Το Halloween γιορτάζεται τη νύχτα της 31ης Οκτωβρίου, κατά την οποία τα μικρά παιδιά μεταμφιέζονται κατά κανόνα σε κάτι τρομακτικό και επισκέπτονται σπίτια μαζεύοντας πολλά γλυκά.
Η γιορτή αυτή συγχέεται με τις ελληνικές απόκριες, όμως διαφοροποιείται κατά πολύ από αυτές, καθώς το Halloween έχει περισσότερο μυστικιστική χροιά.
Ουσιαστικά το Halloween αποτελεί εξέλιξη της αρχαίας Κελτικής γιορτή Samhaim.
Στη σημερινή της μορφή η γιορτή δεν ασχολείται πια με τα φαντάσματα και τα πνεύματα, αλλά περισσότερο με διασκέδαση, γιορταστικές μεταμφιέσεις και γλυκίσματα.
Για τους Κέλτες η μέρα αυτή σημάδευε το τέλος της συγκομιδής και την αρχή του χειμώνα, ενώ ταυτόχρονα η αλλαγή της εποχής ήταν μια γέφυρα ανάμεσα στον πάνω κόσμο και στον κόσμο των νεκρών.
Με την πάροδο των αιώνων η γιορτή πήρε αρχικά Χριστιανικό χρώμα και στη συνέχεια μετασχηματίστηκε από μια παγανιστική τελετή σε μέρα μεταμφιέσεων, με εύθυμες παρελάσεις και κεράσματα γλυκών σε παιδιά και ενήλικες.
Η ρίζα της λέξης αυτής προέρχεται από το All-hallow-even και δηλώνει την παραμονή (eve) της γιορτής των Αγίων Πάντων (All Hallows Day - All Saints Day). Το Halloween συνδέεται με την υπερφυσική δραστηριότητα. Πολλές πολιτιστικές παραδόσεις θεωρούν την ημέρα αυτή ως μία από τις ελάχιστες μέρες που μπορεί να επιτευχθεί επαφή με τον κόσμο των πνευμάτων, καθώς και ότι είναι η μέρα που η μαγεία και γενικότερα οποιαδήποτε δραστηριότητα που έχει να κάνει με το υπερφυσικό, είναι στο ζενίθ.
Σήμα κατατεθέν της γιορτής αυτής είναι τα φαναράκια φτιαγμένα από μεγάλες κολοκύθες, πάνω στις οποίες χαράζουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά, άλλοτε πιο αστεία και άλλοτε πιο τρομακτικά.
Το έθιμο της κολοκύθας
Το έθιμο της κολοκύθας που είναι σήμα κατατεθέν της γιορτής αυτής έχει τις ρίζες του σε έναν παλιό Ιρλανδικό μύθο, του Τζακ, που ήταν τσιγκούνης και πειραχτήρι.
Σύμφωνα με το μύθο, ο Τζακ είχε καλέσει το διάβολο να πιούν ένα ποτό μαζί.
Όμως ο Τζακ δεν ήθελε να πληρώσει για το ποτό του και έτσι έπεισε το διάβολο να μεταμορφωθεί σε ένα νόμισμα, ώστε να μπορέσουν να πληρώσουν για τα ποτά τους.
Πράγματι μεταμορφώθηκε ο διάβολος σε νόμισμα, αλλά ο Τζακ αντί να πληρώσει τον έβαλε στην τσέπη του, δίπλα σε ένα σταυρό και έτσι ο διάβολος δεν μπορούσε να πάρει την κανονική του μορφή.
Ύστερα από πολλά παρακάλια, ο Τζακ αποφάσισε να τον ελευθερώσει, αρκεί να του έδινε την υπόσχεση ο διάβολος ότι δεν επρόκειτο να τον ενοχλήσει για ένα χρόνο και ούτε θα διεκδικούσε την ψυχή του όταν πέθαινε.
Έτσι πέρασε ο χρόνος και ο διάβολος ξαναεμφανίστηκε την ώρα που ο Τζακ προσπαθούσε να κόψει ένα φρούτο από κάποιο δέντρο.
Ζήτησε λοιπόν από το διάβολο να ανέβει στο δέντρο και να του κόψει το φρούτο.
Ο διάβολος ανέβηκε και ο Τζακ αμέσως σκάλισε ένα σταυρό στον κορμό του δέντρου.
Έτσι ο διάβολος ήταν παγιδευμένος και δεν μπορούσε να κατέβει. Γι' αυτό παρακάλεσε τον Τζακ να τον ελευθερώσει και του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον ενοχλήσει για δέκα ολόκληρα χρόνια.
Τότε ο Τζακ τον ελευθέρωσε.
Πέρασαν αρκετά χρόνια και ο Τζακ πέθανε. Πήγε στον παράδεισο, αλλά ο Θεός δεν τον δέχτηκε, καθώς ο Τζακ ήταν έναν άνθρωπος μίζερος και κακός και τον έστειλε στην κόλαση.
Όμως ούτε ο διάβολος τον ήθελε.
Του θύμισε την υπόσχεση που του είχε δώσει παλιότερα, ότι δεν θα διεκδικούσε την ψυχή του και τον έδιωχνε.
Όταν ο Τζακ τον ρώτησε:
«Πώς θα φύγω; Έξω έχει σκοτεινιά», ο διάβολος πήρε ένα αναμμένο κάρβουνο και του το έδωσε για να φωτίζει το δρόμο του μέσα στη νύχτα.
Ο Τζακ έβγαλε ένα ραπάνι (που πάντα κουβαλούσε μαζί του, καθώς ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα του φαγητά), το χάραξε και έβαλε μέσα το κάρβουνο. Από τότε περιπλανιέται στον κόσμο, μη μπορώντας να βρει κάποιο μέρος να αναπαύσει την ψυχή του.
Γι' αυτό κάθε Halloween, οι Ιρλανδοί σκάλιζαν ραπάνια, πατάτες και κολοκύθες, έβαζαν μέσα ένα κερί και τα τοποθετούσαν κοντά σε παράθυρα, ώστε να κρατάνε μακριά τα κακά τα πνεύματα και κυρίως το πνεύμα του τσιγγούνη Τζακ.