερα επεξεργασμένα τρόφιμα. Το κρασί και το ελαιόλαδο ήταν πάντα ένα κεντρικό μέρος της ελληνικής κουζίνας διαχρονικά και η εξάπλωση των σταφυλιών και των ελαιόδεντρων στην περιοχή της Μεσογείου και ακόμη πιο μακριά συσχετίζεται στενά με τον Ελληνικό αποικισμό.
Η Βυζαντινή κουζίνα ήταν παρόμοια με την αρχαιοελληνική κουζίνα και αποτελεί την φυσική της συνέχεια, με κύρια διαφορά όμως ότι περιλαμβάνει νέα συστατικά που δεν ήταν διαθέσιμα στο παρελθόν, όπως το χαβιάρι, το μοσχοκάρυδο, τον βασιλικό και τα λεμόνια, ενώ το ψάρι συνεχίζει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διατροφής και ιδιαίτερα στους ανθρώπους πότε που ζούσαν κοντά στην θάλασσα.
Η βυζαντινή κουζίνα είχε επωφεληθεί από την κομβική γεωγραφική θέση της Κωνσταντινούπολης που ήταν ένα παγκόσμιο κέντρο του εμπορίου των μπαχαρικών.
Ελαιόλαδο, δημητριακά και... αρώματα
Το πιο χαρακτηριστικό και αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικής κουζίνας είναι το ελαιόλαδο, όπου χρησιμοποιείται συχνά στα περισσότερα πιάτα. Παράγεται από τους καρπούς των ελαιόδεντρων και αποτελεί χαρακτηριστική γεύση της ελληνικής διατροφής.
Ακόμα, τα δημητριακά είναι αναπόσπαστο και βασικό κομμάτι της ελληνικής κουζίνας διαχρονικά. Η βασική παραγωγή σιτηρών στην Ελλάδα είναι το σιτάρι και το κριθάρι. Σημαντικά λαχανικά είναι οι ντομάτες, οι μελιτζάνες, οι πατάτες, τα φασόλια, οι μπάμιες, οι πιπεριές, τα σκόρδα, τα αγγούρια, τα καρότα και τα κρεμμύδια.
Το μέλι στην Ελλάδα παράγεται κυρίως από το νέκταρ των οπωροφόρων, εσπεριδοειδών και κωνοφόρων δέντρων, καθώς και από θυμάρι και άνθη. Επίσης υπάρχει και η Μαστίχα που είναι αρωματική φυσική ρητίνη που εξάγεται από το μαστιχόδεντρο που καλλιεργείται μόνο στο νησί της Χίου.
Η Ελληνική κουζίνα χρησιμοποιεί κάποια αρώματα πιο συχνά από ό,τι άλλες μεσογειακές κουζίνες, δηλαδή: ρίγανη, μέντα, σκόρδο, κρεμμύδι, μαϊντανός, άνηθο και φύλλα δάφνης. Άλλα κοινά βότανα και μπαχαρικά όπως ο βασιλικός, το θυμάρι, ο δυόσμος, ο άνηθος και ο μάραθος.
Σε πολλές ελληνικές συνταγές, χρησιμοποιούνται και γλυκό-μπαχαρικά σε συνδυασμό με κρέας, όπως η κανέλα και το γαρίφαλο. Το κλίμα και το έδαφος της χώρας έχει την τάση να ευνοεί την εκτροφή αιγών και προβάτων σε περισσότερο βαθμό απ' ό,τι βοοειδών όπως οι αγελάδες και ως εκ τούτου πιάτα με ντόπιο βόειο κρέας είναι λιγότερο συχνά. Τα ψάρια και τα θαλασσινά είναι περισσότερο κοινά, όπως είναι φυσικό, στις παραθαλάσσιες περιοχές και στα νησιά, χωρίς αυτό ωστόσο να σημαίνει πως δεν είναι κοινά και στις υπόλοιπες περιοχές και ειδικά στις μέρες μας που η αγορά είναι εξελιγμένη με μεγάλη ποικιλία τροφίμων.
Στην ελληνική κουζίνα σημαντικό ρόλο έχει και το τυρί. Χρησιμοποιείται μια μεγάλη ποικιλία από τυριά, όπως η φέτα, το κασέρι, το κεφαλοτύρι, η γραβιέρα, η φορμαέλα, το ανθότυρο, το μετσοβόνε, η μυζήθρα και το χαλούμι (κυρίως στην Κύπρο). Οι ταβέρνες και κάποια εστιατόρια είναι από τους βασικούς χώρους που σερβίρουν παραδοσιακά ελληνικά πιάτα για τους ντόπιους και τους τουρίστες. Πρόσφατα, τα ταχυφαγεία (fast food) έχουν γίνει επίσης δημοφιλή στην Ελλάδα και την Ευρώπη.