Το 1946 στην Ουάσινγκτον οι ΗΠΑ και 12 ευρωπαϊκές χώρες υπέγραψαν το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια στρατιωτική συμφωνία που έδειχνε με το δάχτυλο τη Μόσχα. Ήταν κάτι περισσότερο από δεδομένο πως η ΕΣΣΔ δε θα έμενε με σταυρωμένα τα χέρια. Στις 14 Μαΐου 1955 παίρνει σάρκα και οστά η συμμαχία που έμεινε γνωστή ως Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Το όνομα το έλαβε επειδή ένα μήνα μετά υπεγράφη στην πρωτεύουσα της Πολωνίας το τελικό κείμενο, το οποίο υπέγραψαν οκτώ κράτη: Σοβιετική Ένωση, Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ανατολική Γερμανία, Ουγγαρία, Πολωνία και Τσεχοσλοβακία, σύμφωνα με την ιστοσελίδα reader.gr.
Η τελευταία από τις χώρες, η Τσεχοσλοβακία, έμελλε να είναι και η χώρα η οποία θα βάλει την «ταφόπλακα» στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Η «Άνοιξη της Πράγας» και το αίμα που κύλησε άφθονο μια ημέρα σαν σήμερα, τυπικά του στέρησαν κάθε πολιτική νομιμοποίηση.
Ο δρόμος προς την «Άνοιξη της Πράγας»
Η 5η Ιανουαρίου 1968 είναι μια ημέρα σταθμός τόσο για την Τσεχοσλοβακία όσο και γι' αυτό που ψυχροπολεμικά είχε χαρακτηριστεί ως «σιδηρούν παραπέτασμα», το ανατολικό μπλοκ, δηλαδή. Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, αναλαμβάνει τα ηνία της χώρας ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ ο οποίος διαδέχθηκε στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας (και άρα και στην ηγεσία της χώρας) τον σκληροπυρηνικό Αντονίν Νόβοτνι.
Λίγους μήνες μετά την άνοδό του στην εξουσία, ο Ντούμπτσεκ παρουσίασε ένα πρόγραμμα δράσης με πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, που τις συνόψισε με τη φράση «Σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» και οι οποίες εγκρίθηκαν από την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος.
Η απήχησή τους στην κοινή γνώμη της χώρας ήταν χωρίς προηγούμενο και ασφαλώς απρόβλεπτη. Μαζί με την επαναφορά της ελευθερίας του Τύπου, υπήρξε μία αναβίωση του ενδιαφέροντος για εναλλακτικές μορφές πολιτικής οργάνωσης, στο πλαίσιο του κομουνιστικού συστήματος της χώρας. Η Μόσχα και οι δορυφόροι της, ωστόσο, θεωρούν το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Ντούμπτσεκ «αντεπαναστατικό». Τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς τα μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας απέστειλαν στον Ντούμπτσεκ επιστολή, στην οποία του επισήμαναν ότι η χώρα του βρισκόταν στα πρόθυρα της αντεπανάστασης και θεωρούσαν καθήκον τους να την προστατεύσουν («Δόγμα Μπρέζνιεφ»). Ο Ντούμπτσεκ αντιλήφθηκε γρήγορα πως υπήρχε ο κίνδυνος στρατιωτικής επέμβασης αλλά δεν πρόλαβε να αντιδράσει.
Το βράδυ της 20ης προς 21ης Αυγούστου, περίπου μισό εκατομμύριο στρατιώτες από την ΕΣΣΔ, την Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία και την κατέλαβαν.
Αρχικά δεν υπήρχε κάποια αξιόλογη αντίσταση, ωστόσο, αυτό άλλαξε όταν οι εισβολείς επιχείρησαν να καταλάβουν το μέγαρο της ραδιοτηλεόρασης. Οι συγκρούσεις ήταν σφοδρές (ειδικά στην Πράγα) και είχαν σαν αποτέλεσμα 30 νεκρούς και 300 τραυματίες.
Ο Ντούμπτσεκ συνελήφθη και απηλλάγη από τα καθήκοντά του. Η αντίσταση των Τσεχοσλοβάκων συνεχίστηκε με διάφορες μορφές, με τραγικότερη όλων την αυτοπυρπόληση τουλάχιστον οκτώ νέων ανθρώπων, με πρώτο τον φοιτητή Γιαν Πάλατς, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το καθεστώς ανελευθερίας.
Τελικά, την ηγεσία του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας ανέλαβε ο πιστός στη Μόσχα Γκουστάβ Χούζακ και το κομμουνιστικό καθεστώς άντεξε μέχρι και το 1989 οπότε και κατέρρευσε με τη λεγόμενη «Βελούδινη Επανάσταση».
«Αιχμάλωτος στο Κρεμλίνο»
Την Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 1992 η εφημερίδα «Τα ΝΕΑ», σε συνεργασία με την εφημερίδα «THE SUNDAY TIMES» δημοσίευσαναπόσπασμα της αυτοβιογραφίας του Αλεξάντερ Ντούμπτεσκ στο οποίο περιγράφει τις κρίσιμες εκείνες στιγμές.
«Έφτασε ένας αξιωματικός της Κα Γκε Μπε, που διέταξε να τον ακολουθήσω. Με τον συνταγματάρχη πίσω μου, οδηγήθηκα στο προαύλιο του κτιρίου όπου ήταν σταθμευμένα σοβιετικά άρματα μάχης και άλλα στρατιωτικά οχήματα. Με έβαλαν σε ένα θωρακισμένο όχημα μεταφοράς προσωπικού, το οποίο ξεκίνησε αμέσως. Μετά λίγη ώρα κατάλαβα πως κατευθυνόμασταν στο αεροδρόμιο. (…)
Με οδήγησαν σε αίθουσα του αεροδρομίου, όπου μετά από λίγο έφεραν τον Όλντριτς Τσέρνικ, τον Τσεχοσλοβάκο πρωθυπουργό, που είχαν επίσης συλλάβει. (…) Στις 9 το βράδυ μας οδήγησαν σε ένα αεροπλάνο. Πέρασε λίγη ώρα όμως, και μετά με κατέβασαν και με οδήγησαν σε άλλο αεροσκάφος. Μετά από μια δεύτερη σύντομη πτήση προσγειωθήκαμε σε αεροδρόμιο της Ουκρανίας. Προφανώς στο Ουζγκορόντ. Μας υποδέχτηκε ομάδα από αξιωματικούς της Κα Γκε Μπε με πολιτικά. (…) Άλλη μια μέρα πέρασε. Η Πέμπτη 22 Αυγούστου. Δεν είχα καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Ούτε εφημερίδες ούτε ραδιόφωνο. Δεν είχα ιδέα τι συνέβαινε στην Τσεχοσλοβακία. (…) Με μετέφεραν στη Μόσχα, παρά τη θέλησή μου, σαν αιχμάλωτο, και χωρίς να μου δώσουν τον χρόνο να πλυθώ. Μετά από τρεις μέρες, με πήγαν στο Κρεμλίνο, στις 23 Αυγούστου, όπου αντίκρισα τους τέσσερις ανθρώπους που έφεραν το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την εγκληματική εισβολή στη χώρα μου: τον Λεόντιντ Μπρέζνιεφ, γενικό γραμματέα του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τον Αλεξέι Κοσύγκιν, πρωθυπουργό της ΕΣΣΔ, τον Νικολάι Βορονώφ, πρωθυπουργό της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και τον Νικολάι Ποντγκόρνι. Δεν υπήρξαν ούτε χειραψίες, ούτε τυπικά καλωσορίσματα».